Ευτυχώς η γειτόνισσα λείπει. Κάθομαι στην πολυθρόνα και βλέπω τους απέναντι. Πάλι βγάζουν τα μάτια τους στο μπαλκόνι. Εκτιμώ βαθύτατα τους ανθρώπους με συνεχή προσφορά στο κοινωνικό σύνολο αλλά απόψε δεν νοιώθω ιδιαίτερα φιλότεχνός. Ξαπλώνω στον καναπέ του σαλονιού με τα πόδια στο τραπέζι. Κοιτάζω τις κορνίζες με τις φωτογραφίες απέναντι. Λείπει μία. Λείπουν περισσότερα από όσα αντέχω. Απλώνω το χέρι και μηχανικά ξεκινώ να παίζω με τον διακόπτη για το φως. Lights on… Lights off… Wax on… Wax off…
Νοιώθω κάτι ζεστό στα χέρια μου. Κάποια ράμματα έσπασαν και ματώνουν ξανά. Πετάω τα ρούχα και πηγαίνω στο ντους. Ανοίγω το νερό και μένω από κάτω. Κλείνω τα μάτια και θυμάμαι που χορεύαμε στην παραλία. Κάθε βράδυ πηγαίναμε εκεί για να χορέψουμε με τη μουσική που ερχόταν από τη διπλανή βίλα. Λέγαμε «σ’ αγαπώ» και άλλα ψέματα και ξεχυνόμασταν στους δρόμους. Η βροχή, το σπιτάκι στο δάσος λίγο πριν χαθείς. Τα ταξίδια. Τα μαύρα μου ρούχα που έβγαζες και πέταγες στην εθνική ένα – ένα καθώς τρέχαμε με την μηχανή. Τα πονηρά τηλέφωνα όταν ήμουν σε meeting για να με πειράξεις που δεν μπορούσα να σου απαντήσω.
Μια μέρα ξύπνησα και δεν ήθελα να σηκωθώ να πάω στη δουλειά. Τηλεφώνησα και τους είπα ότι δεν θα πάω. Τους το ‘κλεισα τη στιγμή που άρχισαν να ωρύονται. Έκανα καφέ. Σκέτο. Σαν τη ζωή μου. Αυτό είναι. Πνιγόμουν. Εξαρτιόμουν πια από σένα. Τρελάθηκα. Εκείνη τη στιγμή μπήκες στο σπίτι. Με το κλειδί σου. Σαν να έμπαινες στο σπίτι σου. Τρομοκρατήθηκα. Είχες λουλούδια, κεριά, και ένα δώρο. Ξαφνιάστηκες που με είδες αλλά έπεσες αμέσως στα πόδια μου… και με ζήτησες σε γάμο. Το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει. Φώναξα όχι και σηκώθηκα και έφυγα. Όταν γύρισα είχες πάρει τα πράγματα και είχες φύγει. Το ίδιο βράδυ κοιμήθηκα με την κολλητή μου. Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται. Η καλή η φίλη όμως σε πολύ περισσότερα.
Βγαίνω από το μπάνιο, βάζω από μια βρεγμένη πετσέτα στο κάθε χέρι και επιστρέφω στη βεράντα. Το κινητό χτυπά, εναλλάξ με το σταθερό. Δεν το σηκώνω. Σηκώθηκε αέρας. Οι ανάσες σου ξεχυθήκανε στους δρόμους και ψαχουλεύουν την ψυχή μου. 11 σήμερα. 1 + 1 δεν κάνουν δύο. Ποτέ δεν έκαναν σε τούτα τα σκοτάδια. Πάντα 11 ήταν. Το 1 απλώνει χέρι στο άλλο και προχωρούν, μέχρι που το 11 σπάει και γίνεται ξανά 1. Έφυγες και εμφανίστηκες ξαφνικά αργότερα για να γίνεις και εσύ μία κολλητή. Να γυρίζεις το μαχαίρι, κάθε φορά που βαριέσαι και θες παιχνιδάκια. Οι ημερομηνίες γίνονται μια ρουλέτα στο μυαλό μου που γυρίζει, γυρίζει και εγώ σαν μπάλα τρέχω ασταμάτητα πάνω τους.
Χτυπάει το κουδούνι. Δεν σηκώνομαι να ανοίξω. Σε λίγο χτυπά η πόρτα. Μόνο μία το κάνει αυτό συστηματικά και είναι αποφασισμένη να κακοποιεί την πόρτα.
- Μωρό, άνοιξέ μου. Το ξέρω ότι είσαι μέσα!
Είμαι καταδικασμένος. Σηκώνομαι να της ανοίξω.
- Δεν ήξερα ότι πέφτεις για ύπνο από τόσο νωρίς, μου είπε χαμογελώντας και εισβάλοντας στο σπίτι. Έκλεισα την πόρτα πίσω της και συνειδητοποίησα ότι ήμουν ακόμα γυμνός με τις πετσέτες στα χέρια.
Κυριακή, Αυγούστου 24, 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου