Παρασκευή, Αυγούστου 22, 2008

Κοίτα την πόλη που καίγεται μέσα στη νύχτα. Ένας σκοτεινός άγγελος παίζει κιθάρα. Άκου...

Ένα φτερό κάθισε στο χέρι μου. Ένα μικρό γκρίζο φτερό που χορεύει με το αεράκι. Τα αυτιά μου κλείνουν τον ήχο έξω. Ακούω τη μουσική, που κρύβει μέσα του. Χαμογελώ καθώς βλέπω την άσφαλτο και τα πόδια σου να βηματίζουν νευρικά. Θέλω να σου πω να σταματήσεις. Ότι δεν πειράζει, δεν έχει σημασία πια. Κοίτα. Έχω αυτό το μικρό φτερό στο χέρι μου και πίσω σου είναι ο κάτοχος του και έχει κάτι για μένα.
Κλείσε το κινητό. Δεν θα ‘ρθει κανείς. Όχι ακόμα. Δεν τον ακούς, που μου μιλά; Κοιτάζω τη μηχανή σου. Πεσμένη παραδίπλα. Θέλω να δω τον ουρανό για λίγο. Αλλά δεν μπορώ να κουνηθώ. Μια στιγμή. Μια τόσο δα στιγμή και πέσαμε από τη μηχανή. Ευτυχώς εσύ τραβήχτηκες. Εμένα όμως με τράβηξε η μηχανή μαζί της. Μπλέχτηκε το τακούνι μου και με τράβηξε όπως η θάλασσα τραβάει την άγκυρα μέσα της. Δεν πρόλαβα να καταλάβω και πολλά. Ούτε όταν με πέταξε στις ρόδες του παρκαρισμένου αυτοκίνητου και έπεσε πάνω μου.
Ήρθες και την τράβηξες με τους άλλους. Νυστάζω και βλέπω τις μαύρες σου μπότες να πηγαινοέρχονται νευρικά. Το φτερό στο χέρι μου μαυρίζει. Κοιτάζω πίσω σου. Κάτι έχει για μένα. Κάνε στην άκρη να το δω.
Σου ρώτησα το πρωί στο σπίτι πριν φύγουμε. Πιστεύεις ότι μπορούμε να αλλάξουμε τη μοίρα μας; Γέλασες… και μετά είπες, όχι. Κάτι με ενοχλούσε στα καινούρια παπούτσια αλλά ήταν το δώρο σου και δεν ήθελα να σου χαλάσω το χατίρι.
Χτύπαγα τα τακούνια νευρικά στο πάτωμα καθώς έβγαζες τη μηχανή. Έκλεισα την καφετέρια, το θερμοσίφωνα, σου άφησα το γράμμα πάνω στο πληκτρολόγιο.
Ανόητα προαισθήματα. Το έγραψα χτες το βράδυ που κοιμόσουν και το άφησα εκεί να ξεγελάσω λίγο το χρόνο. Να μείνω λίγο ακόμα κοντά σου. Θα με συγχωρέσεις ποτέ για όλα εκείνα που δεν σου είπα νωρίτερα;
Σκύβεις πάνω μου. Μου μιλάς. Ή μάλλον πρέπει να φωνάζεις. Συγγνώμη δεν σε ακούω, είμαι τόσο κουρασμένη. Έχεις αίμα στα χέρια σου. Δεν είναι δικό σου, ε; Κάτι ρωτάς μάλλον. Δεν σε καταλαβαίνω, προσπαθώ να χαμογελάσω και έτσι όπως σκύβεις βλέπω έναν άγγελο με ένα ζευγάρι μαύρα φτερά. Τα κατεβάζει στο ύψος του αφαλού του και αυτά ανοίγουν σαν βεντάλια, τα βλέπεις; Είναι τόσο όμορφα. Και είναι για μένα. Μόνο.
Θα τον δεις τον φάκελο, έτσι δεν είναι; Είχαμε καιρό να βρεθούμε. Ήρθα χτες ξανά στο σπίτι σου για ένα σαββατοκύριακο μόνο με όσα πράγματα χωρούσε η τεράστια τσάντα που κουβαλάω πάντα μαζί μου. Τίποτε άλλο. Α και ένα μικρό μυστικό, που δεν πρόλαβα να σου πω. Αλλά τα λόγια δεν είχαν ποτέ σημασία για μας, έτσι δεν είναι; Μονάχα οι στιγμές, όπως αυτή. Τα βλέπεις τα φτερά μου πόσο όμορφα είναι;
Συγγνώμη που έφυγα έτσι ξαφνικά την τελευταία φορά. Δεν περίμενα ότι θα είχες επισκέψεις. Έκανα καφέ στην κουζίνα και χτύπησε το κουδούνι και μπήκε εκείνη. Τη χάζευα και προσπαθούσα να θυμηθώ ποιά είναι. Εκείνη σε φίλησε και ρώτησε από πότε άλλαξες παραδουλεύτρα. Σχεδόν σε λυπήθηκα καθώς προσπαθούσες να πεις κάτι. Αλλά δεν ήξερες τι, ούτε σε ποια. Γέλασα και είπα ότι είμαι μια φίλη, συστήθηκα και πήρα την τσάντα μου και έφυγα να πάω στο συνέδριο. Μούφες. Στο ΚΤΕΛ πήγα και έφυγα. Δεν το συζητήσαμε ποτέ.
Πέρασε καιρός. Κρατάω ένα τεστ εγκυμοσύνης στα χέρια μου και τεντώνω το κορμί μου στα πλακάκια του μπάνιου. Κάθομαι στο πάτωμα. Σκέφτομαι ότι ξεκίνησε. Τότε δεν ήξερα τι. Νοιώθω σαν κάποιος να με σημαδεύει με ένα όπλο στο κεφάλι. Γελάω. *Μπαμ*.
Δεν σε βλέπω πια. Δεν μ’ ακούς. Νοιώθω τα φτερά μου να ανθίζουν στην πλάτη μου. Να μεγαλώνουν, να ξεδιπλώνονται.
Έπρεπε να σε δω. Δεν ήξερα τι να σου πω. Μπορεί να μην έλεγα και τίποτα. Έτσι και αλλιώς αποφεύγαμε πάντα να λέμε περιττά πράγματα. Ένα βράδυ έμεινα μόνο. Και ξαφνικά αυτές οι εικόνες.
Σου γράφω το γράμμα που διαβάζεις τώρα και σ’ αγκαλιάζω με τα μαύρα μου φτερά να σε κρύψω για λίγο από τις λέξεις.
Θυμάσαι εκείνο το φτερό στο χέρι μου; Ύστερα φύσηξε και έφυγε μακριά. Το πήρα φεύγοντας. Ξέρεις πως κατάλαβα τον άγγελο; Με φώναξε «μαμά» και άνοιξε τα φτερά του και μαζί άνοιγαν και τα δικά μου. Τόσο όμορφος που με τραβάει όπως το φως την πεταλούδα.
Ένα γράμμα είναι. Και τώρα τελειώνει. Στο κινητό μου θα βρεις τα τηλέφωνα των δικών μου. Στην τσάντα έχω ακόμα ένα γράμμα για αυτούς. Τον νοιώθεις τον αέρα που φυσά; Σου άφησα μια σοκολάτα δίπλα στο γράμμα, να έχεις κάτι γλυκό από μένα, τώρα που φεύγω.
Δεν υπάρχει χρόνος. Δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο αυτό το ζευγάρι φτερά.
Θα σε σκέφτομαι.

http://www.youtube.com/watch?v=_TYXgSm56bQ&feature=related

3 σχόλια:

Στρατος "exoaptonkyklo" Ραπτοπουλος είπε...

Συγκλονιστικα δυνατο κειμενο.Με εκανε να σκεφτω ακομη μια φορα να προλαβω ν αγαπησω αυτους που αγαπω...
Ποιανου ειναι το κειμενο?
Τα σεβη μου.

Spark D' Ark είπε...

ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
Εγώ το έγραψα. Μου ζήτησε κάποιος να του πω μια ιστορία.... και να την...

Ανώνυμος είπε...

Σαν φιλί χωρίς αναπνοή