Κάθισα στο γραφείο. Μου ήταν αδύνατο να συγκεντρωθώ και να γράψω μία πρόταση με νόημα. Πήρα τις αιτήσεις από το συρτάρι και ξεκίνησα να τις συμπληρώνω. Το κινητό χτύπησε. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Βαριόμουν να το σηκώσω. Συνέχισα να συμπληρώνω και να τακτοποιώ τις αιτήσεις. Την επομένη έπρεπε να πάω στο υπουργείο. Το τηλέφωνο συνέχισε να χτυπά. Το απενεργοποίησα. Τελείωσα με τις αιτήσεις και τις τακτοποίησα σε ένα φάκελο.
Έκλεισα τα παραθυρόφυλλα και αποκοιμήθηκα στον καναπέ. Ξύπνησα αργά το απόγευμα με πονοκέφαλο. Είχα πρηστεί. Οι αστράγαλοι μου δεν φαινότανε πια. Άλλαξα ρούχα και βγήκα να περπατήσω. Ευτυχώς είχε αρχίσει και δρόσιζε. Πήγα στο γνωστό σημείο για παγωτό. Πήρα την κλασσική μου υπερπαραγωγή και κάθισα σε ένα παγκάκι. Έβαλα τα γυαλιά ηλίου και παρακολουθούσα διακριτικά την κίνηση στο ανθοπωλείο. Κόσμος πήγαινε και ερχότανε. Παιδιά, σκυλιά, γατιά , πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερρημένοι στο παράνομο παρκάκι της γειτονιάς. Έχεις λεφτά να αγοράσεις πράσινο; Όχι; Να το νοικιάσεις τότε; Ούτε; Την πάτησες.
Βλέπω μια κοπέλα να τρέχει βιαστικά και να βγαίνει από το ανθοπωλείο. Ο φίλος μας βγήκε πίσω της στην είσοδο. Κοιτάζω την κοπέλα που έρχεται προς το μέρος μου και κρύβομαι πίσω από το παγωτό μου. Εκείνος στέκεται στην πόρτα. Ανεβάζω τα γυαλιά στα μαλλιά, γυρίζω το κεφάλι μου προς το μέρος του και του κλείνω το μάτι. Αυτό ήταν. Έκανε μεταβολή και κρύφτηκε στο μαγαζί. Κατέβασα πάλι τα γυαλιά και παρακολουθούσα την κοπέλα. Έβγαλε ένα κινητό και άρχισε να καλεί έναν αριθμό. Ευτυχώς φώναζε αρκετά και τα περήφανα αυτιά μου δεν κουράστηκαν κατά τη διάρκεια της υποκλοπής.
- Πού είσαι άχρηστε; Γιατί δεν σηκώνεις το τηλέφωνο; Ξεκόλλα
από το pc. Μάντεψε πού είμαι τώρα… Αθήνα. Ναι, ήρθα τελικά. Μη βρίζεις από τώρα, κάθισε να στα πω… Για να σου τηλεφωνώ τώρα και φυσικά στράβωσε. Αν δεν είχε στραβώσει, θα ήμασταν αλλού τώρα. Ναι και βέβαια το ήξερα αλλά την τραβούσε ο οργανισμός μου την ξεφτίλα. Μη φωνάζεις. Δηλαδή εσύ τι περίμενες να κάνω; Μία τα emails «μου λείπεις και σε σκέφτομαι και σε αγαπώ και δεν σε ξεπέρασα ποτέ» και από την άλλη «ξέρεις λείπαμε τριήμερο, την σέβομαι, μην με ενοχλείς, κοίταξε να γίνεις ευτυχισμένη γιατί σου αξίζει» και κολοκύθια τούμπανα. Ναι, ναι βρίσε και εσύ… Στο μαγαζί του είναι, σιγά μην με ακολουθούσε κιόλας ο ξεφτυλισμένος. Το θυμάσαι το τραγουδάκι «Αν όλα μου τα κέρατα, μπλέκαν γερά τα μπούτια, κορίτσια - αγόρια στη σειρά και κάνανε χορό, το κρεβάτι θα γινότανε πολύ-πολύ μεγάλο και ολόκληρη τη γη μας θα αγκάλιαζε θαρρώ».
Δεν είμαι καλά.. Όχι μην έρθεις, θα πάω στα ΚΤΕΛ και θα περιμένω το πρώτο λεωφορείο. Ξέρεις ποιο είναι το ωραίο; Τι μου ‘πε, όταν τον κοίταζα κατάματα, μετά από τόσο καιρό, χωρίς emails, χωρίς ανόητα τηλέφωνα; Ότι του έχει δανείσει 30.000 ευρώ και δεν έχει να της τα επιστρέψει. Ο καραγκιόζης. Τόσο πάει ο σεβασμός σήμερα. Δεν το ήξερα και μου είχε πάει το κέρατο στον Άρη και στέλνει φωτογραφίες τώρα στις ειδήσεις. Πήραν και δείγματα και τα εξετάζουν για ζωή. Να δεις που το κέρατο μου ανέπτυξε πολιτισμό.
