Κυριακή, Ιουνίου 08, 2008

Στο 14, Τραβάς χαρτί;

Με εκνευρίζει τρομερά το ξυπνητήρι το πρωί. Τιτιτιτι… Σηκώνομαι και το κλείνω. Με μάτια μισόκλειστα κοιτάζω την ώρα. Έχω αργήσει. Ανοίγω το κινητό και πάω στην κουζίνα να φτιάξω καφέ. Βαριέμαι αφόρητα να πάω στο θέατρο. Σκέφτομαι να κάνω κοπάνα. Τι θα με κάνουν; Θα με διώξουν;

Το τηλέφωνο χτυπά. Μετανιώνω την ώρα και τη στιγμή, που το άνοιξα. Είναι ο Λημνιός.

-Πού βρίσκεσαι χαμένο κορμί; Πάλι σκέφτεσαι να κάνεις κοπάνα;

Έρχομαι να σε μαζέψω. Σήμερα δεν θα κάνεις κοπάνα.

-Είμαι στο σπίτι. Ανέβα για καφέ.

-Τη μαρμελάδα στο ψωμί, όχι στα αυτιά. Τσακίσου και κατέβα. Σε δέκα λεπτά θα είμαι κάτω από το σπίτι σου. Πάρε προμήθειες και το μπλοκ των επιταγών, σήμερα θα φάμε έξω.

-Δεν έχω όρεξη σήμερα.

-Ακριβώς για αυτό σε καλώ και εγώ, για να φάω και τη δική σου μερίδα. Δεν τις κάνουν πια όπως παλιά. Δυστυχώς. Κλείσε. Χρεώνομαι!!!

Έκλεισε το τηλέφωνο. Έμεινα με την κούπα του καφέ μετέωρη. Πήγα στη ντουλάπα και πήρα ένα τζιν και ένα μπλουζάκι. Τακούνια για σήμερα. Τα φόρεσα, γέμισα προμήθειες την τσάντα, φαγητό, μανό, μπλοκ και στυλούς.

Κατέβηκα στην είσοδο και άναψα τσιγάρο. Αηδίασα και το πέταξα. Την ώρα που κοίταζα τους άδειους σκουπιδοτενεκέδες, έφτασε ο Χρήστος.

- Χτυπήστε το κρουασάν σας αντί εισιτηρίου και επιβιβαστείτε.

Άνοιξα το κρουασάν που είχα στα χέρια μου και του έδωσα μια

μεγάλη μπουκιά, έφαγα το υπόλοιπο και ανέβηκα στη μηχανή. Περνούσαμε ανάμεσα στα αυτοκίνητα και σύντομα ήμασταν στο θέατρο. Πάρκαρε τη μηχανή, αγοράσαμε καφέδες και γλυκά και μπήκαμε στο θέατρο.

Ο Χρήστος άναψε τα φώτα της σκηνής. Ήπια μια τελευταία γουλιά καφέ και ανέβηκα στη σκηνή. Ξεκίνησα να περπατώ πάνω κάτω ρυθμικά.

-Άννα δεν έχουμε χρόνο για αυτά. Σε λίγο ξεκινά η πρόβα.

Γύρισα και τον κοίταξα. Ρύθμισε τα φώτα σύμφωνα με την πρόβα. Πήρα τον καφέ και κατέβηκα από τη σκηνή. Εκείνη την ώρα έμπαινε ο σκηνοθέτης στην πλατεία.

-Καλημέρα, είπαμε αλλά μας προσπέρασε και τακτοποιήθηκε στις μπροστινές θέσεις. Πίσω του άρχισαν να καταφτάνουν οι υπόλοιποι. Κάθισα δίπλα στον Λημνιό και τους έβλεπα να παίρνουν τις θέσεις τους. Ο Αιμίλιος πείραζε την Μαρία. Ανέβηκαν στην σκηνή και άρχισαν να φιλιούνται. Χαμογέλασα και άνοιξα την τσάντα μου. Έβγαλα το μπλοκ μου και άρχισα να αραδιάζω επάνω του τον τάσο, τσιγάρα, αναπτήρα, στυλούς, σοκολατάκια, χυμό και θα έβαζα και άλλα αλλά δεν είχα χώρο και ο Λημνιός είχε απλώσει ήδη τα χέρια του στα τσιγάρα και τα σοκολατάκια.

-Νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε για τη σχέση μας.

-Όχι τώρα. Η Μαρία κατάλαβε τι παίζει με τον Αιμίλιο και προσπαθεί να καταλάβει ποια έχει τώρα σειρά για να την ξεμαλλιάσει. Γι’ αυτό σου είπα να έρθεις. Αν δεν ερχόσουν, θα το καταλάβαινε αμέσως. Ευτυχώς που έχεις τα χάλια σου και δεν έχει τον Αιμίλιο για σαβουρομαμιά.

-Με την καλή σου την κουβέντα πάντα. Ευχαριστώ, είπα τραβώντας του το σακουλάκι με τα σοκολατάκια.

