Ένα σταυροδρόμι. Και στη μέση ο Κώστας να με καρφώνει. Είχα χρόνια να τον δω. Από τότε που τον βρήκαμε νεκρό από υπερβολική δόση. Μια άλλη εποχή, που μετρούσα τις νύχτες με τα μπουκάλια του Jacko και κοιμόμουν τις μέρες. Είχαμε αναποδογυρίσει ένα περιπολικό και το ΄χαμε κάψει. Δεν μας πιάσανε ποτέ. Τρέχαμε στη λεωφόρο τις νύχτες με τις πειραγμένες μας μηχανές. Γκαζώναμε στο τέρμα και δεν κοιτάζαμε ποτέ δεξιά και αριστερά στις διασταυρώσεις. Μουρμουρίζαμε τον κουρσάρο και μετρούσαμε απουσίες. Όταν βαριόμασταν δέρναμε καρεκλάδες και τρέχαμε να ξεφύγουμε από το πεπρωμένο μας.
Ήμουν δεκαπέντε χρονών όταν ο πατέρας μου μπήκε στην αίρεση και κλέφτηκε με την φίλη της μάνας μου. Η μάνα μου το γύρισε στην εκκλησία, τα έφτιαξε με τον ιερέα και όταν δεν τα παράτησε για αυτήν, μπήκε και αυτήν στην αίρεση. Εγώ είχα φύγει αλλά οι αδερφές μου έμειναν πίσω. Όσο εγώ έκανα κόντρες η μικρή κλειδώνονταν στο μπάνιο ουρλιάζοντας κάθε που ερχόταν να την βαφτίσουν. Σηκωτό και μισομεθυσμένο με πήραν από το δώμα που νοίκιαζα τότε για την πάρω από εκεί.
Και την πήρα. Και κάπου εκεί με πήρε και μένα ο διάολος. Τότε ήταν που γνώρισα την πρώτη μου Μαρία, τη γυναίκα του θείου, που με είχε πάρει παραπαίδι στο μαγαζί του. Μεγαλύτερή μου, ο έρωτάς, το πάθος και ίσως η μόνη που αγάπησα πραγματικά. Τα μεσημέρια που κλειδώναμε το μαγαζί, στις διαδρομές που πηγαίναμε για παραλαβές και παραδόσεις, στις διακοπές, έκλεβα στιγμές, έριχνα άγκυρες στο ψέμα και έλεγα πως είμαι ο άρχοντας του κόσμου. Έτρωγα τις καρπαζιές από τον θείο, δεν με πλήρωνε ποτέ σωστά, γελούσε μαζί μου αλλά δεν ένοιαζε. Εγώ είχα την Μαρία. Μέχρι που μας ανακάλυψε ο θείος και παραλίγο να με σκοτώσει. Τότε κλεφτήκαμε και μείναμε στο δώμα. Νόμιζα ότι μας έφτανε η αγάπη. Λίγο καιρό αργότερα η Μαρία μου ανακοίνωσε όταν ήταν έγκυος. Το παιδί ήταν άλλου. Μεγαλύτερου αλλά πλούσιου. Έτσι χαθήκαμε. Χρόνια αργότερα έμαθα ότι είχε γεννήσει ένα κοριτσάκι.
Άφησα τον Πειραιά, τους γνωστούς που λιγοστεύανε, τα μαύρα μου ρούχα και έδωσα εξετάσεις για το θέατρο. Πέρασα με υποτροφία. Άρχισα προσεκτικά να σβήνω το παρελθόν. Η μηχανή είναι το μόνο που με συνδέει με αυτό αλλά και αυτήν την αλλάζω συχνά. Διάλεξα μια ζωή μέσα σε μια διάφανη, εκκωφαντική σιωπή και αφέθηκα στο φως. Στέλνω τις επιταγές μου τακτικά, η μικρή αδερφή παντρεύτηκε, έκανε ένα παιδί και χώρισε ενώ η μεγάλη ακολούθησε τα χνάρια της μάνας μας και τα έφτιαξε με έναν μοναχό. Κανένας δεν γύρισε στην Ιταλία όπως λέγαμε μικροί, κανένας δεν συζητά ότι είμαστε καθολικοί. Ξένοι αν και γεννηθήκαμε εδώ. Κάθε 5 χρόνια στην ουρά να ανανεώσω την άδεια παραμονής. Στο συρτάρι κρύβεται ένα διαβατήριο μιας χώρας που δεν έχω δει ποτέ.
Τόσες ξένες ζωές, στοιβαγμένες σε προγράμματα για να ξεφύγω από τη δική μου.
Τι με κοιτάς έτσι; Δεν έχω τίποτε να σου δώσω…
Θα σταθώ μπροστά της γυμνός και αφού δεν θα ΄χει τίποτε άλλο να πάρει, θα πάρει εμένα. Έτσι έλεγα. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Και πάει καιρός που δεν νομίζω πια…
Απλώνω το χέρι και πέφτω. Όπως εκείνο το πουλί. Στο κενό.
Κυριακή, Αυγούστου 03, 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
9 σχόλια:
δε νομίζω να μου σκοτώσεις τον αιμίλιο?
χρειάζεται ένα ζεν πρεμιέ η σειρά!
αν δεν έχει και λίγο σασπένς, ποιο το νόημα? *να τον σκοτώσω ναι, όχι, ναι, όχι, ναι...*
μ' αρέσει που έχεις αποφασίσει!
έχει αρχίσει και έχει απαιτήσεις ο περιέ, οπότε είπα να του δείξω ποιος έχει το πάνω χέρι... (το έχω αποφασίσει τι θα κάνω απλώς πρέπει να βρω λίγο χρόνο να το γράχω και να το ανεβάσω)
αν είναι έτσι, καλά!
περιμένω το τέλος.
με το πάσο σου, βάλε και άλλα κεφάλαια!
*μόλις βρω χρόνο και κρυφτώ από τη δουλειά θα το κάνω (μάλλον μεταμεσονυκτίως), προς το παρόν εργασία και χαρά*
Ααααχχχ... ωραίες εποχές...
μήπως και εσύ ήσουν κάπου εκεί στις κόντρες; ;) να κανονίσω ένα reunion με τους υπόλοιπους http://www.youtube.com/watch?v=-6MYQUFZL-M
http://www.youtube.com/watch?v=QeUL387LTwk
Δημοσίευση σχολίου