30.000 ευρώ και εγώ αναρωτιόμουν τι έγινε και ανακάλυψε το σεβασμό. Και πρέπει να την ξοφλήσει την κυρία. Τόσα χρόνια πεταμένα στα σκυλιά… Ο κύριος «δεν πουλήθηκα ποτέ» και ήμουν εγώ δήθεν η πουλημένη. Χα!... Όχι, δεν τολμά να έρθει προς τα εδώ. Τέλειωσε! Ετοιμάσου, έχω εισιτήρια. Φεύγουμε για διακοπές! Κλείνω, έχω γίνει σούργελο. Θα τα πούμε από κοντά. Ετοίμασε βαλίτσες. Τι με νοιάζει τι θα πεις στη δουλειά; Πες ότι χρωστάς 30.000 ευρώ και πρέπει να τα εξοφλήσεις.
Έκλεισε το τηλέφωνο. Χάθηκε προς το σταθμό του ηλεκτρικού. Αφού εξαφάνισα και τα τελευταία υπολείμματα του παγωτού, το άφησα στο πλάι, έβγαλα το κινητό από την τσάντα μου και το ενεργοποίησα. Κάλεσα την Σπυριδούλα.
- Έλα Σπίρι τι κάνεις; Ναι, ζω. 15. Ναι, αυτό που φαντάζεσαι. Είσαι μέσα; Καν’ το και από μένα ό,τι θέλεις. Θα σου το χρωστάω. Σου στέλνω sms με τις πληροφορίες. Κανόνισε να σβήσεις τα μηνύματα. Το ξέρω ότι δεν είσαι πρωτάρα αλλά σήμερα η καλλιτέχνιδα θα ζωγραφίσει.
Κλείνω. Σε λίγο θα έχεις τα απαραίτητα στοιχεία.
Ο κωδικός 15 ήταν η αποστολή κομάντο της Σπυριδούλας εναντίον των αντρών, που κατέληγε στο κρεβάτι. Έστειλα στο κινητό της τα απαραίτητα στοιχεία, διεύθυνση μαγαζιού, όνομα, ηλικία, περιγραφή, εν περίληψη την προηγούμενη ιστορία και την παραγγελία για το ραβασάκι καθώς και το ότι βρισκόμουν ήδη εκεί αλλά να με προσπεράσει σαν να μην με γνωρίζει.
Αγόρασα ένα δεύτερο παγωτό, αναψυκτικά, περιοδικά (Pop corn δεν είχε πρόχειρα εκείνη τη στιγμή) και περίμενα την Σπυριδούλα. Σε μισή ώρα κατέβαινε τις σκάλες από τον σταθμό. Ήταν εκθαμβωτική. Ο φίλος μας την είχε βαμμένη. Το 15 είχε ήδη ξεκινήσει. Με προσπέρασε και κατευθύνθηκε στο μαγαζί. Είχα φάει ήδη το δεύτερο παγωτό και θα χρειαζόμουν ρυμουλκό πλέον για να μετακινηθώ από το παγκάκι. Είχα ενημερωθεί για τα καλλιτεχνικά, για τα ζώδια και είχα αρχίσει να λύνω τα σταυρόλεξα, όταν είδα ένα ταξί να σταματά μπροστά από το μαγαζί, την Σπίρι να μπαίνει μέσα και τον νέο της φίλο, που μετρούσε ανάποδα μέχρι να γίνει πρώην, να κλείνει το μαγαζί και να την ακολουθεί στο ταξί.
Σηκώθηκα, πέταξα τα σκουπίδια, πήρα τα περιοδικά παραμάσχαλα και πήγα στο σταθμού του τραίνου. Αγόρασα εισιτήριο και στάθηκα στη στάση. Σε λίγο το τραίνο ερχόταν. Ξαφνικά είχα όρεξη για βόλτες. Μπήκα και αποφάσισα να πάω μέχρι τον Πειραιά. Έφτασα, έκανα βόλτες στο σταθμό και αποφάσισα να γυρίσω σπίτι. Στη διαδρομή έφτασε το μήνυμα «3». Η Σπίρι βρισκόταν ήδη στον δρόμο. Φανταζόμουν την φάτσα του όταν θα έβλεπε το ραβασάκι:
«30.000 ευρώ είναι πολλά λεφτά. Πάρε 20 για αρχή. Μην ανησυχείς, έχω δώσει την διεύθυνσή σου και αλλού.» Και 20 ευρώ δίπλα στο σημείωμα.
Η κοπέλα μπορεί να έφτανε τώρα στον προορισμό της και να έφτιαχνε βαλίτσες για έναν καινούριο. Άρχισα να σιγοτραγουδώ χαμογελώντας: «Αν όλα μου τα κέρατα, μπλέκαν γερά τα μπούτια, κορίτσια- αγόρια στη σειρά και κάνανε χορό, το κρεβάτι θα γινότανε πολύ-πολύ μεγάλο και ολόκληρη τη γη μας θα αγκάλιαζε θαρρώ».
Προσέχετε όταν μιλάτε στο τηλέφωνο. Μπορεί να είμαι δίπλα σας και να φυσάω τα κεριά με τις ευχές σας για σβήσουν. Φςςςς…..Σςςςςς….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου