Κυριακή, Αυγούστου 17, 2008

Επαναλήψεις IV

Μαρία

Κρατάω στην αγκαλιά μου το ματωμένο πουκάμισο του Αιμίλιου και περιμένω. Όπως πάντα. Η δική μου λεηλατημένη Τροία για τούτο το άδειο πουκάμισο. Πέρασαν χρόνια από την πρώτη στιγμή που τον είδα. Άβγαλτη ακόμα, μπήκα στο θέατρο για να συμμετάσχω σε μία οντισιόν. Ήταν ήδη πρωταγωνιστής και στεκόταν στις θέσεις των θεατών και παρακολουθούσε τις οδηγίες του σκηνοθέτη στους υποψηφίους. Το βλέμμα μου κόλλησε πάνω του. Τον έβλεπα στην τηλεόραση, στα περιοδικά αλλά από κοντά ήταν ακόμα πιο γοητευτικός. Με ένα τζιν, ένα άσπρο μπλουζάκι, αξύριστος και την καλή του κρεμασμένη πάνω του. Την κοίταξα εξονυχιστικά. Πιο όμορφη από μένα σίγουρα, αλλά τόσο αθώα, που δεν είχε καμία ελπίδα.
Τελικά πήρα τον μικρότερο ρόλο και αυτόν αφού τον απέρριψε η πρώτη τους επιλογή. Αλλά δεν με ένοιαζε. Ήθελα μόνο να είμαι κοντά του. Μπήκα στη ζωή του άνευ όρων και βρήκα τον τρόπο να του γίνω απαραίτητη. Οι μήνες περνούσαν και δάγκωνα τα ξεροκόμματα, που μου πετούσε όταν είχε κέφι. Ύφαινα τον ιστό μου και την κατάλληλη στιγμή τον έβαλα να διαλέξει. Ξαφνιάστηκε. Δεν το περίμενε από μένα. Η Βαλιάνα προχωρούσε στην καριέρα της και φαινόταν ότι ήθελε να προχωρήσει και στη ζωή της. Αλλά ο Αιμίλιος δεν ήταν πρόθυμος να την ακολουθήσει και έτσι διάλεξε εμένα.
Με τον τρόπο αυτό ξεκίνησε και επίσημα αυτή η σχέση. Πάντα πίστευα πως αφού κατάφερα να τον χωρίσω εκείνη την φορά, θα το κατάφερνα πάντα. Φυσικά και δεν πίστευα πως ο Αιμίλιος θα μου ήταν πιστός και χαμογελούσα συγκαταβατικά όταν έλεγε στους φίλους του: «υπάρχουν δύο ειδών γυναίκες, οι όμορφες και οι πιστές. Η Μαρία ανήκει στις πιστές» Ναι, πιστή σαν σκυλί, σκύλα, δεν ξέρω, δεν έχει σημασία πια.
Ο Αιμίλιος δεν είχε φίλους, από επιλογή. Διασκέδαζε, είχε πολλούς γνωστούς αλλά ήταν πολύ κλειστός για να αποκτήσει φιλίες και όσο τα χρόνια περνούσαν γινόταν ολοένα και πιο λιγομίλητος. Χρησιμοποιούσε τους ανθρώπους. Εκπληκτικός δημαγωγός, μάγευε τους συνομιλητές του και τους υπέβαλε τις απόψεις του σαν δικές τους. Ο Γιώργος ήταν ο τελευταίος του φίλος. Έφυγε για το στρατό και του ανέθεσε να προσέχει την φίλη του. Την πήρε στην παράσταση. «Το θρίλερ του Έρωτα» του Σκούρτη πρέπει να ήταν το έργο. Δεν με πείραξε, που δεν διάλεξε εμένα. Είχα μάθει να ζω ένα βήμα πίσω του, όπως ήθελε. Το έπαιζα απελευθερωμένη μέχρι εκείνο το βράδυ, που τους πέτυχα στο θέατρο να κάνουν πρόβα με τα σώβρακα. Το κατάπια και αυτό, μέχρι που εκείνη δεν άντεξε την επιτηδευμένη ηλιθιότητα και ήρθε και μου έκανε σκηνή να τον αφήσω.
Ούτε και τότε τον άφησα. Για την ακρίβεια με έδιωξε εκείνος για να χαρεί ελεύθερος όπως πίστευε το πάθος του μαζί της. Μέχρι που το έμαθε ο Γιώργος. Δεν έκανε καμιά φασαρία. Μόνο έφυγε από τη ζωή μας και ο Αιμίλιος έγινε ακόμα πιο σιωπηλός. Και εγώ περίμενα κάνοντας δίαιτες, ανταύγειες και άλλες τέτοιες χαζομάρες για να δείξω στον κόσμο ότι είμαι καλά. Πήγαινα τις νύχτες σπίτι του και χτυπούσα τα κουδούνια. Δεν υπάρχει εξευτελισμός που να σκέφτηκε το μυαλό του ή το δικό μου και να μην τον λούστηκα για να του δείξω πόσο τον αγαπώ.
Η Βαλιάνα έφυγε. Σας το είχα πει πως καμία δεν μπορεί να τα βάλει μαζί μου, έτσι δεν είναι; Μόνο που κάποια στιγμή ξέχασα ποια είμαι στα αλήθεια. Έμαθα να τρώω ό,τι έπεφτε από το τραπέζι και μαζί με τα ρούχα μου, μίκραιναν και τα όνειρά μου για να χωράνε στην σκιά του Αιμίλιου. Κάποτε τον αγαπούσα, πιο πολύ από οτιδήποτε στον κόσμο. Ξυπνούσα στην αγκαλιά του και έλεγα «Θεέ μου είμαι τόσο ευτυχισμένη, που δεν γίνεται θα με τιμωρήσεις». Ένας Θεός τιμωρός παίζει μουσική κάπου ψηλά και εμείς χορεύουμε ανήμποροι.
Δεν με νοιάζει τι θα απογίνει η Άννα. Ο Αιμίλιος θα μείνει εδώ. Το ξέρω. Το αίμα αυτό δεν είναι δικό του. Έχουμε μια ζωή που μας περιμένει στο σπίτι. Θυμάσαι Αιμίλιε στην αρχή; «Είχα ένα ποσό και έλεγα να ανακαινίσω την κουζίνα και το μπάνιο ή να πάρω home cinema και όλα τα συστήματα τελευταίας τεχνολογίας. Τελικά ήρθε η Μαρία να μείνει μαζί μου και έγινε κουζίνα και πλυντήριο και πήρα τα παιχνίδια μου». Γύρνα πίσω και εγώ θα γίνω όλα αυτά που θες.
Γύρνα να πάμε βόλτα με την μηχανή, να την κάνουμε κοπάνα από τις πρόβες και να μας μαλώσουν σαν μικρά παιδιά. Έπρεπε να την διώξω το καταλαβαίνεις; Εγώ έβαλα τον Στέφανο να της επιτεθεί. Να την τρομάξει του είπα μόνο. Αλλά τα πράγματα ξέφυγαν από τον έλεγχο. Νόμιζα ότι θα το έβαζε στα πόδια. Αλλά δεν έφυγε. Και τότε φοβήθηκα. Μήπως ήταν αυτή που θα σε έπαιρνε τελικά από μένα. Δεν είναι όμορφη Αιμίλιε και σίγουρα δεν είναι πιστή. Και όμως σε τράβαγε κοντά της. Δεν σε είχα δει έτσι με άλλη. Για όλες ξέρω Αιμίλιε. Τις άγγιζα στο κορμί σου, τις μύριζα στην ανάσα σου αλλά καμία δεν συνάντησα πιο πριν στα όνειρά σου. Έπρεπε να φύγει, με καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;
Το ήξερα πως είναι έγκυος. Του ξέφυγε του Χρήστου όταν φύγατε από το θέατρο και πάσχιζε να βρει δικαιολογία να ακολουθήσει την Άννα. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Θα σκότωνα όλα σου τα παιδιά αν σε χώριζαν από μένα. Πεταμένα σε κουβάδες όπως το δικό μας.
Δεν το συζητήσαμε ποτέ. Δεν ήσουν έτοιμος. Δεν είχες μάθει να αγαπάς. Ή να το παραδέχεσαι. Πάω στοίχημα, πως ούτε καν αυτή τη στιγμή κατάλαβες πως την αγαπάς, ή πόσο σε αγαπώ εγώ. Μην τρομάζεις αγάπη μου. Έμαθα να κρύβομαι στη σιωπή. Σβήστε τα φώτα, κλείσε τα μάτια. Είμαι εδώ και σε περιμένω. Όπως πάντα.

Αιμίλιος

Ένα σταυροδρόμι. Και στη μέση ο Κώστας να με καρφώνει. Είχα χρόνια να τον δω. Από τότε που τον βρήκαμε νεκρό από υπερβολική δόση. Μια άλλη εποχή, που μετρούσα τις νύχτες με τα μπουκάλια του Jacko και κοιμόμουν τις μέρες. Είχαμε αναποδογυρίσει ένα περιπολικό και το ΄χαμε κάψει. Δεν μας πιάσανε ποτέ. Τρέχαμε στη λεωφόρο τις νύχτες με τις πειραγμένες μας μηχανές. Γκαζώναμε στο τέρμα και δεν κοιτάζαμε ποτέ δεξιά και αριστερά στις διασταυρώσεις. Μουρμουρίζαμε τον κουρσάρο και μετρούσαμε απουσίες. Όταν βαριόμασταν δέρναμε καρεκλάδες και τρέχαμε να ξεφύγουμε από το πεπρωμένο μας.
Ήμουν δεκαπέντε χρονών όταν ο πατέρας μου μπήκε στην αίρεση και κλέφτηκε με την φίλη της μάνας μου. Η μάνα μου το γύρισε στην εκκλησία, τα έφτιαξε με τον ιερέα και όταν δεν τα παράτησε για αυτήν, μπήκε και αυτήν στην αίρεση. Εγώ είχα φύγει αλλά οι αδερφές μου έμειναν πίσω. Όσο εγώ έκανα κόντρες η μικρή κλειδώνονταν στο μπάνιο ουρλιάζοντας κάθε που ερχόταν να την βαφτίσουν. Σηκωτό και μισομεθυσμένο με πήραν από το δώμα που νοίκιαζα τότε για την πάρω από εκεί.
Και την πήρα. Και κάπου εκεί με πήρε και μένα ο διάολος. Τότε ήταν που γνώρισα την πρώτη μου Μαρία, τη γυναίκα του θείου, που με είχε πάρει παραπαίδι στο μαγαζί του. Μεγαλύτερή μου, ο έρωτάς, το πάθος και ίσως η μόνη που αγάπησα πραγματικά. Τα μεσημέρια που κλειδώναμε το μαγαζί, στις διαδρομές που πηγαίναμε για παραλαβές και παραδόσεις, στις διακοπές, έκλεβα στιγμές, έριχνα άγκυρες στο ψέμα και έλεγα πως είμαι ο άρχοντας του κόσμου. Έτρωγα τις καρπαζιές από τον θείο, δεν με πλήρωνε ποτέ σωστά, γελούσε μαζί μου αλλά δεν ένοιαζε. Εγώ είχα την Μαρία. Μέχρι που μας ανακάλυψε ο θείος και παραλίγο να με σκοτώσει. Τότε κλεφτήκαμε και μείναμε στο δώμα. Νόμιζα ότι μας έφτανε η αγάπη. Λίγο καιρό αργότερα η Μαρία μου ανακοίνωσε όταν ήταν έγκυος. Το παιδί ήταν άλλου. Μεγαλύτερου αλλά πλούσιου. Έτσι χαθήκαμε. Χρόνια αργότερα έμαθα ότι είχε γεννήσει ένα κοριτσάκι.
Άφησα τον Πειραιά, τους γνωστούς που λιγοστεύανε, τα μαύρα μου ρούχα και έδωσα εξετάσεις για το θέατρο. Πέρασα με υποτροφία. Άρχισα προσεκτικά να σβήνω το παρελθόν. Η μηχανή είναι το μόνο που με συνδέει με αυτό αλλά και αυτήν την αλλάζω συχνά. Διάλεξα μια ζωή μέσα σε μια διάφανη, εκκωφαντική σιωπή και αφέθηκα στο φως. Στέλνω τις επιταγές μου τακτικά, η μικρή αδερφή παντρεύτηκε, έκανε ένα παιδί και χώρισε ενώ η μεγάλη ακολούθησε τα χνάρια της μάνας μας και τα έφτιαξε με έναν μοναχό. Κανένας δεν γύρισε στην Ιταλία όπως λέγαμε μικροί, κανένας δεν συζητά ότι είμαστε καθολικοί. Ξένοι αν και γεννηθήκαμε εδώ. Κάθε 5 χρόνια στην ουρά να ανανεώσω την άδεια παραμονής. Στο συρτάρι κρύβεται ένα διαβατήριο μιας χώρας που δεν έχω δει ποτέ.
Τόσες ξένες ζωές, στοιβαγμένες σε προγράμματα για να ξεφύγω από τη δική μου.
Τι με κοιτάς έτσι; Δεν έχω τίποτε να σου δώσω…
Θα σταθώ μπροστά της γυμνός και αφού δεν θα ΄χει τίποτε άλλο να πάρει, θα πάρει εμένα. Έτσι έλεγα. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Και πάει καιρός που δεν νομίζω πια…
Απλώνω το χέρι και πέφτω. Όπως εκείνο το πουλί. Στο κενό.

Άννα

Διάφανο. Πλησιάζω και εκπνέω. Θολώνει. Έχεις γράψει κάτι για μένα. Με τις γροθιές σπάω το τζάμι και σε αρπάζω. Πονάει κάνεις όταν ονειρεύεται; Σφίγγω τα χέρια μου, γύρω από τα δικά σου. Τα χέρια μου έχουν καρφωθεί στο τζάμι αλλά δεν σε αφήνω να πέσεις. Όχι σ’ αυτό το όνειρο.
Φωνές. Βαραίνω. Νομίζω ότι γλιστράς. Νοιώθω το αίμα ζεστό να τρέχει στα χέρια μου. Οι φωνές ξεμακραίνουν. Σε σφίγγω γερά και κλείνω τα μάτια. Μια ζωή για τη ζωή που έδωσες. Ανταλλαγή. Κρυώνω. Σφίγγω τα δόντια και σε τραβάω πίσω. Είσαι παγωμένος. Πρέπει να σε ζεστάνω. Σε τυλίγω σε μια αγκαλιά και νοιώθω την καρδιά σου που χτυπά. Πρέπει να ζεσταθεί. Παραμιλάς. Ανοίγεις τα μάτια σου έντρομος και προσπαθείς να φωνάξεις και τότε εξαφανίζεσαι.
Τώρα είσαι ασφαλής.

Αιμίλιος

Πονάω. Κάποιος στέκεται από πάνω μου απειλητικός με δυο καλωδιωμένα σίδερα και ετοιμάζεται να με σιδερώσει. Προσπαθώ να σηκώσω τα χέρια μου. Γυρνάω το κεφάλι και βλέπω νοσοκόμες. Ένας θόρυβος τρυπάει το κεφάλι μου. Προσπαθώ να σηκωθώ μα με ξαπλώνουν πάλι. Τι δουλειά έχω εγώ εδώ; Γιατί χαμογελούν; Ο Κώστας με μια άσπρη ποδιά ανοίγει την πόρτα και φεύγει.

Μαρία

Ανακοπή. Αυτό είπαν. Ήταν τυχερός που το έπαθε μέσα στο νοσοκομείο. Λένε ότι είναι καλά και κάτι άλλα ακαταλαβίστικα. Γνέφω συγκαταβατικά χωρίς να τους καταλαβαίνω. Θα μείνει μέσα αλλά τη γλύτωσε. Πετάω το ματωμένο πουκάμισο στα σκουπίδια. Τελείωσε.
Με αφήνουν να τον δω, για λίγο. Όλα θα γίνουν πάλι όπως πριν. Θα το δεις.

Άννα

Ακούω ένα βουητό. Ένας αέρας που δυναμώνει συνεχώς. Ανοίγω τα μάτια. Με πληγώνει. Μου πετάει πράγματα. Με παρασέρνει. Κλείνω τα μάτια ξανά. Αρχίζω να ξεχνώ. Ο αέρας παρασέρνει τις μνήμες μου. Με διαλύει. Προσπαθώ να φωνάξω. Δεν ακούω τη φωνή μου. Σκιές με προσπερνούν και χάνονται ενώ τα σπασμένα γυαλιά καρφώνονται στο κορμί μου. Προσπαθώ να αρπάξω κάποιον από αυτούς, που με προσπερνούν αλλά δεν μπορώ. Αέρα πιάνω μονάχα και όταν τα ανοίγω και άλλα γυαλιά είναι στα χέρια μου, που αλλάζουν μορφή διαρκώς.
Ποια είναι τα χέρια μου; Δεν θυμάμαι! Τρομάζω.
Ψάχνω το κορμί μου. Τεντώνει, μαζεύει, ψηλώνει, κονταίνει. Πού βρέθηκε τόσος αέρας; Τα ρούχα μου αλλάζουν συνέχεια. Δεν γνωρίζω το κορμί μου. Κοιτάζω τις μορφές, που περνούν μέσα μου τρέχοντας. Σκοτεινιάζει. Σε λίγο δεν θα βλέπω τίποτα. Σφίγγω τα γυαλιά στα χέρια μου. Ο πόνος αρχίζει να ξεθωριάζει και αυτός. Ψάχνω τα μαλλιά, το πρόσωπό μου. Δεν είναι δικά μου. Ή τουλάχιστον δεν μπορώ να πω ποιο από όλα αυτά, που αλλάζουν ταχύτατα είναι τα δικά μου. Νοιώθω να μεταμορφώνομαι.
Ολοένα και πιο γρήγορα σκορπίζει αυτό, που με όριζε. Ένα εκτυφλωτικό φως αρχίζει να αναβοσβήνει. Κομματιάζομαι και αρχίζω να σκορπίζω. Θυμάμαι μια φράση. «Θα σε περιμένω». Τη σχηματίζω στο μυαλό μου. Τα γράμματα ένα-ένα σε ένα τζάμι θολό. Τα γράμματα μπερδεύονται μα εγώ επιμένω. Ξανά και ξανά «Θα σε περιμένω». Θυμάμαι. Σε κάθε γράμμα, που σχηματίζω ένα κομμάτι μου επιστρέφει πίσω. Με κάθε λέξη τα σπασμένα γυαλιά πάνε κόντρα στον άνεμο και ξαναφτιάχνουν το τζάμι. Οι σκιές περνούν μέσα από αυτό αλλά δεν καταφέρνουν να το σπάσουν. Με χτυπούν. Πρέπει να θυμάμαι. Κλέβουν τα κομμάτια μου. Δεν με νοιάζει. Εγώ κοιτώ τη φράση. Ο πόνος έρχεται ξανά και δυναμώνει. Παραμορφώνει την εικόνα. Πλησιάζω στο τζάμι και εκπνέω πάνω του αργά. Βλέπω το πρόσωπό μου στο τζάμι και τότε ανοίγει το έδαφος κάτω από τα πόδια μου.


Αιμίλιος

Το κεφάλι μου είναι βαρύ. Κλείνω τα μάτια καθώς ακούω το μηχάνημα να χτυπά ρυθμικά. Ανεβαίνω στη μηχανή και παίρνω τους δρόμους. Στρίβοντας σφίγγω τόσο δυνατά τη μηχανή που πονάω. Είναι όλα σκοτεινά. Μια φωτεινή γαλάζια σκόνη στροβιλίζεται προσπερνώντας με. Ανασηκώνομαι και αφήνω τα χέρια μου από τη μηχανή. Τα ανοίγω και σηκώνω το κεφάλι ψηλά. Ένας διαπεραστικός θόρυβος τρυπά τα αυτιά μου.
Νοιώθω χιλιάδες μικρά χέρια να με αγκαλιάζουν, στα χείλη μου το φιλί σου. Γέρνω αποφασισμένος να ρίξω τη μηχανή κάτω. Η μηχανή γλιστρά στο δρόμο ενώ εγώ την ακολουθώ περιστρεφόμενος ανάμεσα σε σπασμένα γυαλιά μέχρι τη στιγμή που πέφτω με δύναμη σε έναν γυάλινο τοίχο. Ανακάθομαι και προσπαθώ να βρω με τα χέρια μου μια άκρη.
Μια ανάσα καυτή διαπερνά τον τοίχο, ακουμπά τα χείλη μου και βουτά στα σωθικά μου. Κάνω ένα βήμα πίσω. Πνίγομαι. Ένα φίδι φουσκώνει στο στήθος μου. Κανονίζει τις ανάσες μου. Γιατί δεν κλείνει κανείς αυτόν τον αναθεματισμένο ήχο; Κάτι με καίει στο χέρι. Βλέπω τη γαλάζια σκόνη να με πλησιάζει σαν ανεμοστρόβιλος. Με αγκαλιάζει και με αφήνει να πέσω.
Ένα χέρι αγκαλιάζει το δικό μου. Δεν το βλέπω. Ακούω τη φωνή της Μαρίας. Κάτι ναρκώνει την ψυχή μου. Σαν βεντούζα κολλά επάνω μου και με βγάζει στο δρόμο.


Άννα

Ένας παγωμένος αέρας με αγκαλιάζει. Πέφτω και αφήνομαι στο χάδι του. Μουδιάζω και νοιώθω τις γραμμές του κορμιού μου να σβήνουνε σιγά-σιγά. Σκορπίζουν και γίνονται μικρές τελείες, που στροβιλίζονται γύρω μου. Ένα καυτό ρεύμα αέρα με διαπερνά για μια στιγμή και χάνεται. Πρέπει να κρατηθώ.
Μια ανάμνηση. Πρέπει να θυμηθώ κάτι. Ας είναι και τόσο μικρό όσο οι τελίτσες μου που σκορπίζουν. Πρέπει. Αλλά είναι τόσο εύκολο, σχεδόν γλυκό στο στόμα μου το να αφεθώ. Κουράστηκα. Νοιώθω τη ζέστη και αποφασίζω να την ακολουθήσω. Τρέχω ξοπίσω της με ένα κομμάτι γυαλί μέσα μου. Η μόνη ανάμνηση που έχω και πρέπει να φυλάξω. Την προσπερνώ και τότε καταλαβαίνω πως ό,τι και να ‘ναι δεν ανήκει εδώ. Πρέπει να φύγει. Πρέπει να το διώξω. Το αγκαλιάζω και το πετάω μακριά. Συγκεντρώνομαι στο φυλαχτό μου και ορθώνομαι σαν γυάλινος τοίχος. Πέφτει πάνω μου με μανία. Και μετά αρχίζω να νοιώθω το χάδι του. Θυμάμαι! Ο Αιμίλιος. Τι θέλει εδώ; Κοιτάζω γύρω μου έντρομη. Πώς βρέθηκε σε τούτο το σκοτάδι;
Οι τελίτσες γίνονται εικόνες, που εναλλάσσονται ταχύτατα. Δεν έχω χρόνο. Τον νοιώθω πάνω μου, μέσα μου ξανά. Η ανάσα του, το άγγιγμά του είναι εδώ και θα σκορπίσει σε χιλιάδες τελίτσες και μετά θα παγώσει. Μαζεύω τον χρόνο μας και τον ακουμπάω στα χείλη του. Πάρε τη μνήμη μου και φύγε. Δεν περισσεύει τώρα άλλος θάνατος για σένα.
Τον νοιώθω να φεύγει. «Θα σε περιμένω». Όχι κανείς δεν σε περιμένει Αιμίλιε. Όχι εδώ. Εκεί είναι η θέση σου. Τεντώνω τις τελείες και τις κάνω μαχαίρια να σκίσουν τον αέρα να πέσει. Φεύγει και τώρα πρέπει να σκορπίσω εμένα για να κλείσει ο δρόμος του.
Τον βλέπω. Η Μαρία του κρατάει το χέρι. Όλοι θέλουν να τον βοηθήσουν. Όλοι. Εκτός από μένα. Και αυτό πρέπει να σταματήσει. Εδώ. Τώρα. Μαρία

Σου σφίγγω το χέρι και περιμένω. Προσπαθούν να σε σώσουν αλλά δεν σε φροντίζουν. Πονάς; Σε παρακολουθώ και προσπαθώ να μαντέψω. Τι να ήθελες τώρα; Είσαι σαν έναν κρυστάλλινο λουλούδι και φοβάμαι τα ραγίσματά σου. Ακούω τα μηχανήματα. Ρυθμίζουν τις αναπνοές μας.
Για μια στιγμή ξεχνιέμαι και τη βλέπω. Δίπλα σου. Στο δικό της μηχάνημα. Οι γιατροί είναι πάνω της. Είχες άδικο μικρέ μου. Δεν ήταν μόνο αποβολή. Ήταν ταυτόχρονα και εξωμήτριο. Όπως και να γινόταν, ούτε αυτή τη φορά θα γινόσουν πατέρας.
Το μηχάνημά σου τρελαίνεται όπως το δικό της. Ανήσυχοι έρχονται και με πετάνε έξω. Έγινε αυτό που φοβόμουν. Είστε οι δυο σας, μόνοι και πρέπει να λογαριαστείτε.
Βγαίνω από την εντατική και τότε τους βλέπω. Είναι όλοι εδώ. Έχουμε πρεμιέρα. Πρέπει να βγεις. Τουλάχιστον στο τελευταίο χειροκρότημα. Ποτέ δεν υπήρξες αγενής ή ασυνεπής. Ξεκίνησε. Ο Χρήστος, η Σπυριδούλα, ο Στέφανος και οι υπόλοιποι στέκονται έξω από την εντατική. Ο Στέφανος με πλησιάζει. Έχει ένα μαυρισμένο μάτι. Ο Χρήστος με αγριοκοιτάζει. Η Σπυριδούλα προσπαθεί να ρωτήσει τον κόσμο, που βγαίνει από την εντατική. Ο Στέφανος με αγκαλιάζει σιωπηλός και πάμε προς τα καθίσματα, που βρίσκονται στο διάδρομο. Τα πάντα σκοτεινιάζουν
Λιποθύμησα. Ξύπνησα σε κάποιο ιατρείο. Μου κάνουν ερωτήσεις που δεν έχω διάθεση να απαντήσω. Με αφήνουν μόνη μου. Επιστρέφουν αργότερα και με πάνε για υπέρηχο. Μου ανακοινώνουν ότι είμαι έγκυος. Λέτε να μην το ήξερα; Ακούω μια καρδιά. Εσύ την ακούς άραγε εκεί που βρίσκεσαι τώρα;
Άκου…

Αιμίλιος

Άννα. Είσαι εδώ. Σε νοιώθω στο κορμί μου. Δε φεύγω. Ή και οι δυο μας ή κανείς. Ακούς; Σ’ άφησα να φύγεις τόσες φορές, δεν σ’ αφήνω ξανά.
Γιατί σωπαίνεις; Δεν με συχώρεσες;
Κρυώνω. Νοιώθω τόσο μόνος. Στολίστηκα για σένα. Φόρεσα τις πιο καλές μου λέξεις και σε περιμένω. Δεν φάνηκες. Με άφησες πίσω. Το άξιζα. Έτσι δεν είναι;
Πονάω. Αλλά δεν έχει σημασία. Έτσι δεν είναι; Όλα είναι στο μυαλό μας. Όπως η αγάπη. Πού τρέχεις τώρα; Πού σκορπίζεσαι; Αρχίζω και σκορπίζομαι. Όχι, θέλω να θυμάμαι! Εσένα, εμένα, μαζί. Τα γυαλάκια σου στροβιλίζονται γύρω μου. Πόσες φορές κλείσαμε τα φώτα και έγινες δικιά μου; Λες να φοβάμαι το σκοτάδι; Έχω οδηγό μου την αφή, την ανάσα μου στο σώμα σου. Θέλεις να παίξουμε; Να σχεδιάσω ένα φεγγάρι για σένα;
Μπήγω τα νύχια μου στο στήθος μου και αρπάζω την καρδιά μου που ‘χει σταματήσει να χτυπά και την τραβάω με δύναμη και την πετάω ψηλά. Σ’ αγαπώ Άννα. Ένα ολόγιομο φεγγάρι όλο δικό σου, να σ’ ακολουθεί σα σκυλί σε τούτη τη νύχτα.
Ζαλίζομαι. Βάζω το χέρι μου να γεμίσω την τρύπα ενώ τα πάντα θολώνουν. Κοιτάζω το φεγγάρι μας. Σε λίγο ούτε αυτό θα έχει σημασία. Σκορπίζομαι. Θυμάμαι το αίμα σου. Τόσο αίμα. Άργησα και εδώ; Αυτό ήταν λοιπόν; Με ξέχασες; Αυτό είναι συγχώρεση για σένα;
Απόψε θα ανάψουμε φωτιές. Το τελευταίο μου δώρο. Είσαι έτοιμη μικρή μου; Θυμάσαι που έπαιζες με τα μαλλιά μου, που έσκυβες και ακουμπούσες το κεφάλι σου πάνω στο δικό μου και μετρούσες τον χρόνο; Απόψε δεν υπάρχει χρόνος αλλά εμείς υπάρχουμε ακόμη. Τα πετάω ψηλά, το δικό σου μικρό πυροτέχνημα. Σου χρωστάω ένα ραντεβού αγάπη μου. Δεν σε έβγαλα ποτέ έξω. Θα τα διορθώσω όμως απόψε αυτά. Όχι όλα. Ποτέ δεν διορθώνονται όλα. Μόνο εκείνα τα μικρά…
Δύο αυτιά. Που δεν άκουσαν ποτέ μα έχουν φυλαγμένες τις μουσικές σου, τις λέξεις σου, τα βογγητά σου. Τα θέλεις; Παρ’ τα! Τα πετάω και αυτά. Δεν έχω χαντρούλες και καθρεφτάκια να σου φέρω να παίξουμε. Εμένα είχα και έδινα πάντα. Πάρε με!
Δυο πόδια που τώρα πια μόνο μακριά σου μπορούν να με πάνε. Σ’ αυτά στηριζόμουν για να σε παίρνω αγκαλιά και να στροβιλιζόμαστε για να φοβάσαι πως δήθεν θα σ’ αφήσω να πέσεις. Δεν θα σε άφηνα, βρε κουτό, να πέσεις ποτέ. Και όμως έπεσες. Ξανά και ξανά. Σε βρήκα στο πάτωμα και τούτα τα πόδια δεν έτρεξαν όσο γρήγορα έπρεπε. Πάρ’ τα να τα τιμωρήσεις!
Φωτιά να φωτίσει για λίγο, να ζεστάνει τούτη την ερημιά. Δεν είδα το πρόσωπο σου Άννα και ήθελα να ΄χω κάτι να θυμάμαι από αυτή τη νύχτα. Δεν πειράζει, έχω αυτό που αισθάνομαι.
Αυτό το χέρι σε έμαθε πρώτο, σ’ αγάπησε, σε χτύπησε, παρέδωσε το σώμα σου στους ξένους. Πιάσε το. Δικό σου και αυτό. Μικρές εκρήξεις για σένα. Τις βλέπεις; Εγώ δεν το χρειάζομαι πια για να ξέρω πόσο μ’ αγαπάς. Πάρε τα μάτια μου. Δικά σου είναι. Πουλιά να γίνουν στο δρόμο σου και σε κάνουν να χαμογελάσεις πριν σκορπίσουν και αυτά.
Σ’ αγαπάω. Ακούς; Απ’ την πρώτη στιγμή που σε είδα στο θέατρο. Μια ζωή σε περίμενα. Μια ζωή να τη ζήσω μαζί σου, μα στην άρπαξα από τα χέρια. Για αυτό απόψε σου χαρίζω ακόμα έναν θάνατο. Εγώ φταίω που ήμουν τόσο μικρός, που προσπερνούσα τόσα πολλά, που βιάστηκα. Απόψε δεν θα πεθάνεις μόνη. Ακόμα και αν χωρίσουμε εδώ πέρα, θα φροντίσω εγώ για σένα. Αυτό δεν σου έλεγαν όλοι;
Πάρε τα σωθικά μου! Άχρηστα είναι. Λέω να μην φάω απόψε, ούτε τις νύχτες που θα έρθουν. Στέρφα είναι. Δεν μπορούν να φυλάξουν παιδί. Θα μου πεις πού είναι το παιδί μας Άννα; Να το δω μια τελευταία φορά πριν σε ξεχάσω για πάντα; Δεν το αξίζω αυτό έστω για λίγο να το νοιώσω; Δίκιο έχεις δεν το αξίζω. Πάρε και τούτο το χέρι.
Φωτιά να καεί και να σε ζεστάνει. Σ’ αγαπάω και κρυώνω. Πολύ. Ξεχνάω πώς είναι το πρόσωπό σου, το δικό μου. Γιατί με αφήνεις να ξεχάσω; Γιατί με αφήνεις να προχωρήσω μόνος; Κοίτα το φεγγάρι μας Άννα. Άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα ψηλά. Σε περιμένω να έρθεις να με βρεις. Μα βιάσου. Να σε νοιώσω όσο ακόμα έχει σημασία.
Συγχώρα με αν άργησα και τώρα τίποτα δεν έχει σημασία για σένα. Σου χαρίζω την μνήμη μου. Αν έχασες την Άννα, πάρε την δική μου και γύρνα πίσω όσο ακόμα μπορείς. Κοίτα, από όπου και αν είσαι, θα σκορπιστώ να ‘ρθω να σε βρω. Μικρά κομματάκια, να βρεις τα υπόλοιπα για να γυρίσεις πίσω. Καληνύχτα φεγγάρι.
Πάρε τη ζωή σου και τρέχα πριν σβήσουν τα φώτα μικρή μου. Πάρε κάτι και από μένα μικρή ακατάδεχτη. Το τελευταίο μου φως. Το πιο δυνατό σ’ αγαπώ.
Πριν σβήσει αυτό το φως μια τελευταία ευχή….

Άννα

Φοβάμαι. Άνθρωποι, λέξεις, εικόνες και εγώ μένω εδώ με ένα κόκκινο φουστάνι και περιμένω. Κοιτάζω πάλι ψηλά. Δεν φοράω πια εκείνο το φόρεμα. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ. Και εσύ πρέπει να φύγεις. Πάντα ήμουν καλή στο να σε βλέπω να φεύγεις. Έτσι δεν είναι; Σου χαμογελούσα και σε παρακολουθούσα καθώς προχωρούσες βιαστικός να χλευάζεις την ασχήμια. Δε σε ρώτησα ποτέ, πότε θα ξαναβρεθούμε. Σε άφηνα να διαλέγεις εσύ αν θες να ξαναβρεθούμε. Αν κάτι έχει σημασία για σένα. Ούτε λέξεις σου ζήτησα ποτέ. Ρακοσυλλέκτης ήμουν και μάζευα μόνο αυτά που πέταγες. Τον άδειο αναπτήρα, τον ξεχασμένο σου καπνό, την αγκαλιά σου.
Φτερούγιζε η καρδιά μου από την πρώτη στιγμή που σε είδα στο θέατρο. Σφιγγόταν το στομάχι μου και νευριασμένη ευχόμουν να μην κοκκινίσω και τα χαλάσω όλα. Να μην καταλάβεις. Να μην τρομάξεις και το βάλεις στα πόδια. Μέτραγα τις λέξεις μου να μην μου ξεφύγουν οι απαγορευμένες. Να κλέψω λίγο χρόνο ακόμα. Να κλέψω εσένα για λίγο ακόμα. Δεν ήσουν δικός μου ποτέ. Αλλά δεν με ένοιαζε. Αυτό με κάνει κακό άνθρωπο; Ίσως και να είμαι, για αυτό παγώνουν οι σκέψεις μου. Ούτε τώρα με νοιάζει. Αν γνωριζόμασταν πάλι, τα ίδια θα έκανα.
Η γαλάζια σκόνη περιστρέφεται γύρω μου. Πάνω της βλέπω τις στιγμές μας. Καθώς παγώνω ξανά αυτές σβήνουν, το γαλάζιο ξεθωριάζει και απομακρύνεται. Ένα φως. Το σκοτάδι με σβήνει. Πρέπει να πλησιάσω για μια τελευταία φορά. Λίγο φως. Νοιώθω αδύναμη όπως τότε στα πλακάκια της κουζίνας. Σκέφτομαι το φως και βρίσκομαι κοντά του.
Είναι ο Αιμίλιος. Πρέπει να φύγει. Φωτιά. Πού βρέθηκε η φωτιά εδώ πέρα; Ζεσταίνομαι και θέλω να φωνάξω να φύγει. Το γαλάζιο φτιάχνει το κορμί μου ξανά καθώς το σκοτάδι σκίζεται από το φως που εκρήγνυται και σκορπίζει παντού. Βλέπω τα χέρια μου. Βλέπω το πρόσωπό σου…
Τι κάνεις; Σταμάτα! Δεν με ακούς; Σταμάτα σου λέω! Ποτέ δεν σου ζήτησα τίποτα. Σου ζητάω όμως τώρα και οφείλεις να με ακούσεις. Δεν το αντέχω τόσο φως. Φύγε. Γιατί δεν σταματάς; Δεν ακούς; Δε με βλέπεις; Εδώ μπροστά σου είμαι και σε βλέπω να χάνεσαι.
Δεν σ’ αφήνω να χαθείς. Όχι όσο είμαι εδώ. Εγώ είμαι εσύ. Δεν υπάρχει εγώ. Δεν υπήρξε ποτέ. Μόνο εσύ. Και τώρα πρέπει να επιστρέψει. Τι σου έκανες τρελέ; Σταμάτα. Ό,τι και αν κάνεις, για μένα πάντα θα είσαι ο δικός μου Αιμίλιος. Περίμενε με μαθητευόμενε μάγε. Τα έκανες μαντάρα. Δεν στήνουν τέτοια φωτιά παρά μόνο αν είναι να καεί γυναίκα.
Με νοιώθεις καθώς δυναμώνεις τη φωτιά; Έχω προσάναμμα για σένα. Τι έμεινε; Ένα παραμορφωμένο κεφάλι και λίγο ξεσκισμένο κρέας που καίγονται και αυτά. Σ’ αγκαλιάζω και σε χαϊδεύω καθώς χάνεσαι. Όχι έτσι αγάπη μου. Δεν σου πρέπουν αποκαΐδια. Λίγο δυναμίτη θέλουμε να τα ανατινάξουμε όλα. Μια τελευταία λέξη, που σου χρωστάω πριν χαθούμε στο τίποτα.
Σ’ αγαπάω.


Ξαφνικά το σκοτάδι φωτίστηκε. Είδα το πρόσωπο σου όπως την πρώτη φορά που συστηθήκαμε. Σηκώθηκε αέρας. Μια εκκωφαντική βουή ερχόταν κατά πάνω μας. Σου χαμογέλασα, σε φίλησα και μπήκα μέσα σου. Αρχίσαμε να στροβιλιζόμαστε χαμένοι σ’ έναν οργασμό. Τα κομμάτια σου, η γαλάζια μου σκόνη γίνανε ένα. Εγώ και εσύ, ένας τυφώνας.
Πονάω. Προσπαθώ να κουνηθώ. Ανασηκώνομαι τραβώντας το σωλήνα από το στόμα μου. Σε βλέπω στο δίπλα κρεβάτι διασωληνωμένο. Το προσωπικό ορμάει πάνω μου και με ακινητοποιεί. Προσπαθώ να σε δω. Τα μάτια μου βαραίνουν. Ακούω τα μηχανήματα που χτυπούν. Είσαι ακόμα εδώ.
Ακούω φωνές. Ο σωλήνας δεν είναι πια μέσα μου. Μου λένε να ανοίξω τα μάτια μου. Γυρίζω σε σένα. Μια άσπρη ποδιά στέκεται μπροστά μου. Τη σπρώχνω να παραμερίσει. Είσαι ακόμα εδώ. Γιατί δεν ξυπνάς γαμώτο; Κοιτάω το ταβάνι. Πονάει η κοιλιά μου. Δεν μπορεί να με άφησες μόνη. Με εξετάζουν. Κάνουν ερωτήσεις. Σου απλώνω το χέρι. Αν δεν γυρίσεις τώρα θα πει πως ξέχασες. Πως σκόρπισες.
Δεν με αφήνουν να σε πλησιάσω. Κρυώνω. Τηλεφωνούν για να με βγάλουν από εδώ. Χρειάζονται το κρεβάτι. Θα πρέπει να σε αφήσω πάλι. Είσαι τόσο χλωμός. Βλέπω τους τραυματιοφορείς. Μου αλλάζουν κρεβάτι. Έρχομαι πιο κοντά σου και σε πιάνω από το χέρι. Πάρε ανάσα! Μπορείς. Δεν τα χρειάζεσαι αυτά! Μου πιάνουν το χέρι και με παίρνουν. Βλέπω τον Χρήστο. Τρύπωσε χωρίς να τον δουν. Τον πετάνε έξω. Όπως και μένα. Πάρε ανάσα σου λέω!
Βγαίνω από την εντατική και βλέπω την Μαρία, τον Στέφανο, την Σπυριδούλα. Ο Χρήστος μου σφίγγει το χέρι καθώς πάμε στο ασανσέρ. Νοιώθω την καρδιά μου και θυμάμαι την δική σου. Ακίνητη. Φλεγόμενη. Όχι. Δεν μπορεί να ξέχασες. Σφίγγω τα χέρια μου και κάτι με πονά. Τα φέρνω μπροστά μου και βλέπω μια μικρή σπασμένη αμπούλα ανάμεσα στο αίμα. Βγαίνουμε από το ασανσέρ. Ο Χρήστος είναι πάλι μπροστά μας με την Σπυριδούλα. Δεν θέλω κανέναν. Με πάνε στο θάλαμο. Σφίγγω το γυαλάκι μου και κλείνω τα μάτια μου. Πάρε ανάσα. Δεν έχουμε χρόνο!
Κάποιος μου ανοίγει το χέρι. Παίρνουν το γυαλάκι μου. Ανοίγω τα
μάτια μου. Είναι η Μαρία. Κρατάει στο χέρι της το ματωμένο γυαλάκι και με καρφώνει με το βλέμμα της.
- Τι σου είπε; Με ρωτά κλείνοντας στο χέρι της το γυαλάκι.
- Τίποτα.
- Είμαι έγκυος. Εσύ έχασες δύο αλλά το δικό μου είναι ακόμα
εδώ και περιμένει τον πατέρα του. Αν δεν ήσουν εσύ, ο Αιμίλιος δεν θα χαροπάλευε τώρα. Για σένα ο Αιμίλιος πέθανε απόψε σ’ αυτήν την εντατική και εγώ θα φροντίσω να πεθάνεις εσύ για αυτόν.
Έγκυος; Δύο παιδιά; Αιμίλιε, τι κακόγουστο αστείο είναι αυτό; Γιατί με άφησες μόνη;
Κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Νύχτα. Βγάζω τον ορό από το χέρι και τα γυαλάκια του οξυγόνου από το στόμα. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο. Μόνο να περιμένω την απόφασή σου.
Ο Χρήστος μπαίνει στο δωμάτιο. Με βλέπει και βάζει τις φωνές. Χτυπάει τα κουδούνια και κόσμος πέφτει επάνω μου ξανά. Με καθαρίζουν, περνάνε νέους ορούς, βάζουν κάγκελα στο κρεβάτι και πριν φύγουν δένουν τους καρπούς μου στα κάγκελα. Δεν με νοιάζει. Εγώ είμαι έξω στη νύχτα. Κλείνω τα μάτια και νοιώθω κάποιον να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω τον Χρήστο πλάι μου.
- Συγγνώμη που δεν κατάλαβα, που δεν ήμουν εκεί.
- Είναι έγκυος;
- Η Μαρία; ναι. Σημασία έχει ότι τώρα είσαι καλά. Μη σκέφτεσαι τίποτε άλλο.
- Τι συνέβη;
- Σε έφερε ο Αιμίλιος στο νοσοκομείο. Είχες 2 έμβρυα. Το ένα το είχες αποβάλλει. Αργότερα κατάλαβαν ότι είχες ακόμα ένα αλλά ήταν εξωμήτριο και σε έβαλαν στο χειρουργείο και τα αφαίρεσαν και αυτό.
- Τι έπαθε ο Αιμίλιος;
- Έμφραγμα και τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν και τόσο καλά και κατέληξε στην εντατική και αυτός. Άλλη φορά να ειδοποιείτε να το κλείνουμε ρεζερβέ το μαγαζί από πριν. Έλα, σε πειράζω. Μην μου στεναχωριέσαι. Όλα θα πάνε καλά. Κοιμήσου και όταν θα ξυπνήσεις θα σου έχω ευχάριστα νέα και για τον Αιμίλιο.
Εκείνη την ώρα βλέπω μία νοσοκόμα να μπαίνει στο δωμάτιο. Μου κάνει μία ένεση και τα μάτια μου βαραίνουν. Νοιώθω τον Χρήστο να μου αφήνει το χέρι και να απομακρύνεται καθώς βυθίζομαι σε έναν ύπνο δίχως όνειρα.

Αιμίλιος: Σβήσε ένα – ένα τα αστέρια

Βρίσκομαι στο όνειρό μου. Είναι παράξενο. Περιπλανιέμαι σε εικόνες που φτιάχνω με το μυαλό μου και μια παράξενη αίσθηση ευφορίας ναρκώνει τη σκέψη μου. Ακούω τις φωνές τους. Μιλάνε για μένα σαν να μην είμαι παρών. Μόνο η Μαρία μου μιλά και μου λέει πως είναι έγκυος. Κρατάω τα αστέρια στο χέρι μου, τα σφίγγω και προχωράω. Μα όσο και αν φεύγω οι φωνές δεν σωπαίνουν.
Τα αστέρια λάμπουν ξαφνικά μέσα στα χέρια μου, το φως γίνεται αίμα και χάνονται. Η Άννα γύρισε πίσω και μου φωνάζει να πάω κοντά της. Παράξενη νύχτα. Άννα δεν σε ξέχασα. Συγχώρα με αλλά δεν βιάζομαι να γυρίσω κοντά σου. Βάζω τα χέρια στις τσέπες και σφυρίζοντας ακολουθώ το ρυθμό που μου θολώνει το μυαλό. Ότι είχα να σου πω το είπα, τους ακούω να λένε πως είσαι καλά, μη μου ζητάς κάτι άλλο. Όχι τώρα, όχι σε τούτη τη νύχτα.
Δεν ξέρω τι μου δίνουν αλλά σίγουρα κάνουν κεφάλι. Ότι και αν είχα πάρει στο παρελθόν δεν συγκρίνεται μ’ αυτό. Μη μου ζητάς λοιπόν να γυρίσω πίσω. Δεν έχω κάτι για σένα. Ούτε για τη Μαρία. Παίρνω τη μηχανή μου και τρέχω στους δρόμους, όπως ποτέ πριν. Να σου πω ένα μυστικό; Δεν θέλω να γυρίσω πίσω. Δεν με νοιάζει να γυρίσω πίσω. Εσύ γύρισες γιατί το ήθελες, εγώ όμως θέλω να κάνω ακόμα μία βόλτα. Το δικό μου ταξίδι. Να δω πώς είναι τα μονοπάτια, που περπάτησαν οι φίλοι μου και πού ξέρεις; Ίσως να προλάβω να χαιρετίσω κανέναν, που ξέμεινε.
Ένας πόνος μαγκώνει το χέρι μου και πέφτω από τη μηχανή. Σηκώνομαι και βλέπω το πρόσωπό σου Άννα. Πονάω. Η μουσική δυναμώνει ξανά στο μυαλό μου. Σηκώνω τη μηχανή και συνεχίζω το ταξίδι. Μια θλίψη δαγκώνει την ψυχή μου αλλά εγώ χαζογελάω κάνοντας κόλπα με την μηχανή. Κοίτα. Δεν υπάρχουν όρια. Μπορώ να κάνω τα πάντα. Μ’ ακούς; Τα πάντα. Μη μου ζητάς λοιπόν να γυρίσω πίσω. Σςςς δε θα πούμε τίποτα σε κανέναν. Σήμερα κάνω κοπάνα. Ακόμα μια μικρή συνομωσία.
Είμαι ο Spiderman, είμαι ο Batman, είμαι ο βλάκας που στέκεται στο τέρμα και δεν αλλάζει φανέλα ενώ η μπάλα καρφώνεται στα δίχτυα. Ο βασιλιάς είναι γυμνός… και γελοίος. Ο κόσμος σηκώνεται στις κερκίδες και ουρλιάζει ενώ κάθομαι στον πάγκο. Τα φώτα της σκηνής χαμηλώνουν καθώς το ταβάνι ανοίγει να δω τα αστέρια. Απλώνω το χέρι αλλά αυτό δεν είναι το δικό σου ταξίδι. Βάζω πάλι τη μηχανή μπροστά και σχεδιάζω μια θάλασσα. Το αεράκι μου χαϊδεύει το πρόσωπο. Κοιμήσου. Μη με περιμένεις. Δε θα γυρίσω. Όχι αυτή τη νύχτα.
Ακούω σ΄ ένα μηχάνημα την καρδιά μου. Να χαρείς, μη μου ζητήσεις τίποτε απόψε. Απλά άσε με μόνο σ’ αυτό το ταξίδι. Αν ξημερώσει, ίσως να γυρίσω πίσω. Η νύχτα όμως είναι πάντα δικιά μου. Κανένα θηλυκό δεν μου είπε όχι ποτέ. Γυρίζω το γκάζι στο τέρμα και ξεχύνομαι στους δρόμους. Μην κοιτάς το ρολόι. Δεν υπάρχει χρόνος. Στο μυαλό μας είναι όλα. Ίσως και κάτι λίγο σε κείνο το διαολεμένο μηχάνημα, που κάνει φασαρία.
Μόνο κοιμήσου όσο εγώ θα ταξιδεύω. Είμαι καλά. Κοιμήσου. Μέχρι να ξημερώσει. Να σου πω ένα μυστικό; Πάντα ξημερώνει. Το πού δεν έχει σημασία… και το ξέρεις πως δεν σου είπα ποτέ ψέματα.
Καληνύχτα.



Ένας καφές διπλός βαρύς σε ένα πλαστικό ποτήρι. Χάλια. Ποτέ δεν ήπιε καφέ έξω και να τον απόλαυσε. Πίνει μια γουλιά και με μια γκριμάτσα αηδίας προχωρά στο διάδρομο. Ίσως αυτή τη φορά να έχουν κάποιο καλό νέο για τον Αιμίλιο. Κάποιοι τον προσπερνούν βιαστικά και σπρώχνοντάς τον, ρίχνοντας τον καφέ πάνω του. Ωραία! Πάει και η τελευταία ελπίδα για να βγάλει έξω εκείνη την νοστιμούλα νοσηλεύτρια της εντατικής. Νευριασμένος πετάει το πλαστικό κυπελάκι στον κάδο τον σκουπιδιών και βλέπει φώτα να ανάβουν.
Αυτό είναι σίγουρα κάποιο κακόγουστο αστείο. Βλέπει 2 κάμερες και δημοσιογράφους να κάνουν ερωτήσεις στην Μαρία. Αναρωτιέται αν το κρεβάτι της Άννας είναι ακόμα κενό γιατί αν δεν τον βαρέσει εγκεφαλικό τώρα τότε σίγουρα να κάνει κράτηση για την Μαρία. Η Μαρία έχει αλλάξει ρούχα και μακιγιάζ και δίνει συνέντευξη στην αγκαλιά του Στέφανου ενώ πίσω στέκεται ο σκηνοθέτης. Είναι στημένο. Αυτή τους κάλεσε! Τα βλέμματά τους διασταυρώνονται. Θέλει να της ορμήσει. Τον προκαλεί ανάμεσα στα ψεύτικα δάκρυά της. Ακόμα ένα σκάνδαλο, ακόμα λίγα δευτερόλεπτα δικά της ανάμεσα στα ψεύτικα φώτα. Μιλάει στα μικρόφωνα ακατάπαυστα. Η στιγμή της. Δεν στέκεται πίσω από τον Αιμίλιο χαμογελώντας. Έκανε ένα βήμα μπροστά και είναι αποφασισμένη να μείνει εκεί. Επιτέλους πρωταγωνίστρια.
Πλησιάζει να ακούσει. Η Μαρία μιλάει για τον Αιμίλιο και την κατάστασή του. Ανάμεσα σε αναφιλητά ανακοινώνει ότι είναι έγκυος και ότι είχαν ορίσει ημερομηνία γάμου. Αφού πει αρκετά, αποφασίζει ότι πρέπει να κλείσει τη σκηνή με μία λιποθυμία. Ευτυχώς το προσωπικό άκουσε τη φασαρία και βγήκε έξω. Οι κάμερες ανάβουν φώτα ξανά και προσπαθούν να πάρουν δηλώσεις για την κατάσταση του Αιμίλιου. Ευτυχώς δεν έχει άλλες δηλώσεις για απόψε. Το προσωπικό ασφαλείας έρχεται και τους οδηγεί έξω. Πίσω τους τρέχει ο σκηνοθέτης. Η νοστιμούλα νοσηλεύτρια σκύβει πάνω τη Μαρία ενώ τα φλας αστράφτουν.
Κάνει επιτόπου μεταβολή και φεύγει. Επιστρέφει στο κυλικείο. Ίσως αυτή τη φορά να τον πετύχουν τον καφέ.
- Κερασμένος.
Γυρίζει και βλέπει πίσω του τη Σπυριδούλα.
- Το αναψυκτικό μου, τα τσιγάρα του και έναν φραπέ για μένα.
- Δεν είσαι με την Άννα;
- Κοιμάται. Ήρθε η ποντικομαμή και είναι στην μονάδα για να
μάθει από πρώτο χέρι τα νέα σαν συνάδελφος. Ας φανεί και αυτός κάπου χρήσιμος! Πώς και δεν της όρμησες; Έτοιμος ήσουν.
Πλήρωσε και πήγαν σε μία άκρη. Ο καφές ήταν ακόμα χειρότερος από τον προηγούμενο. Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια.
- Την άκουσες τι έλεγε; Είπε ο Χρήστος.
- Την άκουσα. Στην μονάδα έχουν κρυμμένη μία τηλεόραση.
Ευκαιρία είναι να δούμε από πρώτο χέρι αν ακούνε όσοι είναι σε κώμα. Αν την ακούσει ο Αιμίλιος, θα σηκωθεί με συνοπτικές διαδικασίες να της ρίξει το βρωμόξυλό της. Ακούς εκεί όρισαν και ημερομηνία γάμου!
- Πρέπει να σαμποτάρω την τηλεόραση στο δωμάτιο της Άννας.
Το τελευταίο που θα θέλει να ακούσει τώρα είναι αυτές τις βλακείες.
- Λες να έχει την όρεξη να δει τηλεόραση; Και πως θα την
ανοίξει; Με τηλεκίνηση; Δεν έχει τηλεκοντρόλ. Χαλάρωσε.
Ο Στέφανος εμφανίστηκε στο κυλικείο. Με ένα ειρωνικό βλέμμα τους χαιρέτησε, πήρε κάτι και έφυγε σφυρίζοντας. Ο Χρήστος σηκώθηκε από το τραπέζι να τον ακολουθήσει. Η Σπυριδούλα τον άρπαξε από το χέρι και τον έβαλε να καθίσει πάλι.
- Ας’ τον, δεν αξίζει τον κόπο. Τον έδειρες ήδη μια φορά. Αρχίζεις και επαναλαμβάνεσαι. Πού πήγε η πρωτοτυπία σου; Θα σκεφτούμε κάτι καλύτερο. Χάλια αυτός ο καφές. Να μου θυμίσεις, όταν έρθει η ποντικομαμή να τον στείλω να μας πάρει τίποτα της προκοπής. Οι ασθενείς μπορεί να την γλυτώσουν από τους γιατρούς, τους υπόλοιπους όμως θα τους αποτελειώσει το κυλικείο.
- Θα ξυπνήσει ο Αιμίλιος;
- Για να διαβάσω τον φραπέ και να σου πω. Χρήστο, συγκεντρώσου! Πού να ξέρω; Στο χέρι του είναι.
- Και αν δεν ξυπνήσει;
- Θα βρούμε άλλον πρωταγωνιστή. Πώς κάνεις έτσι; Έβλεπα ένα τεκνό στα περιοδικά, μπουκιά και συχώριο! Θα μας έρθει και φτηνά.
- Σπυριδούλα! Θα σε βαρέσω!
- Μάζεψε τα σάλια σου γιατί θα αυξηθούν τα εργατικά ατυχήματα εδώ μέσα. Αλλά τώρα που το σκέφτομαι, είναι η μόνη σου ελπίδα να ρίξεις γυναίκα εδώ μέσα. Ή μήπως νομίζεις ότι δεν σε είδα πώς κοίταζες τη νοσοκόμα;
- Ντροπή!
- Όταν τις χαλβαδιάζεις δεν είναι ντροπή, όταν στην λέω είναι! Άντρες, πεταμένα λεφτά.
- Έρχεται η επιταγή σου, μαζέψου.
- Γιώργο τι σου είπαν εκεί μέσα;
- Είστε για δέσιμο όλοι σας! Τα κανάλια σας έλειπαν μέσα σε όλα αυτά; Χαμός έγινε μέσα στη μονάδα. Ειδοποίησαν τον διοικητή.
- Για να δώσει συνέντευξη;
- Σπυριδούλα! Συγκεντρώσου!
- Όχι που δεν θα τον χάλαγε! Τι στοίχημα πάτε ότι όταν έρθει, θα βγάλει ιατρικό ανακοινωθέν;
- Ασ’ την αυτήν Γιώργο. Τι σου είπαν;
- Πλήρωσε τις καταχρήσεις του. Έτρεχε με φρένα πειραγμένα.
- Εγώ το ‘λεγα ότι δεν είχα σώας τας φρένας αλλά την Σπυριδούλα δεν την ακούει ποτέ κανείς!
- Σπυριδούλα!!!
- Καλά – καλά! Μη φωνάζετε. Ρόμπα θα γίνουμε.
- Το περίεργο είναι γιατί δεν ξυπνά. Δοκίμασαν να τον αποσωληνώσουν αλλά δεν πήρε μπροστά και τον διασωλήνωσαν ξανά. Αύριο θα δοκιμάσουν πάλι να τον βγάλουν από το μηχάνημα. Με ρώτησαν αν ειδοποιήσαμε κάποιον συγγενή.
- Έχω μία παρ’ ολίγον νύφη. Κυλιέται στα πατώματα. Να τη φωνάξω;
- Σπυριδούλα!
- Μα την είδες τη νύφη του Τσάρλι; Με το νυφικό θα μιλήσει την επόμενη φορά.
- Εγώ πρέπει να φύγω Σπυριδούλα. Με κάλεσαν για περιστατικό. Θα τα πούμε αύριο. Ότι χρειαστείς, πάρε με τηλέφωνο. Τα ξέρω τα παιδιά που είναι μέσα. Θα δυσκολέψει το επισκεπτήριο. Το έμαθε το προσωπικού του νοσοκομείου και περνάνε όλοι για να δουν όλοι αν είναι αλήθεια. Κοράκια! Αι στο καλό. Φεύγω. Θα τα πούμε αύριο όπως είπαμε.
Έσκυψε τη φίλησε και έφυγε. Εκείνη τη στιγμή κάποιος δυνάμωσε την τηλεόραση στο κυλικείο. Γύρισαν ενοχλημένοι να δουν τι γίνεται. Έδειχνε το νοσοκομείο, έναν δημοσιογράφο και μετά την Μαρία. Πότε πρόλαβαν κιόλας; Κοίταξαν το ρολόι. Υπολόγισε μέχρι και την ώρα! Πάνω στις ειδήσεις. Ο κόσμος μόλις το είδε, άρχισε να απομακρύνεται. Πήγαιναν προς τη μονάδα όπως το αίμα τραβάει τους καρχαρίες. Σηκώθηκαν μηχανικά και τους ακολούθησαν. Γινόταν χαμός. Ο Στέφανος μοίραζε αυτόγραφα της Μαρίας. Η Μαρία δεχόταν τη συμπαράσταση του κόσμου. Η παράσταση, με τον Αιμίλιο ή χωρίς, θα γινόταν το θέμα συζήτησης. Αλλά μάλλον η Άννα δεν ήταν σε θέση να το εκτιμήσει. Αχάριστος κόσμος!
- Πάω να πάρω κάτι από έξω, πριν ψοφήσουμε και εμείς εδώ
μέσα. Χρήστο τι θες να σου φέρω όταν έρθω;
- Τσίπα. Αν δεν βρεις, εκείνη τη νοσοκόμα. Πρέπει να σχολάει όπου να ‘ναι.
Κάτι βρωμάει. Γυρίζει και βλέπει την κάφτρα του τσιγάρου να
καίγεται στο τασάκι.
- Αηδία! Την σβήνει αηδιασμένος καθώς η Σπυριδούλα του
αφήνει ένα χαρτάκι με ένα νούμερο τηλεφώνου στο τραπέζι.
- Το τηλέφωνό της. Η Σπύρι φροντίζει πριν από σας για εσάς.
Μην της τηλεφωνήσεις όμως αμέσως. Στείλε της sms. Έτσι θα κερδίσεις λίγο χρόνο μέχρι να την φας την χυλόπιτά σου.
- Και πού το ξέρεις;
- Είναι δεσμευμένη.
- Ευκαιρία να χωρίσει.
- Για σένα; Μάλλον πρόταση γάμου θα του κάνει μετά από σένα.
- Όπως και να ‘χει πάντα φέρνω ριζοσπαστικές αλλαγές στις
σχέσεις των ανθρώπων.
- Που δεν σε συμπεριλαμβάνουν όμως ποτέ
- Η ποντικομαμή είναι που φιλιέται δίπλα στο καρτοτηλέφωνο με
κείνη την κοκκινομάλλα;
- Πού; Να τον σκίσω τώρα!
- Σιγά τα αίματα, θα σπάσεις κανένα νύχι και δεν εφημερεύει η
μανικιουρίστα σου. Πήγαινε. Θα μείνω εγώ εδώ.
- Μην το καταστρέψεις το μαγαζί. Α και να μην ξεχάσω…
Πετάει μία κάρτα κινητής τηλεφωνίας.
- Και το τηλεφώνημα κερασμένο. Θα κλαις, που θα κλαις μετά, δε
σε αντέχω να κλαψουρίζεις και για τα λεφτά.
- Εγώ; Για ποιόν με πέρασες; Δε μπορούσες να πάρεις
τουλάχιστον τη μεγαλύτερη;
- Δε θα σου λύσω εγώ το πρόβλημα με το μέγεθος. Τουλάχιστον,
όχι απόψε.
Κλείνοντάς του το μάτι απομακρύνθηκε ενώ κάποιος δυνάμωνε την τηλεόραση ξανά. Ο διοικητής διάβαζε το ιατρικό ανακοινωθέν. Ο φωτισμός ήταν χάλια. Σηκώθηκε να φύγει.
- Ερασιτέχνες, σκέφτηκε. Μετά άκουσε τη Μαρία σε νέες δηλώσεις. Χαμογέλασε. Ευτυχώς που κάποιος έχει ακόμα την αίσθηση του χιούμορ στα κανάλια. Πήρε το πακέτο με τα τσιγάρα και τον αναπτήρα από το τραπέζι και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της Άννας. Ευτυχώς κοιμόταν. Κάθισε στην καρέκλα και αποκοιμήθηκε αμέσως.

- Ωραία κοιμωμένη, ξύπνα! Άννα δεν μιλάω σε σένα. Στην
περίπτωση σου είναι επιστημονικά διαπιστωμένο ότι ξυπνάς. Στον άχρηστο δίπλα σου αναφέρομαι.
Η Σπυριδούλα άφησε το σακ βουαγιάζ που κρατούσε στο πάτωμα, τους καφέδες στο κομοδίνο και πλησίασε τον Χρήστο που κοιμόταν ακόμη.
- Κρατάω νερό και με χαρά θα το χρησιμοποιήσω. 1, 2…
- Είσαι τρελή;
Ο Χρήστος πετάχτηκε απότομα από την καρέκλα.
- Πιες μια γουλιά καφέ και άλλαξε ρούχα. Σε περιμένουν κάτω.
- Θα δοκιμάσουν να αποσωληνώσουν τον Αιμίλιο; ρώτησε η Άννα. Τι με κοιτάτε έτσι; Φάντασμα βλέπετε; Τον είδα στην εντατική πριν με βγάλουν. Οι ιατροί είναι προβλέψιμοι, οι ασθενείς μας το χαλάνε πάντα.
- Γιατρέ μου, πάω να ρίξω κάτι πιο μίνιμαλ πάνω μου από αυτήν την υπερπαραγωγή καφέ και τίμιου ιδρώτα και κατεβαίνω να δω τον ξάδελφο.
- Μήπως να ειδοποιήσεις και κάποιον άλλον από τους συγγενείς; Ρώτησε η Σπυριδούλα πιάνοντας τον από τον αγκώνα καθώς κατευθυνόταν στο μπάνιο.
- Οι γονείς του έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια και δεν νομίζω πως είναι η κατάλληλη στιγμή να εμφανιστεί η γυναίκα του εδώ.
- Η γυναίκα του; Αναφώνησε η Σπυριδούλα αφήνοντάς του το χέρι. Είναι παντρεμένος; Και πού είναι τόσα χρόνια η γυναίκα του; Μούτσος σε φαλαινοθηρικό; Πότε παντρεύτηκαν; Τι να πω; Τόσα χρόνια η Μαρία να ροχαλίζει στα χαμομήλια και να μην ξυπνάει κανένας μας; Και εσύ, χαμένο κορμί γιατί δεν το είπες;
- Δεν ήταν δικιά μου δουλειά.
- Πότε παντρεύτηκαν; Πού είναι αυτή τώρα; Θα την ειδοποιήσεις να ‘ρθει τώρα ή μια και καλή στην ανάγνωση της διαθήκης; Συγγνώμη Άννα. Συνέχισε εσύ με τον βουβό πόνο μέχρι να τελειώσω την ανάκριση.
- Παντρεύτηκαν πριν πάει ο Αιμίλιος στη σχολή θεάτρου. Κλέφτηκαν και συμφώνησαν να κρατήσουν τον γάμο κρυφό. Εκείνη αποφάσισε να φύγει στο εξωτερικό αλλά ο Αιμίλιος αρνήθηκε να την ακολουθήσει. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να βγάλει το διαζύγιο.
- … έχει λεφτά. Παντρεύτηκε μια πλούσια γεροντοκόρη, που του τα ακουμπούσε χοντρά για να κάνει τέχνη. Την ίδια ιστορία έχουμε όλες!
- Κανόνισε να σου ξεφύγει τίποτα! Την ίδια στιγμή θα στείλω στα περιοδικά εκείνη την φωτογραφία σου, που τα φρύδια σου ήταν το εξής ένα!
- Εκβιαστή!
- Ούτε καν στην ποντικομαμή… σε κανέναν! Πάω να αλλάξω. Φέρε τον καφέ και το καλό, που σου θέλω να μην είναι και αυτός ορφανός. Φαί!
- Τσακίσου πήγαινε κάτω και μετά θα σε ταΐσουμε.
Ο Χρήστος άλλαξε, πήρε τον καφέ και εξαφανίστηκε.
Επιτέλους ένας καφές της προκοπής. Στο ασανσέρ ο Αιμίλιος και η Μαρία ήταν το θέμα συζήτησης. Κάποιοι στοιχημάτιζαν για το αν ο Αιμίλιος θα ξυπνήσει ή όχι και το προχωρούσαν μέχρι την απόδοση που θα είχε ενδεχόμενη δωρεά οργάνων. Κοιτούσε την ένδειξη των ορόφων στο ασανσέρ. Δεν αργούσαν. 3..2…1 Η πόρτα άνοιξε και στον τοίχο απέναντι είδε την Αναστασία. Σήκωσε το βλέμμα της και τον είδε. Πάγωσε. Η πόρτα του ασανσέρ έκλεισε και το ασανσέρ συνέχισε την πορεία του.
Κατέβηκε στο ισόγειο. Προσπάθησε να χαθεί μέσα στο πλήθος. Κατευθύνθηκε προς την έξοδο αλλά τελευταία στιγμή θυμήθηκε τον Αιμίλιο. Αποφάσισε πως έπρεπε να αντιμετωπίσει την Αναστασία. Αλλά όχι τώρα. Θα πήγαινε από τις σκάλες. Η Αναστασία, η Μαρία, η Άννα και ποιος ξέρει ποια ακόμα θα εμφανίζονταν στην συνέχεια. Μήπως η Τori; Με τόσα παράλογα, δεν μπορούσε να ζητήσει και αυτός το δικό τους;
Έφτασε στην εντατική. Εκείνη την ώρα έβγαινε ένας γιατρός από την μονάδα. Τον πλησίασε και τον ρώτησε για τον Αιμίλιο. Ο γιατρός τον αγριοκοίταξε και απομακρύνθηκε. Ο Χρήστος έτρεξε πίσω του.
- Είμαι ο ξάδερφός του και θα ήθελα να μου πείτε αν ο Αιμίλιος
αποσωληνώθηκε.
- Από χτες έχω γνωρίσει τους γονείς του Αιμίλιου… και τους 5, 6
αδέλφια, την πεθερά και 2 ξαδέλφια. Άσε με να χαρείς άνθρωπέ μου και έχω δουλειά.
- Είμαι όντως ξάδελφος του Αιμίλιου, το βράδυ ήμουν με την κ.
Πάνου, που την βγάλατε από την εντατική αλλά δεν είχε κανέναν. Σας μίλησε και ο Γιώργος σχετικά, σαν συνάδελφος, μέσα στην μονάδα.
Ο γιατρός κοντοστάθηκε και πήρε τον Χρήστο σε ένα γραφείο.
- Δεν ξέρω τι συμβαίνει αλλά δεχτήκαμε τηλεφώνημα από υψηλά
ιστάμενα πρόσωπα να μην επιχειρήσουμε να τον αποσωληνώσουμε. Σχεδιάζεται επιχείρηση μεταφοράς του και για τον φόβο των επιπλοκών, κρίνεται ως ασφαλέστερη η διακομιδή του με τη διασωλήνωση.
- Η Αναστασία!
- Την ξέρετε και εσείς;
- Φυσικά! Σας είπα ότι είμαστε ξαδέλφια αλλά φαίνεται πως δεν
είναι αρκετό για να με πιστέψετε.
- Δεν φαντάζεστε τι έχουμε ακούσει από όταν δημοσιοποιήθηκε
η παρουσία του στην μονάδα εντατικής θεραπείας. Να φανταστείτε ότι το πιο λογικό ήταν όταν η κ. Πάντα μας έδειξε αντίγραφο του πιστοποιητικού γάμου και έδωσε εντολή για τις διαδικασίες αφού η υποτιθέμενη μνηστή έδινε σειρά συνεντεύξεων στους τηλεοπτικούς σταθμούς και τα έντυπα.
- Γνωρίζετε πού θα τον μεταφέρουν;
- Όχι. Η κ. Πάντα τα έχει ρυθμίσει όλα αλλά φαντάζομαι κάπου
που πιθανώς να μπορέσουν να του προσφέρουν κάτι παραπάνω από εμάς.
- Το ανακοινώσατε στη Μαρία;
- Από τη στιγμή, που δεν υπάρχει κάποια συγγενική σχέση δεν
είμαι υποχρεωμένος να ενημερώσω κανέναν.