-Φυλάω τα νώτα σου αλλά δεν το καταλαβαίνεις. Πήρε την τσάντα μου και έβγαλε μία σακούλα πατατάκια από μέσα, την άνοιξε και άρχισε να τσακίζει τα πατατάκια. Κοίτα τους. Έτσι ήταν και πέρυσι και πρόπερσι, έτσι θα είναι και του χρόνου.

-Κήρυγμα θα μου κάνεις; Βαρέθηκα.

-Παλουκώσου και σκάσε. Ξεκινάει.

Άνοιξα το μπλοκ και ανάμεσα στα ψιχουλάκια ξεκίνησα να σχεδιάζω τις σκηνές. Σκηνικά, πρόχειρες φιγούρες και μένω φρόνιμη στη θέση μου. Κλείνω τα μάτια και τεντώνομαι. Ο Λημνιός με κλωτσά στο πόδι για να μαζευτώ. Νοιώθω τον Αιμίλιο να με παρακολουθεί κρυφά. Αφήνω τα πράγματα στο πάτωμα και βγαίνω στο φουαγιέ. Ο Αιμίλιος έχει αφήσει τον καπνό του. Τον παίρνω και τον ανοίγω για να στρίψω ένα τσιγάρο. Βγάζω τα χαρτάκια. Πιάνω ένα και το βγάζω μηχανικά. Τη στιγμή που πάω να βάλω καπνό πάνω του βλέπω ότι έχει γράψει κάτι. «Στο 14 ζητάς χαρτί;» Στρίβω το τσιγάρο και το ανάβω. Αφήνω τον καπνό στη θέση του και πηγαίνω στο μπάνιο. Κλείνομαι στην τουαλέτα και καπνίζω εκεί το τσιγάρο.

Η μάνα πόσο έχει; Σκέφτομαι, πετάω το τσιγάρο στην λεκάνη και τραβάω το καζανάκι. Πλένω τα χέρια μου, ρίχνω νερό στο πρόσωπό μου, παίρνω μια βαθιά ανάσα και επιστρέφω. Θα κάνουν διάλλειμα για φαγητό. Ο Λημνιός έχει ήδη παραχώσει τα πράγματά μου στην τσάντα μου, άναψε τα φώτα της πλατείας και ο σκηνοθέτης δίνει τις τελευταίες οδηγίες. Ο Αιμίλιος με παρακολουθεί και η Μαρία γίνεται ξανά διαχυτική μαζί του. Ο Λημνιός με σπρώχνει μαλακά και βγαίνουμε από το θέατρο.

-Κουνήσου γιατί έτσι όπως πας θα παραγγείλω μεσημεριανό και βραδινό μαζί. Ξέρω πού θα πάμε. Έλα τώρα γιατί η Μαρία θα έρθει να σε ψαρέψει.

Εξαφανιστήκαμε πριν προλάβουν να βγουν οι υπόλοιπου από το θέατρο. Σταματήσαμε στο εστιατόριο που είχε διαλέξει, μπήκαμε και καθίσαμε κάπου απόμερα. Κρύφτηκα πίσω από έναν κατάλογο όσο μιλούσε στο τηλέφωνο για δουλειές. Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο μου πήρε τον κατάλογο από τα χέρια και έκανε νόημα στον σερβιτόρο. Έδωσε την παραγγελία και μόλις μείναμε οι δυο μας ξεκίνησε την ανάκριση.

-Τι έγινε; Πώς και το σκάσατε;

-Του ζήτησα να χωρίσουμε.

-Να υποθέσω ότι αν τον δείρεις θα σου κάνει πρόταση γάμου; Πρότεινε γελώντας.

-Τελείωσε.

-Για σένα. Για εκείνον όμως όχι. Έκανες λάθος που του ζήτησες εσύ να χωρίσετε. Γυναίκες! Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα σωστά. Έπρεπε να τον κάνεις να σε φτύσει αυτός. Μα πού βρισκόσουν τόσα χρόνια; Τίποτα δεν έμαθες.

- Πρέπει να με βοηθήσεις να με φτύσει. Είπες ότι θα με βαριόταν πριν το καταλάβω αλλά να που είμαστε εδώ.

- Οκ. Αλλά θα στοιχίσει κάτι παραπάνω. Λέω να παραγγείλω συμπλήρωμα όλα τα γλυκά του καταλόγου. Πώς και το αποφάσισες; Βρήκες άλλον; Ποτέ δεν αφήνετε κάποιον, αν δεν έχετε βρει τον επόμενο.

- Μπορείς να το πεις και έτσι. Λυσσάρα, εγώ τον ξέρω; Για μια αρπαχτή κατέβηκες Αθήνα και εσύ κοντεύεις να το κάνεις περιοδεία, χώρια τα έξτρα! Το νου σου μην σε δει με άλλον. Θα κολλήσει. Είναι κτητικός και δεν συγχωρεί.

Ο σερβιτόρος έφερε το φαγητό και ξεκίνησα να τρώω δίχως να μιλάω.

-Σε είδε, έτσι δεν είναι; Σε είδε με άλλον άντρα και για αυτό δεν θέλει να χωρίσετε. Μάλιστα… Πρέπει να σου απαγορευτεί η κυκλοφορία στον χωροχρόνο. Σφηνώνεις στις σκουλικότρυπες!

Δεν υπάρχουν σχόλια: