Αν άλλαζα όνομα σήμερα, θα με αγαπούσες ακόμα το ίδιο;
Πετάχτηκα από το κρεβάτι μου. Εφιάλτης ήταν. Σηκώθηκα και πήγα να φτιάξω καφέ. Επέστρεψα με την κούπα και είδα τα ματωμένα μου ρούχα. Κάθισα στον καναπέ και άναψα τσιγάρο. Στο τραπέζι ήταν τα κλειδιά από το παλιό σπίτι. Έπρεπε να περιμένει. Βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταξα το δρόμο. Κόσμος περνούσε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Γύρισα μέσα στο σπίτι, έκανα μπάνιο άνοιξα το συρτάρι με τα κλειδιά, πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου και κατέβηκα στο parking. Το αυτοκίνητο με περίμενε βδομάδες τώρα στη σκόνη και τη σιωπή. Άνοιξα το πορτμπαγκάζ και το σάκο που είχα μέσα. Τον πήρα και βγήκα στο δρόμο να περιμένω. Μετά από λίγη ώρα σταμάτησε ταξί και σε λίγο έφτασα στο νοσοκομείο. Πλήρωσα και κατέβηκα. Αναστέναξα και προχώρησα στην είσοδο του νοσοκομείου.
Φτάνοντας άφησα τον σάκο στο πάτωμα, τον άνοιξα, έβγαλα την άσπρη ποδιά και τα ακουστικά και κρατώντας τη διπλωμένη στο ένα χέρι και στο άλλο τον σάκο ξεκίνησα να ψάχνω τον θάλαμο τον Χρήστου. Δεν άργησα να τον βρω. Μπήκα μέσα. Ευτυχώς δεν ήταν κανένας από την παράσταση εκεί. Τον πλησίασα. Ήταν στραπατσαρισμένος για τα καλά ο κακομοίρης. Άφησα τον σάκο στο πάτωμα, την ποδιά πάνω στο κρεβάτι και τον πλησίασα.
- Ξύπνα ωραία κοιμωμένη. Έφερα φαγητό!
Ο Χρήστος άνοιξε αμέσως τα μάτια του.
- Θα ΄θελες! Δεν έχει φαγητό σήμερα! Θα ξεχειλώσει το γαζί που
σου πέρασαν.
Ήταν ακόμα με τα αίματα του χειρουργείου. Άνοιξα τον σάκο και έβγαλα μία πετσέτα και τα ρούχα της εφημερίας. Έβρεξα την πετσέτα με τον φυσιολογικό ορό και τράβηξα το σεντόνι.
- Μωρό μου ετοιμάσου, απόψε θα γίνεις δικός μου.
- Και συ θα ντυθείς νοσοκόμα; Με ρώτησε
- Η επιθυμία σας διαταγή απάντησα και φόρεσα την ποδιά μου. Ξεκίνησα να τον καθαρίζω με την πετσέτα. Τράβηξα τα
Πράσινα και συνέχισα να τον καθαρίζω. Έβγαλα τη στολή που φορούσα στο μαιευτήριο και τον βοήθησα να τη φορέσει.
- Τώρα σε έντυσα μαμίτσα. Αύριο λέω να σε ντύσω αφέντρα και μεθαύριο υπερπαραγωγή.
Δίπλωσα τα πανιά του χειρουργείου, τα άφησα σε μια άκρη και
Πέταξα τα χαρτιά. Έβαλα την πετσέτα πίσω στο σάκο και έψαξα για καρέκλα. Δεν υπήρχε.
- Δεν θέλω να ξανάρθεις εδώ, μου είπε ψυχρά. Δεν ξέρω ποια είσαι και δεν ξέρω αν σε γνώρισα ποτέ. Φύγε σε παρακαλώ. Τώρα.
Έβγαλα την ποδιά, την έριξα στον σάκο αμίλητη, τον πήρα και γύρισα προς την πόρτα. Βγαίνοντας βιαστικά έπεσα σε κάποιον. Σήκωσα το βλέμμα μου, ψελλίζοντας «συγγνώμη» και είδα τον Αιμίλιο. Με έπιασε την ώρα, που παραπάτησα και με κράτησε. Μια στιγμή, μια σιωπή, εσύ. Μάζεψα τον σάκο από το πάτωμα. Η Μαρία στεκόταν πίσω του. Πήρα τον σάκο και έφυγα.