Εκείνη τη στιγμή κάποιος χτύπησε την πόρτα. Ο γιατρός τον κάλεσε μέσα και είδε την Αναστασία. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που την είχε δει για τελευταία φορά αλλά παρέμενε γοητευτική. Μια γοητευτική μαινάδα που δεν ήταν καθόλου φιλική.
- Γιατρέ οι συνεννοήσεις έχουν ολοκληρωθεί. Σε λίγο θα
επικοινωνήσουν μαζί σας για τις λεπτομέρειες. Θα σας παρακαλούσα η μεταφορά να γίνει όσο το δυνατόν πιο διακριτικά σε όλο αυτό το τσίρκο.
- Η αρμοδιότητα μου σταματά στην είσοδο της μονάδας. Θα
προσπαθήσω αλλά δεν υπόσχομαι τίποτα. Με συγχωρείτε αλλά πρέπει να επιστρέψω στην εργασία μου. Ίσως εσείς είστε η πιο κατάλληλη να δώσετε στον κύριο από εδώ τις απαντήσεις, που ζητά από εμένα.
Ο ιατρός συνόδεψε και τους δύο έξω από το γραφείο, κλείδωσε και χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου.
- Γιατί παίρνεις τον Αιμίλιο, Αναστασία;
- Δεν νομίζεις ότι ξεφτιλίστηκε αρκετά; Αν μπορούσε να μιλήσει και ο ίδιος αυτό θα ήθελε, να εξαφανιστεί από όλους και όλα για λίγο. Να ηρεμήσει και να επιστρέψει όταν το επέλεγε ο ίδιος. Του δίνω αυτόν τον χρόνο να επιλέξει.
- Πού θα τον πας;
- Δεν σε αφορά. Και δεν νομίζω να κάνεις φασαρία για αυτό. Με μία γραφική εξοφλημένη να κάνει καραγκιοζιλίκια στις κάμερες και ακόμα μία χειρουργημένη στον τέταρτο, δεν νομίζω πως είναι οι καλύτερες συνθήκες για να ξυπνήσει κάποιος. Τουλάχιστον όχι σε αυτή τη διάσταση.
- Πώς ξέρεις για την Άννα;
- Ο Αιμίλιος μου είχε πει για την ιστορία τους. Δεν σταματήσαμε τις επαφές ποτέ. Λεκτικές και σωματικές. Απλά είχαμε συμφωνήσει στην απόλυτη ελευθερία του καθενός.
- Και με το να τον παίρνεις σαν πακέτο τώρα, σέβεσαι δηλαδή την απόλυτη ελευθερία του; Δεν μιλάς ε;… Ο Αιμίλιος σου είχε ζητήσει διαζύγιο έτσι δεν είναι; Απάντησέ μου αν έχεις τα κότσια.
- Δεν το χρειάστηκε ποτέ. Ποτέ δεν τον εμπόδισα σε κάτι.
- Εκτός αν ήθελε να προχωρήσει τη ζωή του και η νέα του ζωή δεν είχε χώρο για σένα. Αυτό κάνεις Αναστασία; Τον εκδικείσαι; Αυτόν; Την Μαρία; Την Άννα; Ποιον από όλους εκδικείσαι;
- Εμένα, που είχα πιστέψει πως μια μέρα θα γυρνούσε πίσω. Αφού δεν γύρισε μόνος του, ήρθα να τον πάρω εγώ εκεί που ανήκει. Σπίτι του. Σπίτι μας. Το παραμύθι τελείωσε.
- Να υποθέσω ότι έζησαν αυτοί καλά και εσύ καλύτερα; Παραδέξου το. Θα ήθελες πολύ να μπεις εκεί μέσα και να κλείσεις το μηχάνημα, έτσι δεν είναι; Τη βλέπεις αυτή τη γελοία εκεί πέρα που φωτογραφίζεται; Πώς νοιώθεις, που ακόμα και αυτή, ο Αιμίλιος την είχε πάνω από σένα; Με αυτήν τουλάχιστον άντεξε να ζήσει κάτι παραπάνω από ότι μαζί σου.
- Πώς νοιώθεις τόσα χρόνια στη σκιά του; Να είσαι πάντα δεύτερος; Να γλύφεις αποφάγια; Να είσαι ανάμεσα σε τόσο κόσμο και να ‘σαι πάντα μόνος;
- Πώς νοιώθεις που ο Αιμίλιος απλά σε προσπέρασε; Άσ’ το, μην μπαίνεις στον κόπο. Κανείς δεν νοιάζεται πια. Και μόνο ο Αιμίλιος μπορεί να μας πει αν νοιάστηκε ποτέ αλλά χάρη σε σένα δεν είναι ιδιαίτερα ομιλητικός σήμερα.
Εκείνη την ώρα η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε και ο Χρήστος μπήκε μέσα. Κοίταξε το ποτήρι στα χέρια του και μετά την Αναστασία που τον παρακολουθούσε. Δεν θα κατάφερνε να πιει ούτε έναν καφέ της προκοπής στο νοσοκομείο. Έφτασε στην κλινική, που είχαν την Άννα αλλά δεν τον άφησαν να περάσει γιατί οι ιατροί έκαναν επίσκεψη. Το επισκεπτήριο θα ξεκινούσε σε δύο ώρες.
Στήριξε το βάρος του σώματός του στον τοίχο και άκουσε το ασανσέρ να ανοίγει πίσω του. Ένοιωσε ένα χέρι στον ώμο του και πετάχτηκε έντρομος.
- Φάντασμα είδες;
Ήταν η Σπυριδούλα.
- Ούτε αυτός ο καφές ήταν της προκοπής;
Του πήρε το πλαστικό ποτήρι από τα χέρια και το πέταξε στα
σκουπίδια.
- Έλα, πάμε στο κυλικείο να τσιμπήσουμε κάτι, να κάνεις και εσύ
κανένα τσιγάρο να συνέλθεις. Δεν πήρε μπροστά ούτε σήμερα, έτσι δεν είναι; Μη στεναχωριέσαι…
- Η Αναστασία, η γυναίκα του Αιμίλιου είναι εδώ, έξω από την
εντατική.
- Και εμείς γιατί καθόμαστε εδώ; Πάμε κάτω να δω τα μούτρα
της Μαρίας.
- Η Μαρία δεν το ξέρει. Απασχολεί τους δημοσιογράφους όσο η
Αναστασία κανονίζει να μεταφερθεί αλλού ο Αιμίλιος. Αυτή συνεννοήθηκε να μην δοκιμάσουν να τον αποσωληνώσουν μέχρι να μεταφερθεί εκεί που θέλει.
- Πρέπει να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας.
Έβγαλε το κινητό από την τσέπη της και κάλεσε έναν αριθμό.
- Καλημέρα αγάπη. Σε χρειάζομαι. Τώρα! Εμφανίστηκε κάποια
που ισχυρίζεται ότι είναι η γυναίκα του Αιμίλιου και δεν αφήνει να τον ξυπνήσουνε γιατί θέλει να τον πάρει από το νοσοκομείο. Σε παρακαλώ, κάνε κάτι πριν τον μετακομίσουν προκειμένου να τον σετάρει με την υπόλοιπη οικοσκευή της γιατί τον ξάδελφο από εδώ τον συνδέσανε με Κάιρο…. Ναι, έστω μια τελευταία προσπάθεια να ξυπνήσει πριν τον μεταφέρουνε. Ευχαριστώ αγάπη. Περιμένω τηλεφώνημά σου. Γεια.
Μη χάσκεις! Κατεβαίνουμε στην εντατική. Η Σπυριδούλα αναλαμβάνει δράση.
- Καλά σούπερ γκούφυ φάε τα φιστίκια σου πριν σώσεις τον
κόσμο και άσε με εμένα εδώ.
- Τη φοβάσαι ε; Έλα μαζί μου. Tώρα!
Τον άρπαξε από το χέρι και τον τράβηξε μέσα στο ασανσέρ. Από
το πεπρωμένο σου μπορεί να ξεφύγεις, από τη Σπυριδούλα ποτέ!

Δεν υπάρχουν σχόλια: