Σάββατο, Αυγούστου 23, 2008

Δεν είμαι άντρας σου λέω, κύμβαλο είμαι, κύμβαλο αλλαλάζον...

Σάββατο σήμερα. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο του γραφείου το γκρίζο της πόλης και πίνω τον καφέ μου. Έχω βάλει τη μουσική δυνατά να τη νοιώθω να με διαπερνά. Δεν είναι κανείς άλλος εδώ. Κρατάω με το πόδι τον ρυθμό, με τα δόντια τη σκέψη μου να μην τρέξει ξοπίσω σου.
Βάζω ξανά και ξανά το ίδιο κομμάτι. Κοιτάζω τα μαύρα μου ρούχα. Με έμαθες να τα βγάζω και ύστερα έφυγες και έγιναν θηλιά που με πνίγει. Ανάβω τσιγάρο. Αυτό δεν θα προλάβεις να το πάρεις από το στόμα μου. Πάντα τα σάλιωνα λιγάκι στο φίλτρο να σου κλέβω ένα φιλί όταν το έβαζες στο στόμα σου.
Λέω πως ξέχασα το όνομά σου. Για να σε εκδικηθώ δεν ξαναφώναξα ποτέ γυναίκα με το όνομά της. Όχι άλλα ονόματα για μένα. Και όμως πάντα γυρίζεις σαν σαράκι να ζητήσεις και άλλο. Δεν έχω. Κοίτα. Ψάξε. Πάρε το σακάκι, το κράνος, εμένα αν το θες για τελευταία φορά.
Νοιώθω το ρυθμό και είναι σαν να με χτυπάς στο στήθος με τα χέρια σου. Θυμάσαι; Με χτύπαγες και εγώ δεν έκανα τίποτα. Μόνο δάκρυζα και σε άφηνα να ξεσπάσεις. Μου έμαθες πώς κάνουν έρωτα για να μετρά το κορμί μου καλύτερα τους τρόπους που μου λείπεις.
Δυναμώνω τη μουσική για να μην ακούω τη σκέψη μου. Κλειδώνω την πόρτα και βγάζω το ουίσκι. Κοιτάζω τη μηχανή στο δρόμο. Κλείνω το κινητό. Βγάζω το βύσμα από το σταθερό. Δεν θέλω να μαθαίνω νέα σου. Δεν θέλω να περνάς καλά μακριά μου. Μου στέλνεις emails και φωτογραφίες από τις διακοπές σου. Δεν είμαι εδώ. Είμαι κακός και μικρόψυχος. Σε μισώ, μα πιο πολύ μισώ εμένα και κείνη τη στιγμή που έπεσα επάνω σου τυχαία. Τη γαμημένη στιγμή που σήκωσες το κεφάλι σου και με είδες. Να μην είχε χτυπήσει το ξυπνητήρι εκείνη τη μέρα, να είχα ξεχάσει κάτι να γύριζα πίσω, να μην βρεθώ εκείνη την καταραμένη στιγμή στο δρόμο σου.
Γελάς και η σαρκοβόρα ανάσα σου με διαμελίζει. Παίρνω τη μηχανή και τρέχω στους δρόμους, γίνομαι πίτα, χαρακώνομαι, μουλιάζω στο παγωμένο νερό αλλά δεν μπορώ, δεν μπορώ να σε βγάλω από μέσα μου. Ένας πετυχημένος μαλάκας είμαι.
Όλα γυρίζουν στο κεφάλι μου. Νοιώθω το φιλί σου στα χείλη μου. Πετάω το μπουκάλι στον τοίχο. Βλέπω το ουίσκι να τρέχει στον τοίχο όπως έτρεχε το νερό στο γυμνό κορμί σου. Πλησιάζω το σπασμένο μπουκάλι, σκύβω, σηκώνω το χέρι και το κατεβάζω με δύναμη πάνω στα σπασμένα γυαλιά. Ο πόνος είναι η λύτρωσή μου.
Μου έμαθες τις κόντρες, θυμάσαι; Ποιος θα φωνάξει, ποιος θα κλάψει, ποιος θα πονέσει τον άλλον πιο πολύ. Και έπειτα έφυγες. Τόσο απλά, που θέλω να ουρλιάξω έτσι όπως είμαι πεσμένος στη μοκέτα. Ό,τι και να σκεφτόμουν, είχες ήδη σκεφτεί το επόμενο. Άσχημος αριθμός το 1. Γελάω και κοπανάω και το άλλο μου χέρι στα σπασμένα γυαλιά. Σηκώνομαι και κάθομαι στην καρέκλα μου. Τη γυρίζω να κοιτάζω την πόλη. Αδειάζω με την μία όσο ουίσκι έχει απομείνει στο ποτήρι.
Τις νύχτες βγάζω το γαλάζιο πουλόβερ, που μου είχες χαρίσει και το κρατάω αγκαλιά. Δεν το φοράω πια. Δεν χαμογελώ, Δεν ξυρίζομαι καθημερινά. Δεν κοιμάμαι. Δεν θέλω να γυρνώ στο σπίτι. Ψάχνω τα χέρια μου, μα τα άφησα πάνω στο κορμί σου την τελευταία φορά και από τότε δεν τα ξανάδα.
Δουλεύω σαν μανιακός. Όλες τις ώρες, όλες τις μέρες, όλο το χρόνο. Μέχρι να γονατίσω από την εξάντληση και αποκοιμηθώ και τότε τρυπώνεις ύπουλα στα όνειρα και πετάγομαι να σ’ αρπάξω, να μείνεις εδώ. Μα προλαβαίνεις πάντα να φύγεις.
Σπίτια, αυτοκίνητα, μηχανές, γυναίκες τα στοιβάζω και τα καταθέτω να ξοφλήσω το δάνειο σου, καταραμένε τοκογλύφε. Γνωστοί, πάρτι, φωτογραφίες γεμάτες ανόητα χαμόγελα, μια ζωή λαμπερή, φωτεινή, γραββατομένη. Ξύπνησα ένα πρωί και είχα γκριζάρει. Δεν με γνωρίζω πια στον καθρέφτη και έτσι συνεχίζω να με προσπερνώ.
Βγάζω και το άλλο μπουκάλι ουίσκι και γεμίζω το ποτήρι. Πίνω και αρχίζω να βγάζω τα γυαλιά από τα χέρια μου. Παιδιαρίσματα. Δεν μπορείς να κάνεις καλή δουλειά στις παλάμες. Ξεκλειδώνω την πόρτα, ανοίγω το τηλέφωνο, καλώ ταξί.
Ήρθα απλά να σου πω ότι γνώρισα μια πιτσιρίκα. Με πλησίασε στο bar, με κέρασε ποτό και ξέρεις πώς με αποκάλεσε; «Πανθηράκι» Όπως με φώναζες μόνο εσύ. Ήπια το ποτό, τη βούτηξα και πήγαμε βόλτα με τη μηχανή. Δεν την ρώτησα το όνομα της. Δεν με νοιάζει. Μα με περιμένει. Ήρθε το ταξί. Βάζω τα γάντια, κλείνω τη μουσική, κλειδώνω και φεύγω. Πρώτα στον Νίκο να μου βάλει κανέναν επίδεσμο χωρίς πολλές ερωτήσεις και μετά πίσω να πάρω τη μηχανή. Η μικρή περιμένει και δεν πρέπει να την αφήσω να μεγαλώσει.

1 σχόλιο:

Spark D' Ark είπε...

http://www.youtube.com/watch?v=cP9skapZ0v8