Βγήκα από το νοσοκομείο και άρχισα να περπατώ στο δρόμο άσκοπα. Δεν ξέρω πού πηγαίνω, ούτε και με ενδιαφέρει καθώς δεν με περιμένει κανείς. Κρύβομαι μέσα στον κόσμο, πίσω από τα γυαλιά ηλίου. Δεν ξέρω αν θέλω να γυρίσω σπίτι. Η εικόνα του Χρήστου στο δρόμο γυρίζει στο μυαλό μου ξανά και ξανά. Παλεύω να της ξεφύγω μα σαν σκυλί με ακολουθεί. Ξαφνικά νοιώθω ένα χέρι στον ώμο μου. Λάθος κάνουν, σκέφτομαι και συνεχίζω να προχωρώ δίχως να γυρίσω το κεφάλι μου. Κάποιος με πιάνει από το χέρι και με αναγκάζει να σταματήσω. Είναι ο Αιμίλιος. Απελευθερώνω το χέρι μου και συνεχίζω να περπατώ. Ο Αιμίλιος μπαίνει μπροστά μου και με αναγκάζει να σταματήσω.
- Είσαι καλά;
- Πάντα είμαι καλά. Άφησέ με να περάσω.
- Πού πηγαίνεις;
- Στο διάολο.
Βάζει το χέρι του στο πρόσωπό μου και μου βγάζει τα γυαλιά
ηλίου. Βλέπω τον κόσμο να σταματά γύρω μας. Του παίρνω τα γυαλιά, τα φοράω και προσπαθώ να ξεκινήσω. Πλησιάζει στο αυτί μου και μου ψιθυρίζει.
- Έχουμε γίνει θέαμα. Έλα μαζί μου σε παρακαλώ. Θέλω να σου
μιλήσω.
Κοιτάζω τον κόσμο και μετά τον Αιμίλιο. Μας παρακολουθούν.
- Πάμε.
Προχωρεί μπροστά και εγώ τον ακολουθώ. Θέλω να το σκάσω
αλλά νοιώθω τα μάτια τους καρφωμένα πάνω μου. Προχωράω και φτάνουμε στη μηχανή του. Ξεκινάμε και σε λίγο φτάνουμε στο διαμέρισμά μου. Μπαίνουμε μέσα χωρίς να πούμε λέξη. Στο πάτωμα είναι πεταμένα τα ματωμένα μου ρούχα. Τα παίρνω και τα πηγαίνω στο μπάνιο.
- Τι θα πιείς; Τον ρωτάω από την κουζίνα.
- Έναν καφέ. Ό,τι έχεις.
Φτιάχνω καφέ και ανοίγω το ψυγείο να βγάλω μια μπύρα. Βγάζω
τα εφεδρικά τσιγάρα από το ντουλάπι. Ανοίγω τη μπύρα και ανάβω τσιγάρο όσο ετοιμάζεται ο καφές.
- Δεν νομίζεις ότι είναι λίγο νωρίς για μπύρα; Με ρωτά ο
Αιμίλιος που έχει μπει στην κουζίνα παίρνοντάς μου το κουτί από το χέρι.
- Μπορώ να την πιώ τώρα, μπορώ να κάνω υπομονή και να την
πιώ αργότερα όταν φύγεις. Πες μου τώρα, γιατί ήρθες;
- Ήρθα να ζητήσω συγγνώμη. Δεν έπρεπε να σε χτυπήσω. Βγήκα
εκτός εαυτού.
- Δεν πειράζει. Συχωρεμένος.
Βάζω 2 κούπες καφέ, του προσφέρω την μία και επιστρέφουμε στο
σαλόνι.
- Δε φταις εσύ για ότι έγινε. είπε ο Αιμίλιος
- Ο Χρήστος ήταν εδώ. Χτύπησε έξω από το σπίτι μου.
- Το ξέρω, μας το είπε.
- Δεν θέλει να με ξαναδεί… Τώρα τι κάνουμε εδώ; Είπα και
Σηκώθηκα από τον καναπέ. Γιατί το συζητάω μαζί σου; Δεν είμαστε καν φίλοι. Δεν ξέρω Αιμίλιε. Αλήθεια, είμαστε τίποτα; Τώρα;
- Θεωρώ το ότι μας έκρυψες ποια είσαι και τι θες, πραγματικά
απαράδεκτο. Αλλά ακόμα και αν δεν το πιστεύεις, σε νοιάζομαι. Σε βλέπω πως δεν είσαι καλά. Όσο και αν λες ότι είσαι.
Σηκώθηκε και με αγκάλιασε. Έκανα μια κίνηση να απομακρυνθώ αλλά δεν με άφησε.
- Και ο Χρήστος σε νοιάζεται. Δεν σε κατηγορεί για το ατύχημα.
Μιλήσαμε. Νοιώθει ότι τον χρησιμοποίησες. Θα γίνει καλά και θα τα συζητήσετε με την ησυχία σας. Κοίτα με. Μην κοιτάς την κουζίνα. Δεν θα βρεις καμία λύση εκεί.
Έσκυψε και με φίλησε. Ήθελα να τον πετάξω έξω από το σπίτι
αλλά δεν μπορούσα. Μου ‘χε λείψει το ψέμα του. Όλοι δικαιούμαστε ένα μικρό ψέμα, έτσι δεν είναι; Άρχισε να βγάζει τα ρούχα μας και να τα πετάει στο πάτωμα καθώς με οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρα. Τώρα. Εδώ. Αυτό έχει σημασία. Το βλέμμα του τη στιγμή που χάνεται.
Ανατρίχιασα. Μια αόρατη παγωμένη ανάσα στην πλάτη μου. Πετάχτηκα και άρχισα να ντύνομαι. Το κινητό του Αιμίλιου άρχισε να χτυπά. Το σήκωσε.
- Ναι, Μαρία. Έρχομαι να σε πάρω… Ναι… Ναι… Όχι, δεν
προλαβαίνουμε απόψε… Ναι. Και εγώ σ’ αγαπάω.
Έβαλα τα γυαλιά ηλίου και βγήκα στο μπαλκόνι.
- Η πρόβα θα γίνει κανονικά. Να ‘ρθεις. Μην σε νοιάζει τι λένε
οι άλλοι. Μην ξεχνάς το στόχο σου, είπε και έφυγε.
Πήγα στην κουζίνα. Φυσικά και δεν θα πήγαινα στην πρόβα. Πήρα την ανοιγμένη μπύρα καθώς και όλες όσες είχα στο ψυγείο. Κάθισα στο πάτωμα του μπαλκονιού για να φαίνομαι όσο το δυνατόν λιγότερο και άρχισα να τις αποδεκατίζω. Πρέπει να λιποθύμησα πριν τις καταφέρω όλες.
Συνήλθα με έναν τρομερό πονοκέφαλο και στην προσπάθειά μου να σηκωθώ, άρχισα να ξερνάω μέχρι τελικής πτώσεως. Είχε νυχτώσει. Τράβηξα τα γυαλιά από τους εμετούς και μπήκα στο μπάνιο. Όλα φαντάζουν λίγο καλύτερα μετά από ένα ζεστό μπάνιο, έτσι δεν λένε; Ε, λοιπόν δεν φαντάζουν. Ντύθηκα και άνοιξα τον υπολογιστή. Έβαλα μουσική και πήγα να καθαρίσω.
Κάθισα στο σκοτάδι του σπιτιού, να χαζεύω το ημίφως της πόλης. Το παιχνίδι πλησίαζε στο τέλος του. Οι παίκτες άρχισαν να σηκώνονται από το τραπέζι. Μωρό μου, δεν μπορείς να κερδίσεις, αν παίζεις μόνος σου. Θα ‘πρεπε να κόβουν τη μοναξιά κομματάκια και να τη μοιράζουν. Να τη σκορπίζουν στους δρόμους για να γνωρίζει καθένας τη δικιά του και να γυρίζει εκεί από όπου ξεκίνησε.
Θα ‘πρεπε… αλλά σ’ αυτή τη νύχτα του εξοστρακισμού δεν ταιριάζουν οι λέξεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου