Σάββατο, Αυγούστου 02, 2008

επαναλήψεις ΙΙΙ

*Knock*….*knock*

Τι θα γινόταν αν για μια στιγμή μόνο το ρολόι σκάλωνε; Αν έχανε μόνο ένα μικρό τικ; Ένα τόσο δα δευτερόλεπτο; Μια μικρή τρικλοποδιά, λιγότερο, από όσο χρόνο θέλει να πέσει το ποτήρι κάτω, σκεφτόμουν καθώς άφηνα το ποτήρι, που κρατούσα στο χέρι να πέσει στο πάτωμα. Σήμερα δεν είχαμε πρόβα στο θέατρο. Πώς γεμίζεις μία μέρα, όταν δεν έχεις μια δικαιολογία να κρυφτείς;
Ξεκίνησα να μαζεύω τα θρύψαλα του ποτηριού από το πάτωμα, κοιτώντας την πόρτα. Ο Αιμίλιος δεν θα ερχόταν ξανά. Είχαμε σχεδιάσει με τον Χρήστο ξανά και ξανά διάφορους τρόπους για να με αφήσει. Αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Τόσο απλό. Δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσει, ούτε καν να με ξανακοιτάξει. Τότε εγώ γιατί ένοιωθα τόσο άδεια; Γιατί κοίταζα την πόρτα, δίχως να υπάρχει τίποτα από πίσω;
Σηκώθηκα και έκλεισα τα παραθυρόφυλλα. Με ενοχλούσε το φως. Αδιάκριτο και επίμονο ζητούσε απαντήσεις, που δεν είχα να δώσω. Έκρυψα τα ρολόγια και κάθισα στο πάτωμα. Άναψα τσιγάρο και κοιτούσα την πόρτα. Έπρεπε να μαζέψω τα πράγματά μου και να φύγω. Ο κύκλος έκλεισε. Η προετοιμασία της παράστασης τελείωνε, εγώ είχα στα χέρια μου την καινούρια μου ιστορία, οι αιτήσεις και τα βιογραφικά με περίμεναν στο τραπέζι. Δεν μπορούσα και κατά βάθος δεν ήθελα να κάνω τίποτα. Ήθελα μόνο να μείνω εκεί, να κοιτάζω εκείνη την πόρτα, περιμένοντας να ανοίξει. Κατά βάθος όμως δεν ήθελα να ανοίξει. Ήμουν ασφαλής κρυμμένη πίσω της. Κοίταζα τα κλειδιά να κρέμονται στην κλειδαριά.
Δεν ζήτησε κανένας κλειδί. Κανένας δε θέλησε να μπαίνει σ’ αυτή ζωή, έτσι αδιάκριτα όπως μπαίνει τώρα το φως από τις σχισμές των παραθύρων. Στο χέρι μου κρατάω τα κλειδιά από το παλιό σπίτι. Το διαμέρισμα φαντάζει πια σαν δωμάτιο φτηνού ξενοδοχείου. Ήρθε η ώρα να φύγω. Σηκώνομαι και ανοίγω διάπλατα τις ντουλάπες. Για μια στιγμή στέκομαι και τις κοιτάζω άπρακτη. Ξαφνικά αρχίζω να αρπάζω τα πράγματα και να τα πετάω με μανία έξω. Τα μισώ αυτά τα ρούχα. Μου θυμίζουν στιγμές, που είναι πια παρελθόν.
Ονειρεύτηκαν, περπάτησαν ανάμεσα στο φως και τη σκιά, αγαπήθηκαν και τώρα πρέπει να επιστρέψουν στη σιωπή. Τα σκορπίζω δεξιά και αριστερά. Πάω στην κουζίνα και παίρνω τις σακούλες των σκουπιδιών. Αρχίζω να χώνω μέσα τη ζωή, που δεν μπορώ να πάρω μαζί μου. Αδειάζω τα κομοδίνα, τα τραπέζια, οτιδήποτε βρίσκεται μπροστά μου και στοιβάζω τις μαύρες σακούλες τη μία δίπλα στην άλλη. Στο τέλος βρίσκω τις βαλίτσες και αρχίζω να τις κλωτσάω μέσα στο σπίτι. Εκείνη την ώρα συνειδητοποιώ ότι κτυπάει το κουδούνι. Σταματάω τη φασαρία. Αν κάνω ησυχία μπορεί να σωπάσει το κουδούνι. Σταματά και αρχίζει να χτυπά την πόρτα.
-Άχρηστη! Το ξέρω ότι είσαι μέσα! Άνοιξε!
Ο Χρήστος. Δεν θέλω να του ανοίξω.
-Άνοιξε! Ο Αιμίλιος αποχώρησε από την παράσταση.
Πήγα να ανοίξω την πόρτα τρέχοντας.
-Σκέφτηκα ότι το «Σουσάμι άνοιξε» δεν θα έπιανε και είπα να το κάνω λίγο πιο δραματικό, είπε μπαίνοντας μέσα.
-Πλάκα έκανες; Ρώτησα μαζεύοντας τις βαλίτσες.
-Και βέβαια έκανα πλάκα αλλά είμαι σίγουρος ότι θα μου πεις όλα τα επεισόδια, που έχω χάσει και θα έκαναν τον Αιμίλιο να φύγει από την παράσταση.
Πηγαίνοντας προς την κουζίνα, είδε τις σακούλες των σκουπιδιών και άρχισε να τις αδειάζει. Άνοιξε το κινητό και κάλεσε έναν αριθμό.
-Έλα, μην με περιμένετε απόψε. Άκυρο. Έχω να κάνω πατώματα σήμερα. Ναι, έκτακτο περιστατικό. Καταμέτρηση απωλειών, ανταλλαγή αιχμαλώτων και φυσικά να κλάψουμε τον μακαρίτη. Θα τα πούμε αύριο. Προχώρησε στην κρεβατοκάμαρα.
-…Μπορεί και μεθαύριο. Υπήρξαν παράπλευρες απώλειες. Μόνο το wc τη γλύτωσε και αυτό γιατί υπήρξε έγκαιρη παρέμβαση. Πρέπει να κλείσω τώρα. Τα λέμε.
Έκλεισε το τηλέφωνο και επέστρεψε στο σαλόνι. Κάθισε στον καναπέ, απενεργοποίησε το κινητό και το άφησε στο τραπέζι.
-Τι έγινε εδώ μέσα;
Καθόμουν στο πάτωμα, με τον τασούλη δίπλα μου σε μιαν άκρη δίχως να γυρίζω να τον κοιτάξω.
-Ήρθε ο Αιμίλιος; Τσακωθήκατε; Έγινε κάτι;
Άναψα τσιγάρο ανέκφραστη. Δεν είχα όρεξη να του πω τίποτα. Ο Χρήστος ενεργοποίησε ξανά το κινητό και σχημάτισε έναν αριθμό. Το τηλέφωνο καλούσε, όταν το σήκωσε μετά από ώρα ο Χρήστος φάνηκε ξαφνιασμένος.
-Καλημέρα Μαρία. Εδώ Χρήστος. Είσαι καλά; Ο Αιμίλιος, πού είναι;… Δεν μπορεί να μιλήσει; Καλά δεν πειράζει. Να τον πάρω αργότερα;… Όχι; Καλά δεν ήταν τίποτα σημαντικό, μια χάρη ήθελα για κάποιον γνωστό μου. Θα τα πούμε αύριο στο θέατρο. Γεια.
Ο Αιμίλιος δεν σηκώνει τηλέφωνο και έβαλε αντιπρόσωπο. Ό,τι και να ‘γινε δεν ήταν για καλό. Τι θα κάνουμε τώρα θα παίξουμε τον Μουγγοθόδωρο ή τις δέκα ερωτήσεις; Έμαθε κορίτσι μου ότι είσαι έγκυος;
-Όχι.
-Προφανώς η Μαρία βόσκει στα χαμομήλια και δεν έχει πάρει τίποτα γραμμή. Τι έγινε λοιπόν;
- Ο Αιμίλιος έμαθε ότι έγραψα εγώ το έργο.
- Σιγά τον Κολόμβο που ανακάλυψε την Αμερική. Τον ξέρω τον Αιμίλιο δεν θα γινόταν τέτοιος χαμός γιατί κοιμήθηκε με την συγγραφέα του έργου. Έχει πέσει και χαμηλότερα. Λέγε τι άλλο πήγες και έκανες.
- Διάβασε στον υπολογιστή ακόμα ένα κείμενο.
- Είπαμε να ξυπνήσει η συγγραφέας μέσα σου, εσένα όμως βρικολάκιασε παιδάκι μου. Τόσο χάλια ήταν το νέο σου πόνημα;
- Η νέα ιστορία ήταν ο Αιμίλιος.
- Δεν κατάλαβα. Πώς είπατε; Πόσο βλάκας είπαμε κυρία μου πως είστε;
- Ξεκίνησα μια νέα ιστορία. Έγραφα την ιστορία με τον Αιμίλιο. Και δεν ήταν ημερολόγιο.
- Και την ιστορία αυτήν την διάβασε ο Αιμίλιος;
- Δεν χρειάστηκε να τη διαβάσει όλη. Αλλά κατάλαβε. Τσακωθήκαμε και έφυγε.
- Είπαμε να τον κάνεις να σε παρατήσει αλλά δεν χρειαζόταν να το στήσεις όλο αυτό, θα βρίσκαμε κάτι λιγότερο θεαματικό.
Δεν είχα όρεξη να μιλήσω. Σηκώθηκα και άνοιξα τα παραθυρόφυλλα. Ο Χρήστος σηκώθηκε και άνοιξε τον υπολογιστή. Κάθισα στη βεράντα. Είχε δροσιά.
Σκέφτηκα ξανά το ρολόι. Ο ήλιος έπεφτε. Ο Χρήστος προφανώς διάβαζε τα αρχεία στον υπολογιστή και για αυτό δεν μιλούσε. Σήκωσα το κεφάλι στον ουρανό και έκλεισα τα μάτια. Κάτι σκάλωσε, στην ψυχή μου και παλεύει να ξεφύγει δίχως να κάνει τα σωθικά μου πουλόβερ.
Ένοιωσα μια σκιά δίπλα μου και άνοιξα τα μάτια. Ήταν ο Χρήστος. Με κοίταζε ανέκφραστος, απόμακρος. Έκλεισα τα μάτια πάλι. Σε λίγο άκουσα την πόρτα να ανοίγει και να κλείνει με δύναμη πίσω του. Σηκώθηκα και πήγα στα κάγκελα του μπαλκονιού. Είδα τον Χρήστο να κατεβαίνει βιαστικός στο πεζοδρόμιο και να διασχίζει το δρόμο για να περάσει στο απέναντι ρεύμα, που είχε παρκάρει τη μηχανή.
Μια αδιόρατη διαίσθηση, ένα ρολόι που σκάλωσε και μέτρησε το ίδιο δευτερόλεπτο δεύτερη φορά. Ένα αυτοκίνητο, που πέρασε με ταχύτητα. Τικ… Ο Χρήστος στον αέρα και αμέσως μετά στη μέση του δρόμου… Τικ… Το αυτοκίνητο χάθηκε γρήγορα σε μία διασταύρωση παρακάτω. Τακ… Πράγματα σκορπισμένα παντού, αυτοκίνητα σταματημένα. Ορμάω στο σπίτι και αρπάζω το κινητό. Ανοίγω την πόρτα και ενεργοποιώ το κινητό κατεβαίνοντας τρέχοντας τα σκαλιά. Καλώ το 166, μου απαντούν καθώς βγαίνω από την πολυκατοικία
- Άννα Πάντου, ιατρός. Σημειώθηκε τροχαίο ατύχημα στην οδό Περικλέους 22 στο Μαρούσι. Παράσυρση πεζού. Ένας άντρας 30 ετών.
Πλησίασα τον Χρήστο. Του φώναξα να δω αν ακούει. Δεν απάντησε.
-Δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον. Στείλτε το ασθενοφόρο το γρηγορότερο δυνατόν.
Έκλεισα το τηλέφωνο και γονάτισα δίπλα στον Χρήστο. Του ξαναφώναξα.
-Χρήστο μ’ ακούς; Αν ακούς άνοιξε τα μάτια σου.
Ο Χρήστος μούγκρισε από τον πόνο και μισάνοιξε τα μάτια του.
- Χρήστο ξέρεις πού είσαι τώρα;
Προσπάθησε να κουνηθεί μουγκρίζοντας από τον πόνο.
- Μην κινείσαι. Μείνε όπως είσαι. Άνοιξε τα μάτια σου. Έρχεται
ασθενοφόρο.
Με έναν γρήγορο απολογισμό ο Χρήστος είχε κάποια στοιχειώδη επικοινωνία με το περιβάλλον, ένα τουλάχιστον συντριπτικό κάταγμα αντιβραχίου, θλαστικά τραύματα και εγκαύματα τριβής.
- Χρήστο άνοιξε τα μάτια σου τώρα αλλιώς θα σου δώσω το τελευταίο σου γλωσσόφιλο πριν εγκαταλείψεις τα εγκόσμια.
Άνοιξε τα μάτια με ένα μορφασμό πόνου και αηδίας. Ευτυχώς δεν είχε ανισοκορία. Προσπάθησα να πιάσω το σφυγμό του ενώ τον πλησίασα για να ελέγξω την ανάσα του.
-Τι γιατρός είσαι; Με ρώτησε
- Γυναικολόγος. Την πάτησες φίλε μου. Μην κλείσεις τα μάτια. Είμαι επικίνδυνη.
Είχε ταχυκαρδία. Πού στην ευχή ήταν το ασθενοφόρο; Τα αυτοκίνητα είχαν σταματήσει και είχαν μπλοκάρει την κυκλοφορία. Ο κόσμος είχε αρχίσει και μαζεύονταν σαν τα κοράκια. Ζαλίστηκα. Κάθισα στην άσφαλτο. Ένας ήταν αρκετός, δεν χρειαζόταν και δεύτερος. Πήρα μια βαθιά ανάσα και συνέχισα να μιλάω στον Χρήστο ενώ ψηλαφούσα τις κλείδες και στη συνέχεια τον θώρακα.
- Τι μέρα είναι σήμερα;
- Κακή, ψυχρή και ανάποδη!
Είχε 2 τουλάχιστον σπασμένα πλευρά αριστερά. Λεκάνη, μηριαία, κνήμη, περόνη εντάξει.
- Πού βρίσκεσαι;
- Παράτα με! Πονάω!
- Πού πονάς;
- Παντού;
Πού ήταν το ασθενοφόρο; Τικ…. Τικ…. Άκουσα σειρήνα
Ασθενοφόρου. Δόξα τω θεώ. Το ασθενοφόρο πλησίασε, οι διασώστες κατέβηκαν και έβγαλαν τη σκούπα. Τον έβαλαν επάνω και τον οδήγησαν στο ασθενοφόρο. Μάζεψα τα πράγματά του από το δρόμο και πλησίασα την πόρτα του ασθενοφόρου.
- Μπορώ να έρθω μαζί σας; Είμαι ιατρός και σύνοδος του κυρίου.
Να ‘ναι καλά τα παιδιά, δεν μου αρνήθηκαν και βρέθηκα ξανά σε ένα ασθενοφόρο να μετράω αντίστροφα μέχρι το νοσοκομείο. Ο Χρήστος έκλεισε τα μάτια του.
- Δεν είναι ώρα για ύπνο, του είπα. Άνοιξε τα μάτια σου.
Ο διασώστης πήρε μία πίεση. Τα πράγματα δεν ήταν καλά. Έκανε
Νόημα στον οδηγό να βιαστεί. Τρέχαμε μέσα στην κίνηση. Κολλούσαμε πίσω από αυτοκίνητα που αδιαφορούσαν για τις σειρήνες, προσπερνούσαμε κορνάροντας αυτοκίνητα και παραβιάζαμε κόκκινους σηματοδότες. Ο Χρήστος έπεφτε γρήγορα. Ευτυχώς φτάσαμε στο νοσοκομείο όσο αντιδρούσε ακόμα στα ερεθίσματα.
Το ασθενοφόρο σταμάτησε μπροστά στην είσοδο των εκτάκτων περιστατικών του νοσοκομείου που εφημέρευε. Τον κατέβασαν με το φορείο όπως ήταν στην σκούπα και τον μετέφεραν στο ιατρείο των εκτάκτων. Πήγα να μπω πίσω του μα με διώξαν έξω.
-Είμαι γιατρός, είπα αλλά δεν μου έδωσε κανένας σημασία.
Σε λίγο βγήκε ένας ειδικευόμενος και με ρώταγε τα στοιχεία του Χρήστου. Τα έδωσα και χάθηκε μέσα στο ιατρείο πάλι για να βγει ένας νοσηλευτής με τα φιαλίδια για τα εργαστηριακά τρέχοντας. Ένοιωσα μια σουβλιά στην κοιλιά και γονάτισα. Κοίταζα την πόρτα ακίνητη από το πάτωμα και μάντευα τι κάνουν μέσα. Βάζουν φλέβες, ειδοποιούν επιμελητές, πίεση, ορούς, κλινική εξέταση, συνεννόηση για υπέρηχο και αξονική.
Βλέπω τα πόδια μιας νοσοκόμας.
-Πρέπει να φύγετε μου λέει. Εμποδίζετε.
Την κοιτάζω και δίχως να πω τίποτα προσπαθώ να σηκωθώ. Μια δεύτερη σουβλιά και γονατίζω πάλι.
-Είστε καλά; με ρωτά.
- Ναι
-Χτυπήσατε και εσείς;
Της γνέφω αρνητικά καθώς με βοηθά να σηκωθώ.
Καθώς κάθομαι στην καρέκλα, βλέπω τον Χρήστο στο φορείο με τον ορό να τον παίρνουν. Σηκώνομαι να τον ακολουθήσω. Πηγαίνουν για αξονική. Περιμένω από έξω. Κόσμος πηγαίνει και έρχεται βιαστικά χωρίς να με κοιτά. Σαν να μην υπάρχω. Δεν διασταυρώνονται τα βλέμματά μας για να μην ρωτήσω. Και εγώ δεν ρωτώ. Ξέρω. Και περιμένω.
Βγαίνουν οι γιατροί. Με τις άσπρες ποδιές. Φαντάζουν τόσο μακριά όλα αυτά.
-Δεν έχει κρανιοεγκεφαλική κάκωση, έχει ρήξη σπληνός και συντριπτικό κάταγμα δεξιού αντιβραχίου. Μπαίνουμε στο χειρουργείο για να κάνουμε σπληνεκτομή και στη συνέχεια θα φτιάξουν οι ορθοπεδικοί το χέρι.
Συγκατανεύω θετικά και τους ακολουθώ μέχρι την είσοδο του χειρουργείου. Παρακολουθώ την πόρτα να κλείνει πίσω τους. Κάθομαι στην καρέκλα. Παραδίπλα ένα τεράστιο ρολόι. Το βλέμμα μου το προσπερνά αδιάφορα και καρφώνομαι στην πόρτα ξανά.
Κάποια στιγμή ακούω ένα κινητό να χτυπά. Χτυπά ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι είναι το κινητό του Χρήστου και χτυπά μέσα στην τσάντα του. Το βγάζω και το ανοίγω δίχως να δω την κλήση.
- Έλα ρε Χρήστο, τι θέλεις και δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι την πρόβα; Ήταν ο Αιμίλιος.
Έβλεπα την πόρτα να λιώνει και να χάνεται.
- Ο Χρήστος δεν μπορεί να σου μιλήσει τώρα.
- Γιατί; Δώσ’ τον μου να του μιλήσω.
- Ένα αυτοκίνητο τον παρέσυρε και είναι στο χειρουργείο τώρα
στο ΚΑΤ.
- Αν είναι κανένα από τα αρρωστημένα αστεία σου θα…
Έκλεισα το τηλέφωνο και το απενεργοποίησα. Η πόρτα βρισκόταν
ακόμα εκεί. Έμπαινε και έβγαινε κόσμος από το χειρουργείο αλλά ο Χρήστος αργούσε. Έσφιξα τα πράγματά του πάνω μου. Μια νοσοκόμα μου έφερε τα πράγματά του σε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών. Την άφησε δίπλα μου, υπέγραψα το πρωτόκολλο παραλαβής και σκεφτόμουν την έκφραση του, όταν έφευγε. Αλλά δεν θα έφευγε, όχι τώρα.
Ένοιωσα ένα χέρι πάνω στον ώμο μου να με σκουντά. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα την Μαρία.
- Άννα είσαι καλά;
Έγνεψα παραιτημένη καταφατικά.
- Σου μιλάω τόσην ώρα και δεν με ακούς. Μήπως χτύπησες και
εσύ;
- Όχι.
- Πού είναι ο Χρήστος;
- Μέσα;
- Είναι βαριά;
- Όχι.
Έσκυψα το κεφάλι. Δεν ήθελα να συνεχίσω τη συζήτηση. Άκουσα
τον Αιμίλιο να τηλεφωνεί και να ενημερώνει τους υπόλοιπους της παράστασης για το ατύχημα του Χρήστου. Ο Χρήστος αργούσε ακόμα. Κάποια επιπλοκή είχε κάνει σίγουρα. Σε λίγο άρχισαν να καταφτάνουν οι υπόλοιποι της παράστασης. Άρχισαν να ψιθυρίζουν, να δείχνουν κατά το μέρος μου, και σταδιακά να συζητούν πιο δυνατά. Σε λίγο ήρθε ο σκηνοθέτης της παράστασης προς το μέρος μου.
- Ο Χρήστος χτυπήθηκε έξω από το σπίτι σου. Δεν ξέρω ακριβώς τι σχέση έχεις αλλά είμαι σίγουρος, ότι εσύ ευθύνεσαι. Σήκω και φύγε τώρα, πριν γίνει σκηνή.
Σηκώθηκα με τα πράγματα του Χρήστου στα χέρια μου.
- Άφησε τα και εξαφανίσου από εδώ.
Τα άφησα και κατευθύνθηκα προς το ασανσέρ. Εκείνη την ώρα
έβγαζαν τον Χρήστο από το χειρουργείο. Δεν ήταν διασωληνωμένος, είχε γίνει η εξωτερική οστεοσύνθεση. Τους είδα να με αγριοκοιτούν καθώς ακολουθούσαν το φορείο και κόσμος άρχισε να μαζεύεται. Βγήκα έξω από το νοσοκομείο. Είχε νυχτώσει.
Πήρα ένα ταξί και επέστρεψα σπίτι. Άδειασα τις σακούλες και ταχτοποίησα ξανά τα πράγματα στη θέση τους.



Αν άλλαζα όνομα σήμερα, θα με αγαπούσες ακόμα το ίδιο;



Πετάχτηκα από το κρεβάτι μου. Εφιάλτης ήταν. Σηκώθηκα και πήγα να φτιάξω καφέ. Επέστρεψα με την κούπα και είδα τα ματωμένα μου ρούχα. Κάθισα στον καναπέ και άναψα τσιγάρο. Στο τραπέζι ήταν τα κλειδιά από το παλιό σπίτι. Έπρεπε να περιμένει. Βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταξα το δρόμο. Κόσμος περνούσε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Γύρισα μέσα στο σπίτι, έκανα μπάνιο άνοιξα το συρτάρι με τα κλειδιά, πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου και κατέβηκα στο parking. Το αυτοκίνητο με περίμενε βδομάδες τώρα στη σκόνη και τη σιωπή. Άνοιξα το πορτμπαγκάζ και το σάκο, που είχα μέσα. Τον πήρα και βγήκα στο δρόμο να περιμένω. Μετά από λίγη ώρα σταμάτησε ταξί και σε λίγο έφτασα στο νοσοκομείο. Πλήρωσα και κατέβηκα. Αναστέναξα και προχώρησα στην είσοδο του νοσοκομείου.
Φτάνοντας άφησα τον σάκο στο πάτωμα, τον άνοιξα, έβγαλα την άσπρη ποδιά και τα ακουστικά και κρατώντας τη διπλωμένη στο ένα χέρι και στο άλλο τον σάκο ξεκίνησα να ψάχνω τον θάλαμο τον Χρήστου. Δεν άργησα να τον βρω. Μπήκα μέσα. Ευτυχώς δεν ήταν κανένας από την παράσταση εκεί. Τον πλησίασα. Ήταν στραπατσαρισμένος για τα καλά ο κακομοίρης. Άφησα τον σάκο στο πάτωμα, την ποδιά πάνω στο κρεβάτι και τον πλησίασα.
- Ξύπνα ωραία κοιμωμένη. Έφερα φαγητό!
Ο Χρήστος άνοιξε αμέσως τα μάτια του.
- Θα ΄θελες! Δεν έχει φαγητό σήμερα! Θα ξεχειλώσει το γαζί που
σου πέρασαν.
Ήταν ακόμα με τα αίματα του χειρουργείου. Άνοιξα τον σάκο και έβγαλα μία πετσέτα και τα ρούχα της εφημερίας. Έβρεξα την πετσέτα με τον φυσιολογικό ορό και τράβηξα το σεντόνι.
- Μωρό μου ετοιμάσου, απόψε θα γίνεις δικός μου.
- Και συ θα ντυθείς νοσοκόμα; Με ρώτησε
- Η επιθυμία σας διαταγή απάντησα και φόρεσα την ποδιά μου. Ξεκίνησα να τον καθαρίζω με την πετσέτα. Τράβηξα τα
Πράσινα και συνέχισα να τον καθαρίζω. Έβγαλα τη στολή που φορούσα στο μαιευτήριο και τον βοήθησα να τη φορέσει.
- Τώρα σε έντυσα μαμίτσα. Αύριο λέω να σε ντύσω αφέντρα και μεθαύριο υπερπαραγωγή.
Δίπλωσα τα πανιά του χειρουργείου, τα άφησα σε μια άκρη και
Πέταξα τα χαρτιά. Έβαλα την πετσέτα πίσω στο σάκο και έψαξα για καρέκλα. Δεν υπήρχε.
- Δεν θέλω να ξανάρθεις εδώ, μου είπε ψυχρά. Δεν ξέρω ποια είσαι και δεν ξέρω αν σε γνώρισα ποτέ. Φύγε σε παρακαλώ. Τώρα.
Έβγαλα την ποδιά, την έριξα στον σάκο αμίλητη, τον πήρα και γύρισα προς την πόρτα. Βγαίνοντας βιαστικά έπεσα σε κάποιον. Σήκωσα το βλέμμα μου, ψελλίζοντας «συγγνώμη» και είδα τον Αιμίλιο. Με έπιασε την ώρα, που παραπάτησα και με κράτησε. Μια στιγμή, μια σιωπή, εσύ. Μάζεψα τον σάκο από το πάτωμα. Η Μαρία στεκόταν πίσω του. Πήρα τον σάκο και έφυγα.
Βγήκα από το νοσοκομείο και άρχισα να περπατώ στο δρόμο άσκοπα. Δεν ξέρω πού πηγαίνω, ούτε και με ενδιαφέρει καθώς δεν με περιμένει κανείς. Κρύβομαι μέσα στον κόσμο, πίσω από τα γυαλιά ηλίου. Δεν ξέρω αν θέλω να γυρίσω σπίτι. Η εικόνα του Χρήστου στο δρόμο γυρίζει στο μυαλό μου ξανά και ξανά. Παλεύω να της ξεφύγω μα σαν σκυλί με ακολουθεί. Ξαφνικά νοιώθω ένα χέρι στον ώμο μου. Λάθος κάνουν, σκέφτομαι και συνεχίζω να προχωρώ δίχως να γυρίσω το κεφάλι μου. Κάποιος με πιάνει από το χέρι και με αναγκάζει να σταματήσω. Είναι ο Αιμίλιος. Απελευθερώνω το χέρι μου και συνεχίζω να περπατώ. Ο Αιμίλιος μπαίνει μπροστά μου και με αναγκάζει να σταματήσω.
- Είσαι καλά;
- Πάντα είμαι καλά. Άφησέ με να περάσω.
- Πού πηγαίνεις;
- Στο διάολο.
Βάζει το χέρι του στο πρόσωπό μου και μου βγάζει τα γυαλιά
ηλίου. Βλέπω τον κόσμο να σταματά γύρω μας. Του παίρνω τα γυαλιά, τα φοράω και προσπαθώ να ξεκινήσω. Πλησιάζει στο αυτί μου και μου ψιθυρίζει.
- Έχουμε γίνει θέαμα. Έλα μαζί μου σε παρακαλώ. Θέλω να σου
μιλήσω.
Κοιτάζω τον κόσμο και μετά τον Αιμίλιο. Μας παρακολουθούν.
- Πάμε.
Προχωρεί μπροστά και εγώ τον ακολουθώ. Θέλω να το σκάσω
αλλά νοιώθω τα μάτια τους καρφωμένα πάνω μου. Προχωράω και φτάνουμε στη μηχανή του. Ξεκινάμε και σε λίγο φτάνουμε στο διαμέρισμά μου. Μπαίνουμε μέσα χωρίς να πούμε λέξη. Στο πάτωμα είναι πεταμένα τα ματωμένα μου ρούχα. Τα παίρνω και τα πηγαίνω στο μπάνιο.
- Τι θα πιείς; Τον ρωτάω από την κουζίνα.
- Έναν καφέ. Ό,τι έχεις.
Φτιάχνω καφέ και ανοίγω το ψυγείο να βγάλω μια μπύρα. Βγάζω
τα εφεδρικά τσιγάρα από το ντουλάπι. Ανοίγω τη μπύρα και ανάβω τσιγάρο όσο ετοιμάζεται ο καφές.
- Δεν νομίζεις ότι είναι λίγο νωρίς για μπύρα; Με ρωτά ο
Αιμίλιος που έχει μπει στην κουζίνα παίρνοντάς μου το κουτί από το χέρι.
- Μπορώ να την πιώ τώρα, μπορώ να κάνω υπομονή και να την
πιώ αργότερα όταν φύγεις. Πες μου τώρα, γιατί ήρθες;
- Ήρθα να ζητήσω συγγνώμη. Δεν έπρεπε να σε χτυπήσω. Βγήκα
εκτός εαυτού.
- Δεν πειράζει. Συχωρεμένος.
Βάζω 2 κούπες καφέ, του προσφέρω την μία και επιστρέφουμε στο
σαλόνι.
- Δε φταις εσύ για ότι έγινε. είπε ο Αιμίλιος
- Ο Χρήστος ήταν εδώ. Χτύπησε έξω από το σπίτι μου.
- Το ξέρω, μας το είπε.
- Δεν θέλει να με ξαναδεί… Τώρα τι κάνουμε εδώ; Είπα και
Σηκώθηκα από τον καναπέ. Γιατί το συζητάω μαζί σου; Δεν είμαστε καν φίλοι. Δεν ξέρω Αιμίλιε. Αλήθεια, είμαστε τίποτα; Τώρα;
- Θεωρώ το ότι μας έκρυψες ποια είσαι και τι θες, πραγματικά
απαράδεκτο. Αλλά ακόμα και αν δεν το πιστεύεις, σε νοιάζομαι. Σε βλέπω πως δεν είσαι καλά. Όσο και αν λες ότι είσαι.
Σηκώθηκε και με αγκάλιασε. Έκανα μια κίνηση να απομακρυνθώ αλλά δεν με άφησε.
- Και ο Χρήστος σε νοιάζεται. Δεν σε κατηγορεί για το ατύχημα.
Μιλήσαμε. Νοιώθει ότι τον χρησιμοποίησες. Θα γίνει καλά και θα τα συζητήσετε με την ησυχία σας. Κοίτα με. Μην κοιτάς την κουζίνα. Δεν θα βρεις καμία λύση εκεί.
Έσκυψε και με φίλησε. Ήθελα να τον πετάξω έξω από το σπίτι
αλλά δεν μπορούσα. Μου ‘χε λείψει το ψέμα του. Όλοι δικαιούμαστε ένα μικρό ψέμα, έτσι δεν είναι; Άρχισε να βγάζει τα ρούχα μας και να τα πετάει στο πάτωμα καθώς με οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρα. Τώρα. Εδώ. Αυτό έχει σημασία. Το βλέμμα του τη στιγμή που χάνεται.
Ανατρίχιασα. Μια αόρατη παγωμένη ανάσα στην πλάτη μου. Πετάχτηκα και άρχισα να ντύνομαι. Το κινητό του Αιμίλιου άρχισε να χτυπά. Το σήκωσε.
- Ναι, Μαρία. Έρχομαι να σε πάρω… Ναι… Ναι… Όχι, δεν
προλαβαίνουμε απόψε… Ναι. Και εγώ σ’ αγαπάω.
Έβαλα τα γυαλιά ηλίου και βγήκα στο μπαλκόνι.
- Η πρόβα θα γίνει κανονικά. Να ‘ρθεις. Μην σε νοιάζει τι λένε
οι άλλοι. Μην ξεχνάς το στόχο σου, είπε και έφυγε.
Πήγα στην κουζίνα. Φυσικά και δεν θα πήγαινα στην πρόβα. Πήρα την ανοιγμένη μπύρα καθώς και όλες όσες είχα στο ψυγείο. Κάθισα στο πάτωμα του μπαλκονιού για να φαίνομαι όσο το δυνατόν λιγότερο και άρχισα να τις αποδεκατίζω. Πρέπει να λιποθύμησα πριν τις καταφέρω όλες.
Συνήλθα με έναν τρομερό πονοκέφαλο και στην προσπάθειά μου να σηκωθώ, άρχισα να ξερνάω μέχρι τελικής πτώσεως. Είχε νυχτώσει. Τράβηξα τα γυαλιά από τους εμετούς και μπήκα στο μπάνιο. Όλα φαντάζουν λίγο καλύτερα μετά από ένα ζεστό μπάνιο, έτσι δεν λένε; Ε, λοιπόν δεν φαντάζουν. Ντύθηκα και άνοιξα τον υπολογιστή. Έβαλα μουσική και πήγα να καθαρίσω.
Κάθισα στο σκοτάδι του σπιτιού, να χαζεύω το ημίφως της πόλης. Το παιχνίδι πλησίαζε στο τέλος του. Οι παίκτες άρχισαν να σηκώνονται από το τραπέζι. Μωρό μου, δεν μπορείς να κερδίσεις, αν παίζεις μόνος σου. Θα ‘πρεπε να κόβουν τη μοναξιά κομματάκια και να τη μοιράζουν. Να τη σκορπίζουν στους δρόμους για να γνωρίζει καθένας τη δικιά του και να γυρίζει εκεί από όπου ξεκίνησε.
Θα ‘πρεπε… αλλά σ’ αυτή τη νύχτα του εξοστρακισμού δεν ταιριάζουν οι λέξεις.

Το τσιγάρο είναι το μόνο που καίγεται για μένα

Ξημέρωσε. Το φως χώνει τις θρασύτατες αχτίδες του στο διαμέρισμα, προσπαθούν να με αγγίξουν. Κλείνω τα παραθυρόφυλλα και βάζω καφέ στην καφετέρια. Κοιτάζω το απενεργοποιημένο κινητό και το βάζω στο ντουλάπι με τα τσιγάρα. Πιάνω τα τσιγάρα και τα στιγμή που πάω να ανάψω ένα, αποφασίζω να το πετάξω. Αρκετά με την αυτολύπηση. Ενεργοποιώ το κινητό, καλώ τις πληροφορίες καταλόγου και ψάχνω τον πλησιέστερο γυναικολόγο. Σημειώνω όνομα, διεύθυνση και τηλέφωνο, ετοιμάζομαι και πηγαίνω στο ιατρείο.
Μπαίνω στην αίθουσα αναμονής. Δεν είναι κανείς. Η πόρτα του εξεταστηρίου είναι μισάνοιχτη. Μια γυναίκα γύρω στα 40 στέκεται πίσω από έναν υπολογιστή. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Με καλημέρισε και μου ζήτησε να καθίσω. Μου πήρε ένα μικρό ιστορικό, της εξήγησα ότι είμαι συνάδελφος και προχωρήσαμε στον υπέρηχο. Είδα το μωρό, άκουσα την καρδιά του. Η γυναικολόγος βλέποντάς με ανέκφραστη, με ρώτησε αν είναι επιθυμητή η εγκυμοσύνη. Συνειδητοποίησα ότι μέσα στο μυαλό μου το είχα μονίμως σε εκκρεμότητα, δεν είχα ακόμα απάντηση και ο χρόνος πίεζε αμείλικτος. Πλήρωσα και έφυγα. Πώς αποφασίζει κανείς σε τέτοιες περιπτώσεις;
Ο Αιμίλιος ήταν σίγουρα εκτός. Δεν θα του το έλεγα, όπως και δεν του το είχα πει μέχρι σήμερα. Ο Λημνιός είχε σοβαρότερα πράγματα να σκεφτεί τώρα. Κανένας δεν σκέφτεται σωστά με άδειο στομάχι και εγώ στην προκειμένη περίπτωση, δεν σκέφτομαι καθόλου. Κάθισα σε ένα εστιατόριο και παρήγγειλα. Έβλεπα τους υπόλοιπους, ζευγάρια ή παρέες να διασκεδάζουν. Ζήτησα και κρασί. Από αύριο θα μείωνα το αλκοόλ, αύριο, όχι απόψε.
Έφεραν το φαγητό και ξεκίνησα να τρώω. Ποια είναι η σωστή απάντηση; Υπάρχει; Κοίταζα την άδεια θέση απέναντί μου. Πάντα υπήρχε μια άδεια θέση. Ξαφνικά νόμισα πως άκουσα μια φωνή να λέει «άσε με να τη γεμίσω εγώ αυτή τη θέση». Είμαι σε παράκρουση σκέφτηκα και συνέχισα να τρώω το φαγητό μου. Εκείνη τη στιγμή άκουσα φασαρία και σήκωσα το κεφάλι μου. Ο Αιμίλιος και η Μαρία είχαν έρθει στο εστιατόριο και οι πιτσιρίκες είχαν περικυκλώσει τον Αιμίλιο για αυτόγραφα. Χαμογέλασα και συνέχισα το φαγητό μου.
Ήθελα να είναι και ο Αιμίλιος για να πάρω την απόφαση, έτσι δεν ήταν; Να τος λοιπόν. Θα κρατούσα το μωρό, χωρίς να του πω τίποτα. Η ιστορία μου με τον Αιμίλιο είχε τελειώσει. Με το μωρό μόλις ξεκινούσε. Σε λίγο προστέθηκε στην παρέα τους ακόμα ένα ζευγάρι ηθοποιών. Ζήτησα τον λογαριασμό και παρακάλεσα αν γινόταν να φύγω από κάποια άλλη πόρτα. Πλήρωσα και βγήκα από την πόρτα του προσωπικού.
Σκέφτηκα τον Λημνιό. Ήθελα να τον δω αλλά εκείνος ήταν αποφασισμένος να με αποφύγει. Τόσο το χειρότερο για αυτόν. Λουλούδια ή σοκολατάκια; Ανόητη ερώτηση και φυσικά σοκολατάκια! Αγόρασα τα σοκολατάκια μου και πήγα στο νοσοκομείο. Στην είσοδο κάπνισα το τελευταίο τσιγάρο και στη συνέχεια πέταξα το πακέτο και τον αναπτήρα στα σκουπίδια.
Μπήκα στο νοσοκομείο και κατευθύνθηκα στην κλινική, που τον είχαν. Βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο. Μπήκα μέσα αλλά δεν βρισκόταν στο κρεβάτι του. Ρώτησα τους υπόλοιπους στο θάλαμο, πού βρισκόταν και μου απάντησαν ότι είχε πάει με παρέα στο κυλικείο. Τους άφησα τα σοκολατάκια και έφυγα. Δεν ήθελα να δω κανέναν από την παράσταση. Η Αθήνα ξαφνικά είχε γίνει εξαιρετικά μικρή και με έπνιγε. Ήθελα τσιγάρο. Αλλά όχι, δεν θα κάπνιζα. Βγήκα στο δρόμο και ξεκίνησα να περπατώ.
Βρήκα ένα internet café και μπήκα μέσα. Δεν ήθελα να κλειστώ πάλι στο σπίτι. Κάθισα σε έναν υπολογιστή και άρχισα να χαζεύω στο internet. Μ’ αρέσει η ιδιόμορφη ησυχία τους. Σαν τα κύματα μιας παράξενης θάλασσας άκουγα τους ήχους από τα πληκτρολόγια των άλλων, χωρίς κανένας να μου δίνει σημασία. Διάβαζα ποιήματα, που δεν θα συναντούσα ποτέ, έριχνα αδιάκριτες ματιές μέσα στη σιωπή στις ζωές των άλλων. Από κάπου στο δρόμο άρχισε να ακούγεται μουσική. Ένα ακορντεόν και μια αντρική φωνή να τραγουδούν και μετά από λίγο να χάνονται στον παρακάτω δρόμο. Οι λέξεις ξεχύνονταν από την οθόνη και έτρεχαν ξωπίσω τους. Ανοίγω μια πασιέντζα και χαζεύω τα χαρτιά. Κλέβω τον καπνό απ’ το τσιγάρο του διπλανού και παίζω καθώς διαβάζω.
Οριοθετώ την επιλεκτική αργία του σήμερα μέσα σε λέξεις πίνοντας τον καφέ μου μέχρι που νοιώθω ένα χέρι στην πλάτη μου. Γυρίζω και βλέπω τον Στέφανο. Κάποιος μου κάνει πλάκα, δεν εξηγείται αλλιώς.
- Καλησπέρα.
- Καλησπέρα Στέφανε.
- Τι κάνεις εδώ;
- Χαζεύω στο internet.
- Κλείσε τον υπολογιστή και έλα μαζί μου. Θα αργήσουμε για
πρόβα. Έλα θα σε πάω εγώ. Έχω παρκάρει το αυτοκίνητο εδώ κοντά.
- Νομίζω πως είναι καλύτερα για όλους να μην έρθω. Θα
περιμένω μέχρι να βγει ο Λημνιός από το νοσοκομείο και μετά θα φύγω.
- Άσε τα νάζια. Πάμε. Δεν έχεις περιέργεια να δεις το έργο;
- Όχι
- Λες ψέματα.
- Έλα. Θα ζητήσω τα κλειδιά και θα κάνουμε θεατρικό παιχνίδι
Μόλις τελειώσει η πρόβα. Μου είπε ο Χρήστος ότι είσαι καλή και είμαι περίεργος. Δεν έχουμε δουλέψει το ρόλο μαζί.
- Έχετε σκηνοθέτη.
- Άσε τα πολλά λόγια και έλα μαζί μου, μου είπε και με σήκωσε
από την καρέκλα. Πληρώσαμε και πήγαμε προς το αυτοκίνητο.
- Ήμουν με τον Χρήστο στο νοσοκομείο. Γιατί έφυγες σήμερα
χωρίς να τον δεις;
- Δεν ξέρω. Μου είπαν ότι ήταν με παρέα και δεν ήξερα τι να του
πω.
- Γιατί έχει εκνευριστεί μαζί σου; Και σίγουρα δεν είναι για το
ατύχημα. Τι έχει συμβεί;
- Δεν μπορώ να σου πω. Είναι προσωπικό.
- Σεβαστό. Τελικά εσύ έχεις γράψει το κείμενο;
- Έχει σημασία η απάντηση;
- Ναι.
- Ναι, εγώ το έγραψα.
- Ο Χρήστος το ήξερε;
- Το κατάλαβε σε κάποιους αυτοσχεδιασμούς, που έγιναν μετά
από τις κανονικές πρόβες.
- Είσαι γιατρός;
- Ναι, γυναικολόγος. Δεν έχω καμία σχέση με το θέατρο.
- Δεν μας συμπαθείς ιδιαίτερα, έτσι δεν είναι;
- Δεν είναι αυτό. Σκέφτομαι ότι όλη αυτή η προσπάθεια ίσως
τελικά να ήταν ένα τεράστιο λάθος.
- Δεν είναι λαθεύει το όνειρο.
- Αυτό είναι καλό. Αλλά μάλλον έχω ξυπνήσει τώρα.
- Όχι, πριν χτυπήσει το τρίτο κουδούνι.
- Άνοιξε το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου
- Τι έχει;
- Άνοιξε και θα δεις, είναι το πρόγραμμα της παράστασης. Μας
τα έφεραν χτες.
Ξεφύλλισα το πρόγραμμα και άρχισα να χαζεύω τις φωτογραφίες από την παράσταση.
- Το αγαπάς το έργο έτσι δεν είναι;
- Περισσότερο από ότι θα στοιχημάτιζες.
- Πάμε λοιπόν να μου το αποδείξεις στη σκηνή.
Φτάσαμε στο θέατρο, παρκάραμε και μπήκαμε μέσα. Όλοι ήταν
εκεί εκτός από τον Χρήστο. Πήγα στις πρώτες θέσεις κρατώντας σφιχτά το πρόγραμμα στα χέρια μου σαν ασπίδα. Κάθισα αναπαυτικά και έβλεπα τους ηθοποιούς να ετοιμάζονται. Σίγουρα ήταν το κατάλληλο βράδυ για θεατρικό παιχνίδι.


Αν ακουμπήσω τους εφιάλτες μου στον κρόταφό σου, θα έρθεις να παίξουμε;


Η πρόβα τελείωσε. Ο Στέφανος ζήτησε τα κλειδιά του θεάτρου και οι άλλοι αποχώρησαν. Άνοιξα την τσάντα μου και έβγαλα ένα cd και το έβαλα στο ηλεκτρολογείο. Το θέατρο γέμισε από τη μουσική του Big Blue. Ο Στέφανος μάζευε τα σκηνικά στην άκρη της σκηνής και εγώ πήγα στα καμαρίνια για να αλλάξω. Έβγαλα από την τσάντα μία μαύρη μπλούζα και ένα μαύρο παντελόνι και τα φόρεσα. Φόρεσα μία μαύρη μάσκα, που είχα στην τσάντα. Πήγα στη σκηνή όπου ο Στέφανος είχε αφήσει μόνο μία καρέκλα και είχε καθίσει και αυτοσυγκεντρωνόταν με τα μάτια κλειστά.
Τον πλησίασα και στάθηκα πίσω από την πλάτη του. Η μουσική άλλαξε. Marilyn Manson Sweet Dreams.
- Αν ακουμπήσω τους εφιάλτες μου στον κρόταφό σου, θα έρθεις
να παίξουμε; του είπα στο αυτί.
- Σημάδεψε καλά, μα πρόσεξε. Νύχτωσε και εσύ δεν είσαι στο
κρεβάτι σου μικρή μου.
Άνοιξε τα μάτια, σηκώθηκε, μου έβγαλε την μάσκα και την πέταξε κάτω από τη σκηνή.
- Δαγκώνω στιγμές, μπήγω τα νύχια μου στη σιωπή, μαχαιρώνω
τον άρτο ημών τον επιούσιο. Έσπασα τα πόδια του αμνού, του φόρεσα κορδελάκια και λουράκι και τον έβγαλα βόλτα στα πράσινα λιβάδια.
- Κρατώ το μαχαίρι σου σφιχτά ανάμεσα στις λέξεις μου.
Καμαρώνω τα κορδελάκια μου και παραπατώντας σ’ ακολουθώ. Κοίτα με. Αποζητώ το χάδι σου όταν μηρυκάζω το παρελθόν, την ανάσα σου όταν μαδάω το κοράκι σου, το αίμα σου όταν καθαρίζω τα παπούτσια μου.
- Διάλεξε δέντρο, να σε κρεμάσω μετά το φιλί. Διάλεξέ μου
σώμα για απόψε. Κάρφωσα τις ιστορίες μου στα ξερόκλαδα τους. Στάζουν αλάτι και μελάνι, να γλιστράς στα κλαδιά καθώς θα σκίζουν το κορμί σου.
- Τι γεύση έχει το γυμνό κορμί σου; Ποια συχνότητα διαλέγει η
ηδονή σου; Άραγε είσαι το ίδιο άσχημη και με τα φώτα σβηστά;
- Μυρίζω τη μοναξιά σου στα βήματά σου, στην ανάσα σου, στο
βλέμμα σου. Βρωμάει και ζέχνει έτσι πεινασμένη καθώς είναι. Κοιμάται στα σεντόνια σου, καπνίζει τα τσιγάρα σου και όταν πλήξει, παίρνει τις γυναίκες σου και φεύγει.
- Σ’ ακούω να αλυχτάς τις νύχτες στις ταράτσες των σπιτιών,
ζητιανεύοντας δρόμους και σκουπίδια.
- Σε διαβάζω με την αφή, σαν προχειρογραμμένο σκονάκι. Μα
δεν ήσουν απ’ τα sos. Σου έδωσαν κάτι, το κουβαλάς, μα δεν ήρθε ποτέ κανένας να στο ζητήσει. Πόσο ακόμα θα στέκεσαι στα σταυροδρόμια. με τα χέρια σφιγμένα; Κοίτα τους, για σένα δεν ξεκίνησε κανείς.
- Πλέκω συρματοπλέγματα και στα πετάω, να σε πιάσω, να σε
δέσω, να σε κάνω να σωπάσεις.
- Εμένα πλέκεις και ματώνουν τα χέρια σου. Και όταν με
ταιριάξεις κατά πως με θες, βλέπεις το πρόσωπό σου στα χέρια σου και τρομαγμένος με πετάς.
- Μια γεύση στεγνώνει στο στόμα μου. Η δική σου. Μα κάτι της
λείπει… να δεις τι…
Με έπιασε και με φίλησε στο στόμα. Έκλεισα τα μάτια μου για μια
στιγμή και είδα τον Αιμίλιο. Τραβήχτηκα και πήγα στην άκρη της σκηνής. Είδα τον Αιμίλιο, τη Μαρία και τους υπόλοιπους της παράστασης να χειροκροτούν τον Στέφανο για την παράστασή του.
Ζαλίστηκα. Έβλεπα τον Αιμίλιο σε δύο διαφορετικά μέρη ταυτόχρονα. Στις κερκίδες να χειροκροτεί και πάνω στη σκηνή. Τα πόδια μου λύγισαν, τα πάντα μαύρισαν και λιποθύμησα πάνω στη σκηνή. Όπως ήμουν πεσμένη στη σκηνή είδα ένα κομμάτι φως στα χέρια μου, τα έκλεισα και όταν τα άνοιξα ξανά, εκείνο άρχισε να γλιστρά σαν την άμμο ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Ένα βουητό με ενοχλούσε, προσπάθησα να απομακρυνθώ. Άρχισα να βλέπω τον Στέφανο, να προσπαθεί να με συνεφέρει και από πίσω του την Μαρία και την Ελπίδα. Ανακάθισα και σηκώθηκα να πάω στα καμαρίνια. Παραπάτησα και η Ελπίδα έτρεξε να με στηρίξει. Πήγα στα καμαρίνια, πήρα την τσάντα μου και βγήκα από το θέατρο.
Έτρεχα σχεδόν μέχρι να φτάσω στη γωνία του τετραγώνου. Μόλις έστριψα στηρίχτηκα στον τοίχο και σκέφτηκα τον Αιμίλιο και το φως που σκορπιζόταν. Τα γόνατά μου λύθηκαν και γονάτισα και τελικά κάθισα στο πεζοδρόμιο. Είδα ένα ζευγάρι παπούτσια. Ξαφνικά ένοιωσα να ζεσταίνομαι, να ιδρώνω και πως ο αέρας δεν ήταν αρκετός. Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και είδα τον Αιμίλιο. Πού είχε πάει ο αέρας; Πίσω του στεκόταν η Μαρία. Προσπάθησαν να με σηκώσουν αλλά αντιστάθηκα.
Πανικοβλήθηκα. Ένοιωθα ότι πνιγόμουν, ότι ο αέρας έφευγε όπως το φως μακριά μου. Πανικοβλήθηκαν και οι υπόλοιποι. Έβαλα τις χούφτες μου στο πρόσωπο και άρχισα να ανασαίνω μέσα από αυτές. Έπρεπε να συγκεντρωθώ, έπρεπε. Καθώς μαζεύτηκαν και οι υπόλοιποι της παράστασης, κατέβασα τα χέρια από το πρόσωπό μου, άρχισα να γελώ και να τους χειροκροτώ. Έσκυψα πήρα την τσάντα μου και έφυγα. Λίγο αργότερα βρήκα ταξί. Σταμάτησε, μπήκα μέσα και σε λίγο φτάσαμε σπίτι. Πλήρωσα και κλαίγοντας ξεκλείδωσα την πόρτα της πολυκατοικίας.
Κάποιος μπήκε πίσω μου. Γύρισα και είδα τον Αιμίλιο. Προσπάθησα να τον βγάλω έξω αλλά δεν τα κατάφερα. Με ακολούθησε στο διαμέρισμα. Μπήκαμε μέσα και άρχισα να τον χτυπώ. Με αγκάλιασε και με άφησε να ξεσπάσω. Μόλις ηρέμησα με έβαλε στο κρεβάτι μου, με σκέπασε, με φίλησε στο μέτωπο και έφυγε αμίλητος.

Κόψε! …με το καλύτερό σου χαρτί

Ξύπνησα με έναν τρομερό πονοκέφαλο και με μάτια πρησμένα. Με μισόκλειστα μάτια κατευθύνθηκα τοίχο – τοίχο στην κουζίνα. Έβαλα καφέ στην καφετέρια και άνοιξα το ψυγείο. Δεν είχε σχεδόν τίποτα. Το έκλεισα και άνοιξα τα παράθυρα ενώ άφησα τα παραθυρόφυλλα κλειστά. Έβαλα τον καφέ και άνοιξα τον υπολογιστή. Έβαλα μουσική και κάθισα στον καναπέ. Καλώς εχόντων των πραγμάτων ο Χρήστος έβγαινε σήμερα. Δεν θα πήγαινα ακόμα μία φορά στο νοσοκομείο. Πήγα στην κρεβατοκάμαρα πήρα μία κουβέρτα, μία κούπα καφέ από την κουζίνα και κρύφτηκα στον καναπέ. Ξάπλωσα στον καναπέ και μετά από λίγο σηκώθηκα. Συνδέθηκα στο νετ και άρχισα να ψάχνω ξανά, να σκαλίζω τη φωτιά. Έβγαλα όσα πακέτα είχε με κόλλες Α4 και άνοιξα τον εκτυπωτή. Το ταξίδι ξεκινούσε. Εκτύπωνα λέξεις και τις σκόρπιζα στο χώρο.

Τη νύχτα ήρθανε τσιγγάνοι
με την πραμάτεια τους,
με κρεμασμένες μάσκες στους ώμους.

Τις ώρες που κοιμόμουν
μ’ έδειχναν συνωμοτικά
-κόψε φάτσα και βγάλε συμπέρασμα...
γι’ αυτόν εδώ, διάλεξε μια από ‘κείνες
που μόλις επιζούν,
μια από ΄κείνες που να γράφει στο μέτωπο
μονάχα «καλημέρα» ή «δόξα τω Θεώ».

Ξυπνώ το πρωί
με μια προσωπίδα σκονισμένη,
γρατζουνισμένη στο δεξί της μάγουλο
-ποιος ξέρει πού τη βρήκαν.

Τόσοι και τόσοι
πετούν τις μάσκες τους,
τσιγγάνοι τις διακομίζουν
στον πλησιέστερο ανύποπτο κοιμισμένο
με αντάλλαγμα ένα ένσημο
βαρέων κι ανθυγιεινών ονείρων.
Αυτός ο Θοδωρής Βοριάς, που να ταιριάζει καλύτερα; Έβγαλα το κάδρο που στεκόταν υποταγμένο στο σαλόνι και στο καρφί του πέρασα το ποίημα. Πιο δίπλα είχε και άλλο καρφί. Αποκαθήλωσα το διακοσμητικό και ξεκοίλιασα το επόμενο ποίημα του.

Βλέπεις, δε χάνουμε καιρό,
προχθές πυροβολήσαμε
τη μοναδική γλάστρα μας
-όπως έδειξε κι η τηλεόραση-
το απόγευμα μάζεψες απ’ το μπαλκόνι
κι έκρυψες το χώμα που σκορπίστηκε απ’ την πληγή,
και τα σκόρπια μπουμπούκια
και τα φύλλα.

Κανείς δεν μας είδε, ποιος δίνει σημασία...

Χθες πνίξαμε τα χελιδόνια
του μπαλκονιού μας,
ύστερα έπλυνες τα σκόρπια φτερά
και τα τσόφλια των αυγών με το λάστιχο.
Κατά το βράδυ
έπεσε μόνη της η φωλιά τους,
λερώθηκε πάλι το μπαλκόνι...

Σήμερα πλήξη...

Ο εκτυπωτής εκτύπωνε με φασαρία και εγώ κατέβαζα κάδρα, διακοσμητικά και στερέωνα υποσχέσεις κουτσές.

'Αγγελοι Φονιάδες

'Αγγελοι φονιάδες
τις νύχτες του έρωτα
τραβούν κάτω απ' τα πόδια σου
τα πεταμένα ρούχα.

Γλυστράνε μέσα τους,
σκοτώνουν
τις τελευταίες σου ανάσες.

Φλέγεσαι και λιώνεις
πάνω από τα νεκρά σου ρούχα,
στάζεις στα μάτια
που σε κοιτάζουν απ τα μανίκια τους,
απ τα διαρρηγμένα φερμουάρ τους.

Πες μου πού είσαι όταν σε ζητώ; Πες μου πώς βάζεις τόσα βήματα, τόσα ονόματα, τόσο χρόνο μακριά; Πες μου γιατί δεν είσαι εδώ να με ακούσεις; Γιατί χτες δεν είχες τίποτα να πεις, μόνο έφυγες μέσα στη σιωπή.

Όπως Με Ήξερες

Όπως με ήξερες,
ακούστηκε κι αυτή τη νύχτα
η ιστορία της ζωής μου
σε ωριαίες συνέχειες.

Ίσως να κατάλαβες
πως τα φανάρια των δρόμων
δε σταμάτησαν ν' αναβοσβήνουν
γιατί δεν άφησα τη Σαλονίκη
για κάποια πόλη στην επαρχία.

Ίσως να φοράω μαύρα ρούχα
σ' ένδειξη αντίδρασης·
οι έμποροι δεν ονειρεύονται απόψε
που έμαθες πως γράφω ποιήματα,
που έμαθες πως μ' ένα στίχο
χαράζονται οι διαχωριστικές γραμμές.

Είδες πώς μ' ένα μολύβι
σε χάραξα στα δυο;
Θ' αναρωτιούνται το πρωί
τα δυο μισά κομμάτια σου
γι' αυτή τη νύχτα.

Όπως με ήξερες,
μια σελίδα μεταμεσονύχτιων ονείρων
εκτυπωμένη σε χαρτί τσαλακωμένο.

Δεν έχω δει τη ζωή σου, το κρεβάτι που πλαγιάζεις, την κούπα που πίνεις νερό, την χτένα που χτενίζεσαι, τον καθρέφτη που χαμογελάς. Χτες είδα στην τηλεόραση κάποιον να ξυρίζεται και έβαλα τα κλάματα. Για πόσο λίγο σε άγγιξα… Με τσάκισες σαν οριγκάμι στα σχέδια που σου ταίριαζαν.

Νιώθεις Τους Τοίχους...
Νιώθεις τους τοίχους στο δωμάτιο
να σε κοιτάζουν με τα μάτια μου.
Ακούς τις γάτες απ' έξω
να κλαίνε τους έρημους δρόμους,
τα δέντρα να βγάζουν βλαστάρια,
τη σημαία να σου μαθαίνει την περηφάνεια.

Νικάς τη μοναξιά με το μολύβι σου,
η ανάσα μου γιατρεύει τις πληγές σου.
Αν λιποθυμήσεις θα σε πάρω στα χέρια
και θα σ' απλώσω σ' άλλο ποίημα.

Και μετά με βαρέθηκες. Με άνοιξες αλλιώς και τη στιγμή, που πήγα να τεντωθώ, να ξεπιαστώ (πονά πολύ αυτό που ζητάς), άρχισες να με τσακίζεις πάλι, γεωμετρικά σχεδιασμένα για να φαντάζω αλλιώτικη. Κοίτα με νομίζω ότι μέχρι και χρώμα αλλάζω για σένα.

Το Tρύπιο Tαβάνι
Όποτε βρέχει στάζει η σκεπή,
δε μέτρησα ποτέ τις τρύπες.
Στάζει... πώς έγινε διάτρητη!
Μέρα τη μέρα εξατμίζομαι
κι αναστατώνονται
τα έντομα και τα ποντίκια
που ανασαίνουν τη ζωή μου,
στο τρύπιο ταβάνι.


Γεμίζω το σαλόνι ποιήματα. Τα περνάω στο πόμολα, στα στυλό και τα μολύβια. Τα σκοτώνω και τα αφήνω έκθετα. Όταν δεν βρίσκω άλλα μέρη να τα στερεώσω, τα κάνω σαΐτες, βάζω καρφίτσες στη μύτη, τα πετάω με δύναμη και καρφώνονται στα έπιπλα του σαλονιού.
Σκορπίζω σελίδες παντού, μέχρι που τελειώνουν. Το δωμάτιο γέμισε. Σκιάχτρα που διώχνουν τις συμβάσεις που υπέγραψα και σε κρατούν μακριά μου, τις ταμπέλες που μου φόρεσες και μου πες προχώρα. Πηγαίνω στην κουζίνα. Παίρνω ένα πακέτο τσιγάρα από το ντουλάπι και το ανάβω. Παίρνω τον τάσο και επιστρέφω στο σαλόνι.
Με πόσες ιστορίες να γεμίσω το κενό σου; Πηγαίνω στο μπάνιο και μπαίνω με τα ρούχα κάτω από το ντους. Κυλάω μαζί με το νερό στο κορμί μου και χάνομαι στους υπονόμους πρεσβεύοντας μια θάλασσα. Ακούω το κουδούνι. Δεν θα ανοίξω. Αποφάσισα πως σήμερα δεν έχω λεφτά για κοινόχρηστα, δεν έχω χρόνο για άλλους.
Βγάζω τα ρούχα ένα - ένα και τα πετάω έξω από το ντους. Άλλαξε το σώμα μου και πώς να το αγαπώ μακριά σου; Έφυγες πριν να με μάθεις. Κοιτάζω ανάμεσα στα πόδια μου και βλέπω ένα κομμάτι σκούρο αίμα, σκοτωμένο και αυτό για να πηγαίνουμε ασορτί. Ακούω κουδούνι ξανά και μετά κλειδί στην πόρτα. Μένω καρφωμένη στην μικρή μαύρη βαρκούλα. Ένα μικρό πειρατικό. Κάποιος φωνάζει το όνομα μου. Διαλύεται στο νερό, φεύγει στους σωλήνες, σκορπίζει στη θάλασσα και πίσω του σαν άδειο τενεκεδάκι σέρνει την ψυχή μου.
- Άννα, είσαι καλά; Γυρίζω και βλέπω τον Χρήστο να με κοιτάζει
από την πόρτα του μπάνιου.
- Καλά είμαι, απαντώ και το βλέμμα μου επιστρέφει στο σημείο
που χάθηκε το πήγμα.
Κάποιος κλείνει το ντους, με τυλίγει με μια πετσέτα και με βγάζει από εκεί. Είναι ο Αιμίλιος. Μου είναι τόσο ξένο το άγγιγμά του αυτή τη στιγμή. Με πηγαίνει στο κρεβάτι μου ενώ ο Χρήστος με στεγνώνει με μια δεύτερη πετσέτα.
- Πως κατάντησες έτσι; Από πότε έχεις να φας σαν άνθρωπος;
Είπε ο Χρήστος.
Δεν τον πρόσεχα, ήθελα να φύγουν και να μ’ αφήσουν μόνη.
- Αιμίλιε, σε παρακαλώ, μπορείς να πεταχτείς λίγο στο super
market ή στο φούρνο να ψωνίσεις κάτι να την ταΐσουμε; Άχρηστη, ένα delivery σου άφησα και ούτε αυτό μπορούσες να κάνεις μακριά μου.
Άκουσα την πόρτα να κλείνει. Ο Χρήστος άνοιξε τη ντουλάπα, πήρε ρούχα και άρχισε να με ντύνει.
- Συγγνώμη για τον Στέφανο. Ήταν μαζί μου στο νοσοκομείο και
του ζήτησα να σε ακολουθήσει γιατί είχες το κινητό κλειστό και ανησύχησα. Δεν περίμενα να σου κάνουν τέτοια πλάκα και πάλι. Αλλά φοβήθηκαν και με σένα. Οπότε τώρα είναι όλοι εντάξει και δεν υπάρχει λόγος να έχεις τέτοια μούτρα και να κάνεις το σπίτι gallery.
Μου φόρεσε τη μπλούζα και έσκυψε να μου φορέσει εσώρουχο
και τη φόρμα.
- Είμαι ανάπηρος άνθρωπος. Σήκω. Δεν θα παραστήσεις μαζί
μου τη νύφη.
Σηκώθηκα, έσκυψα να μαζέψω τα ρούχα μου. Ο Χρήστος δεν
μιλούσε. Πήγα να φύγω προς το σαλόνι. Με έπιασε από το χέρι και με γύρισε πίσω. Η πετσέτα είχε αίμα.
- Για αυτό δεν άνοιγες την πόρτα; Για αυτό δεν έβγαινες από το
μπάνιο; Έλα, φεύγουμε για το νοσοκομείο.
Πήρε το κινητό από την τσέπη και άρχισε να τηλεφωνεί. Του το
πήρα από το χέρι.
- Δε χρειάζεται να πάμε στο νοσοκομείο, εκτός και αν γίνει
περισσότερο το αίμα. Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει. Δεν έχει νόημα να μάθει ο Αιμίλιος κάτι, ειδικά αν τα πράγματα δεν πάνε καλά.
Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Λημνιός το σήκωσε ενώ
εγώ κάθισα στο κρεβάτι.
- Ναι Αιμίλιε… καταλαβαίνω, βέβαια. Μην ανησυχείς, πήγαινε
στη δουλειά σου, θα με πάει η Άννα σπίτι μου. Ευχαριστώ για τη βοήθεια, ναι θα τα πούμε στην πρόβα… Καλό απόγευμα. Γεια.
Άνοιξα τη ντουλάπα και έβγαλα νέα ρούχα και πήγα να αλλάξω.
Πήρα την πετσέτα και την πέταξα στο καλάθι με τα άπλυτα. Ο Λημνιός στεκόταν επικίνδυνα σιωπηλός.
- Έλα να σου φτιάξω καφέ.
- Να παλουκωθείς στο κρεβάτι σου. Θα σερβιριστώ μόνος μου.
Δεν ντρέπομαι.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Σε λίγο ήρθε ο Χρήστος με την κούπα του και τα μεζεδάκια που ξετρύπωσε.
- Θες να κάνω κάτι; Με ρώτησε
- Ναι, πάρε με αγκαλιά απάντησα και έγειρα στα πόδια του. Άρχισε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
- Η Μαρία έχει αρχίσει και σας υποψιάζεται. Στο νοσοκομείο
προσπαθούσε να με ρωτήσει για σένα. Ρώτησα και τον Αιμίλιο καθώς ερχόμασταν. Δεν ήθελε να το συζητήσει αλλά δεν το αρνήθηκε. Γι’ αυτό είναι απόμακρος.
- Το ήξερα από την αρχή ότι θα χώριζαν οι δρόμοι μας. Δεν
ζήτησα κάτι και δεν το πήρα.
- Ναι, για αυτό έχεις κάνει Biennale το σαλόνι. Δεν ξέρω αν
πρέπει να κάνω τη νοικοκυρά ή να καλέσω τα κανάλια.
- Τίποτα να μην κάνεις. Καλά είσαι εδώ. Πιες τον καφέ σου,
άναψε τσιγάρο και όποτε θες, θα παραγγείλουμε.
- Δεν θα φύγω απόψε, ή θα πάμε μαζί στο νοσοκομείο ή θα μείνω
εδώ να σε προσέχω. Μου είπαν έχεις πάρει τις λιποθυμίες εργολαβία και σε βλέπω σουβλάκι σε κάνα στυλό που τα έχεις από εδώ και από εκεί.
- Να υποθέσω ότι και εσύ νοιάζεσαι για μένα;
- Γιατί; Ποιος άλλος; Να σφαχτούμε τώρα στην ποδιά σου. Λίγο
όμως γιατί το αίμα το έχουμε ήδη.
- Ο Αιμίλιος.
- Άφησέ τον αυτόν κούκλα μου. Αυτόν είναι πίσω στη ζωή του.
Και να πω ότι δεν στα ‘χα πει. Πόσα πτυχία θες ακόμα για να καταλάβεις ότι τέλειωσε; Ακόμα και η παράσταση πλησιάζει στην πρεμιέρα.
- Εσύ τώρα έμεινες για ψυχολογική υποστήριξη;
- Για ψυχολογική υποστήριξη έμεινα, όχι όμως για να λέμε
βλακείες.
Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνό του.
- Έλα Μαρία, καλημέρα. Ευχαριστώ. Να’ σαι καλά. Ο Αιμίλιος;
Δεν ξέρω, πού είναι τώρα; Ήρθε και με πήρε από το νοσοκομείο και με έφερε στο σπίτι της Άννας, να δούμε τι θα γίνει και με την μηχανή. Εγώ έμεινα στο σπίτι της και εκείνος έφυγε για να κάνει κάτι δουλειές. Τηλεφώνησε του πάλι, ίσως τώρα να έχει σήμα.
Ο Αιμίλιος είναι μαζί της. Απλώς διασταυρώνει τις δύο εκδοχές,
μου είπε γυρνώντας προς το μέρος μου. Τι θα παραγγείλουμε;
- Ό,τι θες και ό,τι αγαπάς. Δικαιούσαι μια επιβράβευση αφού
επιβίωσες από το φαγητό του νοσοκομείου.
- Ώστε γιατρός ε; Φαίνεται ότι οι γιατροί έχετε πολύ χρόνο για
σκότωμα στην επαρχία.
- Προς το παρόν είμαι άνεργη…
- Είσαι καλά; Πλανήτης γη καλεί Άννα, Άννα μας ακούς;
- Σ’ ακούω αλλά νυστάζω, δεν κοιμήθηκα χτες. Σε πειράζει να
κοιμηθώ λίγο; Κάνε ό,τι θες, το σπίτι δικό σου.
- Εδώ θα μείνω, μήπως χρειαστείς κάτι. Θα σε περιμένω να
ξυπνήσεις να φάμε.
Αποκοιμήθηκα πριν το καταλάβω ενώ παρακολουθούσα τον
Λημνιό να διαβάζει τα ποιήματα.


Ξύπνησα με μία μυρωδιά φαγητού κάτω από την μύτη μου. Ο Χρήστος είχε παραγγείλει και είχε φέρει το φαγητό στην κρεβατοκάμαρα.
- Πώς είσαι;
- Καλύτερα.
Ανακάθισα στο κρεβάτι και πήρα το φαγητό στα πόδια μου.
Ξεκινήσαμε το φαγητό.
- Μήπως άλλαξες γνώμη και θες να πάμε στο νοσοκομειο;
- Όχι
- Καλά. Αλλά δεν είμαι gay!
- Πού κολλάει αυτό; Να αλλάξεις τις ιστορίες σου.
- Αυτό ήταν όλο; Πήγαινε μέσα και σβήσε τα αρχεία και τώρα αν
το θες. Δεν έχω κρατήσει αντίγραφα.
- Όχι καλή μου. Θα τα διορθώσεις και θα τα ανεβάσεις μαζί με
τα υπόλοιπα. Και να γράφεις πιο συχνά το όνομά μου. Ολόκληρο για να με βρίσκουν στον γούγλη.
- Ό,τι πεις εσύ. Σου χάλασα εγώ ποτέ χατίρι;
- Ποτέ. Να το φας στο έφερα το φαγητό, όχι να το χτενίσεις.
- Δεν πεινάω.
- Μη γίνεσαι μωρό. Έχεις πρόβλημα και αν εσύ δεν βοηθήσεις
τον εαυτό σου δεν θα σε βοηθήσει κανείς.
- Είμαι κουρασμένη.
Ο Χρήστος άνοιξε τη ντουλάπα και έβγαλε τα πρώτα ρούχα που
βρήκε μπροστά του.
- Φόρεσέ τα τώρα και πάμε στο νοσοκομείο αλλιώς θα πάρω
τηλέφωνο τον Αιμίλιο να ‘ρθει να σε πάει αυτός. Διάλεξε.
Σηκώθηκα και πήρα τα ρούχα, πήγα στο μπάνιο, άλλαξα και έδωσα στον Χρήστο τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Κατεβήκαμε στο parking και βγάλαμε το αυτοκίνητο. Πήγαμε στη γιατρό, περιμέναμε τη σειρά μας, μπήκα μέσα και ακούσαμε την καρδιά του μωρού. Ντύθηκα ενώ ο Χρήστος είχε πιάσει κουβέντα μαζί της και προσπαθούσαν να με πείσουν να πάμε σε νοσοκομείο. Αρνήθηκα και βγήκα από το εξιλαστήριο. Πλήρωσα και επιστρέψαμε σπίτι.
Το κεφάλι μου πονούσε. Πήγα στο κρεβάτι και χώθηκα με τα ρούχα κάτω από τα σκεπάσματα. Αυτή η βόλτα με είχε εξουθενώσει. Αποκοιμήθηκα αμέσως.
Ξύπνησα με την μυρωδιά του φαγητού κάτω από την μύτη μου. Ο Χρήστος είχε παραγγείλει.
- Δεν πιστεύω να περίμενες να μαγειρέψω, ανάπηρος άνθρωπος.
- Όχι γλυκέ μου, του απάντησα και πήρα το πιάτο μου στο κρεβάτι. Τι θα κάνουμε απόψε;
- Το μάτι σου γυαλίζει, με φοβίζεις, απάντησε χαμογελώντας.
- Φέρε μου το τηλέφωνο.
- Τι θα παραγγείλεις; Άντρα; Ταλέντο;
- Κάτι καλύτερο. Περίμενε και μην τσιμπάς από το πιάτο μου! Έχεις το δικό σου.
Σχημάτισα τον αριθμό της Σπυριδούλας.
- Έλα, Σπίρι. Τι κάνεις; Πάλι με την ποντικομαμή είσαι; Παρά τα την και έλα σπίτι μου. Απόψε θα ξεπορτίσεις… Φέρε και τη στολή της νοσοκόμας. Θα μας χρειαστεί.
Έκλεισα το τηλέφωνο.
- Αγάπη, πρέπει να βρεις πρόβλημα επειγόντως. Η Σπίρι έρχεται εδώ.
- Εκτός από το χέρι τι άλλο θέλεις; Να μου σπάσεις και κανένα πόδι μήπως;
- Ψυχολογικό, υπαρξιακό, ότι σε εκφράζει καλύτερα.
- Οικονομικό παίζει;
- Χρήστο, συγκεντρώσου!
- Θα πέθαινα και τι θα άφηνα, πες μου, ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές; Ούτε το τι να γράψεις στον τάφο μου δεν θα ήξερες.
- Πες μου τι θες και αυτό κανονίζεται.
- Ο Τζάμπας πέθανε!
- Οκ. Να κλείσω και κανένα μπαλετάκι από τώρα ή να περιμένω;
- Περίμενε, χτυπά το τηλέφωνό μου. Οι θαυμάστριες αδημονούν…
Ναι, ποιος είναι; Γεια σου Μαρία. Τον βρήκες τελικά τον
Αιμίλιο ή να στείλω mail στην Νικολούλη; Προλαβαίνω να βάψω ρίζα για την απευθείας σύνδεση;… Α, τον βρήκες τον Αιμίλιο. Και τώρα τι θέλεις από τη ζωή μου καλή μου αφού δεν ξέρεις ότι δεν μπορώ να σου δοθώ;… Θες να με δεις; Τώρα;… Δεν είμαι στο σπίτι μου… Στης Άννας, μου χρωστάει μερικά αποκλειστικά… Έχεις και τον Αιμίλιο μαζί σου ε;
Με κοιτούσε με απόγνωση. Μας την είχε στημένη.
- Η διεύθυνση είναι Μιλτιάδους 24. Σας περιμένουμε. Έκλεισε το
τηλέφωνο και γύρισε προς το μέρος μου.
- Κοιτάξτε να σώσετε να γυναικόπαιδα και αφήστε με εμένα
πίσω. Τι χάσκεις καλή μου; Φόρεσε κάτι κόκκινο και πρόσεχε να μην ξεβάψεις στους καναπέδες. Θα μαζέψω τα αποφάγια, ξέρω πού είναι τα κρασιά, άσε πάνω μου την υποδοχή.
Την ώρα που άλλαζα, χτύπησε το κουδούνι.
- Ανοίγω εγώ, είπε ο Χρήστος και κατευθύνθηκε στην πόρτα.
Η Μαρία μπήκε μέσα με ένα κόκκινο φόρεμα
- Το περίμενα ότι θα χαιρόσουν, που βγήκα από το νοσοκομείο
αλλά δεν είναι αυτό, που είχα στα υπόψη, τους είπε ο Λημνιός καθώς παραμέριζε για να περάσουν μέσα.
- Έχουμε να πάμε σε ένα party του καναλιού και ήμασταν τυχεροί
που ήσασταν στο δρόμο μας.
- Γιατί αν δεν ήμασταν, δεν θα ερχόσασταν; Να κεράσω κάτι;
Ένα κρασί; Ένα νερό; Ένα νεραντζάκι; Εμένα;
Τους άκουγα από την κουζίνα καθώς άνοιγα το κρασί. Έβγαλα τα ποτήρια, τα γέμισα, τα πήρα στα χέρια και προχώρησα στο σαλόνι.
- Καλησπέρα. Ένα ποτό, για να πιούμε στην υγεία του Λάζαρου.
- Για σένα, απλά Χρήστος.
- Δεν θα μείνουμε για πολύ. Μας περιμένουν. Θες να σε
πετάξουμε σπίτι σου; Ρώτησε η Μαρία
- Όχι, θα μείνω εδώ απόψε.
- Πολύ μικρό δεν είναι αυτό για σένα; Υποψιάζομαι ότι όσο είναι
ολόκληρο το διαμέρισμα είναι μόνο το σαλόνι σου. Ειλικρινά δεν σας κατάλαβα ποτέ εσάς τους άντρες, πώς αφήνετε τις ανέσεις σας για κάτι λιγότερο;
Εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι. Πήγα να ανοίξω την πόρτα. Η Σπυριδούλα μπήκε σαν σίφουνας στο δωμάτιο, πετώντας μου την καμπαρτίνα και το μαντίλι, που φορούσε και κατευθυνόμενη προς τον Χρήστο ντυμένη νοσοκόμα, έβγαλε μία ψεύτικη σύριγγα από τον τσέπη της.
- Ήσουν κακό παιδί και πρέπει να σου κάνω ενεσούλα.
- Βλέπεις τώρα γιατί οι άντρες αφήνουμε τις ανέσεις μας;
Μερικές φορές η ζωή έχει περισσότερη πλάκα χωρίς αυτές, της απάντησε ο Χρήστος κλείνοντάς της το μάτι.
- Ευτυχώς που ο ξάδερφός σου είναι υπέρ της άνεσης. Έτσι
Αιμίλιε;
Παραλίγο να μου πέσει το ποτήρι από τα χέρια.
- Θα σε μαλώσω, μου είπε η Σπυριδούλα. Δεν μου είπες ότι θα
έχεις κόσμο, να φέρω ενισχύσεις. Μαρία, εσύ τι παριστάνεις μέσα στα κόκκινα με αυτά τα μούτρα; Τη δυσμηνόρροια;
- Χρήστο χαίρομαι, που είσαι καλά. Αν χρειαστείς κάτι
τηλεφώνησέ μας. Αιμίλιε φεύγουμε, θα αργήσουμε. Σπυριδούλα παίξε όσους ρόλους προλαβαίνεις σε καναπέδες και κρεβάτια γιατί στη σκηνή δεν σε βλέπω να συνεχίζεις για πολύ ακόμα.
- Συζητάμε με κανάλι την μεταφορά ενός βιβλίου της Άννας.
Έχει ήδη παραδώσει τα πρώτα επεισόδια και θα είμαι η πρωταγωνίστρια. Ίσως βρεθεί και κανένα ρολάκι και για σένα. Ο Αιμίλιος δεν τα κατάφερε ακόμα να σε βάλει στην τηλεόραση σε ρόλο της προκοπής αλλά αν μάθεις τρόπους, ίσως να κάνουμε εμείς κάτι για αυτό.
Η Άννα όρμησε στην πόρτα, την άνοιξε και φανερά εκνευρισμένη
γύρισε προς το μέρος του.
- Αιμίλιε πάμε και άσε τα παιδάκια να παίξουν.
Σηκώθηκε αμίλητος, υποταγμένος και την ακολούθησε. Έφυγαν
και εγώ έμεινα να κοιτάζω το ποτήρι με το κρασί.
- Τι έπαθες εσύ; Ξεκόλλα! Είπε η Σπυριδούλα
- Πότε θα μου έλεγες ότι είστε ξαδέρφια με τον Αιμίλιο; Το
ξέχασες ή είχε πλάκα, να γελάτε με την βλακεία μου; Ρώτησα τον Χρήστο.
- Γιατί αν στο έλεγε δεν θα πήγαινες με τον Αιμίλιο; Μπήκε στην
μέση η Σπυριδούλα.
Αν σε ένα δωμάτιο δεν μπορείς να προσδιορίσεις τον βλάκα, τότε
το μόνο σίγουρο είναι ότι ο βλάκας είσαι εσύ. Αυτό τριγυρνούσε στο μυαλό μου καθώς πήγαινα στην κουζίνα. Άνοιξα το ντουλάπι. Δεν υπήρχε τσιγάρο. Τα είχα πετάξει. Επέστρεψα στο σαλόνι και πήρα από το πακέτο του Χρήστου.
- Δεν είχα σκοπό να στο κρύψω. Όλο έλεγα ότι θα βρω την
κατάλληλη στιγμή αλλά έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, πες μου αλήθεια, πότε ήταν η κατάλληλη στιγμή;
- Όταν γνωριστήκαμε μήπως;
- Μήπως ήθελες να σου κατεβάσει ολόκληρο το γενεαλογικό του
δέντρο; Ο Χρήστος δεν ανακατεύτηκε ούτε και θα ανακατευτεί στα πολύγωνά του Αιμίλιου. Για αυτό ήρθε και η Μαρία εδώ. Για να δει πού είναι το σπίτι σου και να σε ξεμαλλιάσει με την πρώτη ευκαιρία. Ούτε εμένα μου το είπε ο Χρήστος αλλά δεν θέλει και πολύ μυαλό γνωρίζοντας τον Αιμίλιο και βλέποντας την φάτσα σου όταν τον κοιτάς,
Δεν ήξερα τι να πω. Ο καθένας σκηνοθετούσε την δική του παράσταση σε ένα τρελό γαϊτανάκι.
- Τι θα γίνει τώρα ρε παιδιά; Θα βγούμε; Ή να πάω να βρω τον
καλό μου; Μην πάει χαμένη τέτοια στολή.
- Άννα συγγνώμη. Δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω, είπε ο
Χρήστος και ήρθε και κάθισε δίπλα μου.
- Ο Αιμίλιος τώρα σίγουρα θα ακούει τα εξ αμάξης. Σκεφτείτε
τον στο αμάξι, να τον έχει στη μουρμούρα. Τον κακομοίρη, πάει να κάνει καμιά αρπαχτή και γίνεται συγκέντρωση! Και μια και είπα συγκέντρωση. Ενίσχυση για το κόμμα, ποιος θα δώσει; Πιαστήκανε τα πόδια μου όλη μέρα στους δρόμους. Χρήστο, μου έμειναν απούλητα μερικά φύλλα του Ριζοσπάστη, έκανες οικονομία τόσες μέρες στο νοσοκομείο… θα τα πάρεις όλα εσύ.
- Αν δεν πάρω εσένα, δεν παίρνω τίποτα.
- Έχεις πάει με τον Αιμίλιο; ρώτησα
- Φυσικά. Λες να τον άφηνα να μου ξεφύγει; Παλιά ιστορία.
Καλός, αλλά για κοντινές διαδρομές, απάντησε η Σπυριδούλα και ανέβασε τα πόδια της στο τραπέζι του σαλονιού.
- Μήπως έχετε και άλλα να μου πείτε, να τα πείτε τώρα που
γυρίζει; Είπα πηγαίνοντας να πάρω το μπουκάλι με το κρασί από την κουζίνα.
- Πόσο θα ενισχύσεις το κόμμα, να σου πω τι άλλα έχουμε, μου
απάντησε βγάζοντας τα κουπόνια από την τσάντα της
- Θα σου δώσω τον Χρήστο. Κοψοχρονιά τον παίρνεις επειδή
Μας βγήκε ελαττωματικός αλλά τον καλύπτει εγγύηση.
- Χρήστο, λες να είναι η νύχτα μας απόψε; Ρώτησε η Σπυριδούλα
γυρνώντας προς το μέρος του Χρήστου
- Ναι! Ναι! Ναι! Απάντησε μες στην τρελή χαρά
- Κάνε όρεξη ή έστω βρες τον τρόπο να κάνεις λεφτά. Πολλά
λεφτά.
- Τι θα παραγγείλουμε για φαγητό; Κερνάει η ποντικομαμή.
Πήρε προαγωγή, είπε χαμογελώντας η Σπυριδούλα και άνοιξε το κινητό της.
- Δρόμο να δούμε πότε θα πάρει, είπε ο Χρήστος
- Αφού ξέρεις ότι δεν θέλω να ριψοκινδυνεύσω τη σχέση μας
ζουζούνι μου.
- Μα δεν θα ριψοκινδυνεύσει η σχέση μας Σπίρι. Το ίδιο θα σε βρίζω
για την ποντικομαμή.
- Μα Χρήστο το ξέρεις πως σε βλέπω σαν φίλο.
- Και σαν λαμπατέρ να με βλέπεις, δεν με πειράζει. Έχω μεγάλη
κατανόηση.
- Αφού το ξέρεις ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ, γιατί το
κουράζεις το θέμα; Τι θα παραγγείλουμε παίδες; Αφήστε το. Εγώ πληρώνω, εγώ θα αποφασίσω.
Τηλεφώνησε και έδωσε την παραγγελία.

Τι θα εύχεσαι όταν σβήνεις τα κεράκια σου τις νύχτες;

Αυτή η ζέστη με αρρωσταίνει. Σέρνεται σαν βρώμικο φιλί πάνω μου. Τα χέρια μου κολάν, λερώνουν το τζάμι, που παρακολουθώ την απουσία σου. Φασαρία θολώνει τη σκέψη μου. Σημαδεύω τα τζάμια. Ανοίγω τον υπολογιστή, ένα μπουκάλι νερό από το ψυγείο και βάζω μουσική. Τα δάχτυλά μου λερώνουν το πληκτρολόγιο. Μπαίνω στο δίκτυο. Κανένα νέο email. Χαζεύω στις ιστοσελίδες. Η ζέστη είναι ανυπόφορη. Σηκώνομαι, βρέχω μια πετσέτα, την βάζω στο πρόσωπό μου και ξαπλώνω στον καναπέ.
Βουλιάζω στην μαρμελάδα της οκνηρίας και αναρωτιέμαι τι δεν ήταν αρκετό. Δεν ήμουν αρκετά όμορφη, έξυπνη, κινηματογραφική, υποταγμένη, φευγάτη για να τον τραβήξω στην κουνελότρυπά μου. Νόμιζα πως ταξιδεύαμε μαζί στην χώρα των θαυμάτων, μα έκανε διακοπή για διαφημίσεις και όταν τέλειωσε, είδα τους τίτλους τέλους να πέφτουν βιαστικά.
Βγάζω την πετσέτα και προσπαθώ να την στύψω πάνω από τα ρούχα μου. Τόσα ψέματα, που έχω χάσει το λογαριασμό.
Η Σπυριδούλα πήγε τον Χρήστο σπίτι του. Σηκώθηκα και πήγα στο παράθυρο. Ο Αιμίλιος είχε έρθει να πάρει την μηχανή του ξαδέρφου του. Γύρισε το βλέμμα του προς το διαμέρισμά μου, με είδε, έβαλε μπροστά τη μηχανή και εξαφανίστηκε.
Κάθισα στο γραφείο. Μου ήταν αδύνατο να συγκεντρωθώ και να γράψω μία πρόταση με νόημα. Πήρα τις αιτήσεις από το συρτάρι και ξεκίνησα να τις συμπληρώνω. Το κινητό χτύπησε. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Βαριόμουν να το σηκώσω. Συνέχισα να συμπληρώνω και να τακτοποιώ τις αιτήσεις. Την επομένη έπρεπε να πάω στο υπουργείο. Το τηλέφωνο συνέχισε να χτυπά. Το απενεργοποίησα. Τελείωσα με τις αιτήσεις και τις τακτοποίησα σε ένα φάκελο.
Έκλεισα τα παραθυρόφυλλα και αποκοιμήθηκα στον καναπέ. Ξύπνησα αργά το απόγευμα με πονοκέφαλο. Είχα πρηστεί. Οι αστράγαλοι μου δεν φαινότανε πια. Άλλαξα ρούχα και βγήκα να περπατήσω. Ευτυχώς είχε αρχίσει και δρόσιζε. Πήγα στο γνωστό σημείο για παγωτό. Πήρα την κλασσική μου υπερπαραγωγή και κάθισα σε ένα παγκάκι. Έβαλα τα γυαλιά ηλίου και παρακολουθούσα διακριτικά την κίνηση στο ανθοπωλείο. Κόσμος πήγαινε και ερχότανε. Παιδιά, σκυλιά, γατιά , πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερρημένοι στο παράνομο παρκάκι της γειτονιάς. Έχεις λεφτά να αγοράσεις πράσινο; Όχι; Να το νοικιάσεις τότε; Ούτε; Την πάτησες.
Βλέπω μια κοπέλα να τρέχει βιαστικά και να βγαίνει από το ανθοπωλείο. Ο φίλος μας βγήκε πίσω της στην είσοδο. Κοιτάζω την κοπέλα που έρχεται προς το μέρος μου και κρύβομαι πίσω από το παγωτό μου. Εκείνος στέκεται στην πόρτα. Ανεβάζω τα γυαλιά στα μαλλιά, γυρίζω το κεφάλι μου προς το μέρος του και του κλείνω το μάτι. Αυτό ήταν. Έκανε μεταβολή και κρύφτηκε στο μαγαζί. Κατέβασα πάλι τα γυαλιά και παρακολουθούσα την κοπέλα. Έβγαλε ένα κινητό και άρχισε να καλεί έναν αριθμό. Ευτυχώς φώναζε αρκετά και τα περήφανα αυτιά μου δεν κουράστηκαν κατά τη διάρκεια της υποκλοπής.
- Πού είσαι άχρηστε; Γιατί δεν σηκώνεις το τηλέφωνο; Ξεκόλλα
από το pc. Μάντεψε πού είμαι τώρα… Αθήνα. Ναι, ήρθα τελικά. Μη βρίζεις από τώρα, κάθισε να στα πω… Για να σου τηλεφωνώ τώρα και φυσικά στράβωσε. Αν δεν είχε στραβώσει, θα ήμασταν αλλού τώρα. Ναι και βέβαια το ήξερα αλλά την τραβούσε ο οργανισμός μου την ξεφτίλα. Μη φωνάζεις. Δηλαδή εσύ τι περίμενες να κάνω; Μία τα emails «μου λείπεις και σε σκέφτομαι και σε αγαπώ και δεν σε ξεπέρασα ποτέ» και από την άλλη «ξέρεις λείπαμε τριήμερο, την σέβομαι, μην με ενοχλείς, κοίταξε να γίνεις ευτυχισμένη γιατί σου αξίζει» και κολοκύθια τούμπανα. Ναι, ναι βρίσε και εσύ… Στο μαγαζί του είναι, σιγά μην με ακολουθούσε κιόλας ο ξεφτυλισμένος. Το θυμάσαι το τραγουδάκι «Αν όλα μου τα κέρατα, μπλέκαν γερά τα μπούτια, κορίτσια - αγόρια στη σειρά και κάνανε χορό, το κρεβάτι θα γινότανε πολύ-πολύ μεγάλο και ολόκληρη τη γη μας θα αγκάλιαζε θαρρώ».
Δεν είμαι καλά.. Όχι μην έρθεις, θα πάω στα ΚΤΕΛ και θα περιμένω το πρώτο λεωφορείο. Ξέρεις ποιο είναι το ωραίο; Τι μου ‘πε, όταν τον κοίταζα κατάματα, μετά από τόσο καιρό, χωρίς emails, χωρίς ανόητα τηλέφωνα; Ότι του έχει δανείσει 30.000 ευρώ και δεν έχει να της τα επιστρέψει. Ο καραγκιόζης. Τόσο πάει ο σεβασμός σήμερα. Δεν το ήξερα και μου είχε πάει το κέρατο στον Άρη και στέλνει φωτογραφίες τώρα στις ειδήσεις. Πήραν και δείγματα και τα εξετάζουν για ζωή. Να δεις που το κέρατο μου ανέπτυξε πολιτισμό.
30.000 ευρώ και εγώ αναρωτιόμουν τι έγινε και ανακάλυψε το σεβασμό. Και πρέπει να την ξοφλήσει την κυρία. Τόσα χρόνια πεταμένα στα σκυλιά… Ο κύριος «δεν πουλήθηκα ποτέ» και ήμουν εγώ δήθεν η πουλημένη. Χα!... Όχι, δεν τολμά να έρθει προς τα εδώ. Τέλειωσε! Ετοιμάσου, έχω εισιτήρια. Φεύγουμε για διακοπές! Κλείνω, έχω γίνει σούργελο. Θα τα πούμε από κοντά. Ετοίμασε βαλίτσες. Τι με νοιάζει τι θα πεις στη δουλειά; Πες ότι χρωστάς 30.000 ευρώ και πρέπει να τα εξοφλήσεις.
Έκλεισε το τηλέφωνο. Χάθηκε προς το σταθμό του ηλεκτρικού. Αφού εξαφάνισα και τα τελευταία υπολείμματα του παγωτού, το άφησα στο πλάι, έβγαλα το κινητό από την τσάντα μου και το ενεργοποίησα. Κάλεσα την Σπυριδούλα.
- Έλα Σπίρι τι κάνεις; Ναι, ζω. 15. Ναι, αυτό που φαντάζεσαι. Είσαι μέσα; Καν’ το και από μένα ό,τι θέλεις. Θα σου το χρωστάω. Σου στέλνω sms με τις πληροφορίες. Κανόνισε να σβήσεις τα μηνύματα. Το ξέρω ότι δεν είσαι πρωτάρα αλλά σήμερα η καλλιτέχνιδα θα ζωγραφίσει.
Κλείνω. Σε λίγο θα έχεις τα απαραίτητα στοιχεία.
Ο κωδικός 15 ήταν η αποστολή κομάντο της Σπυριδούλας εναντίον των αντρών, που κατέληγε στο κρεβάτι. Έστειλα στο κινητό της τα απαραίτητα στοιχεία, διεύθυνση μαγαζιού, όνομα, ηλικία, περιγραφή, εν περίληψη την προηγούμενη ιστορία και την παραγγελία για το ραβασάκι καθώς και το ότι βρισκόμουν ήδη εκεί αλλά να με προσπεράσει σαν να μην με γνωρίζει.
Αγόρασα ένα δεύτερο παγωτό, αναψυκτικά, περιοδικά (Pop corn δεν είχε πρόχειρα εκείνη τη στιγμή) και περίμενα την Σπυριδούλα. Σε μισή ώρα κατέβαινε τις σκάλες από τον σταθμό. Ήταν εκθαμβωτική. Ο φίλος μας την είχε βαμμένη. Το 15 είχε ήδη ξεκινήσει. Με προσπέρασε και κατευθύνθηκε στο μαγαζί. Είχα φάει ήδη το δεύτερο παγωτό και θα χρειαζόμουν ρυμουλκό πλέον για να μετακινηθώ από το παγκάκι. Είχα ενημερωθεί για τα καλλιτεχνικά, για τα ζώδια και είχα αρχίσει να λύνω τα σταυρόλεξα, όταν είδα ένα ταξί να σταματά μπροστά από το μαγαζί, την Σπίρι να μπαίνει μέσα και τον νέο της φίλο, που μετρούσε ανάποδα μέχρι να γίνει πρώην, να κλείνει το μαγαζί και να την ακολουθεί στο ταξί.
Σηκώθηκα, πέταξα τα σκουπίδια, πήρα τα περιοδικά παραμάσχαλα και πήγα στο σταθμού του τραίνου. Αγόρασα εισιτήριο και στάθηκα στη στάση. Σε λίγο το τραίνο ερχόταν. Ξαφνικά είχα όρεξη για βόλτες. Μπήκα και αποφάσισα να πάω μέχρι τον Πειραιά. Έφτασα, έκανα βόλτες στο σταθμό και αποφάσισα να γυρίσω σπίτι. Στη διαδρομή έφτασε το μήνυμα «3». Η Σπίρι βρισκόταν ήδη στον δρόμο. Φανταζόμουν την φάτσα του όταν θα έβλεπε το ραβασάκι:
«30.000 ευρώ είναι πολλά λεφτά. Πάρε 20 για αρχή. Μην ανησυχείς, έχω δώσει την διεύθυνσή σου και αλλού.» Και 20 ευρώ δίπλα στο σημείωμα.
Η κοπέλα μπορεί να έφτανε τώρα στον προορισμό της και να έφτιαχνε βαλίτσες για έναν καινούριο. Άρχισα να σιγοτραγουδώ χαμογελώντας: «Αν όλα μου τα κέρατα, μπλέκαν γερά τα μπούτια, κορίτσια- αγόρια στη σειρά και κάνανε χορό, το κρεβάτι θα γινότανε πολύ-πολύ μεγάλο και ολόκληρη τη γη μας θα αγκάλιαζε θαρρώ».
Προσέχετε όταν μιλάτε στο τηλέφωνο. Μπορεί να είμαι δίπλα σας και να φυσάω τα κεριά με τις ευχές σας για σβήσουν. Φςςςς…..Σςςςςς….

Μικρή μου, μπορείς να τρέξεις γρηγορότερα από τους εφιάλτες σου, αν σε αφήσω; … Τρέξε!


Χώθηκα στο κάθισμα ακόμα πιο αναπαυτικά. Ο Χρήστος είχε αρχίσει να παίρνει τα πάνω του και είχε επιστρέψει στις πρόβες προκειμένου να μην πάρει πόδι από την παράσταση. Εκμεταλλευόμενος την κατάσταση του είχε μετατρέψει τις λάμες του στο λυχνάρι του Αλλαντίν και κάθε, που τις έτριβε, ο θίασος έτρεχε να πραγματοποιήσει κάθε του ευχή. Μόνο η Σπυριδούλα αντιστεκόταν ακόμη, αποτίνοντας φόρο τιμής στις ποντικομαμές όλου του κόσμου αλλά ο Χρήστος εξαγόραζε τις ενοχές της για την απόρριψη αλαφραίνοντας το πορτοφόλι της.
Ο σκηνοθέτης είχε αποφασίσει ότι ο φωτισμός χρειαζόταν αλλαγές. Είχε αφήσει σημειώσεις με τις μετατροπές και έτσι ο Χρήστος με τους υπόλοιπους συντελεστές ρυθμίζανε τους προβολείς από την αρχή. Χάζευα αφηρημένη την πλατεία όταν άκουσα τον Χρήστο να λέει
- Στέφανε, πήγαινε και κάθισε στη θέση της Μαρίας να ελέγξω τους προβολείς.
- Βεβαίως. Μαρία, πού βρίσκεσαι να έρθω; Φώναξε προς τη μεριά μου καθώς η Μαρία είχε κατέβει από τη σκηνή.
Οι υπόλοιποι άρχισαν να γελούν. Ο Στέφανος ήταν το εσωτερικό ανέκδοτο της παράστασης, το επίτιμο μπουζί του θεάτρου και το απόλυτο αρσενικό για όσους και όσες δεν είχαν δουλέψει μαζί του. Κατόπιν κύκλου μετα-θεατρικών σεμιναρίων είχε κατανοήσει ότι το στόμα κάποιων ανθρώπων δεν είχε volume αλλά μόνο on και οff. Εκτός θεάτρου, παρουσία δημοσιογράφων ήταν μονίμως στο off, χαρίζοντάς του αμέτρητες φωτογραφίσεις και ελάχιστες συνεντεύξεις. Παρά τις συνεχίσεις εκκλήσεις του Λημνιού, αρνήθηκα να παρακολουθήσω το ίδιο σεμινάριο με αποτέλεσμα ο τελευταίος να με κυνηγά πατώντας ένα αόρατο κουμπί και ουρλιάζοντας “off! Off!!”
Η Σπυριδούλα βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει στο κινητό. Την παρακολουθούσα καθώς δίδασκε στο κοινό της την τεχνική «μάτια μεσάνυχτα, πόδια ορθάνοιχτα». Κλείνοντας το τηλέφωνο οι άντρες άναψαν τσιγάρο και η Μαρία τα μουστάκια της. Γυρίζοντας να δω τον Χρήστο, που απειλούσε την κονσόλα με τα σάλια του, αντίκρισα τον σκηνοθέτη να μπαίνει βιαστικός στο θέατρο. Όλως περιέργως δεν ξεκίνησε τα γαλλικά του αλλά μας χαιρέτησε και έκανε νόημα σε κάποιον να έρθει μέσα.
Πίσω του ακολουθούσε μία τούρτα, που την κρατούσε μία πιτσιρίκα, που δεν ήξερε αν έπρεπε να ουρλιάξει ή να φροντίσει να μην της πέσει η τούρτα καθώς προχωρούσε και την οποία ακολουθούσε ένα τηλεοπτικό συνεργείο. Τελικά επειδή δεν μπορούσε να αποφασίσει ποιο από τα δύο ήταν πιο σημαντικό, αποφάσισε να κλέψει την παράσταση σκοντάφτοντας και πέφτοντας πάνω στην τούρτα. Με την κάμερα να γράφει και μία δημοσιογράφο με το μικρόφωνο στο χέρι να πλησιάζει απειλητικά στην σκηνή και το σκηνοθέτη να προσπαθεί να σηκώσει την μικρή από το πάτωμα κατάλαβα ότι ο Θέσπις είχε κέφια.
Μία δεύτερη τούρτα ξεπρόβαλε και η μικρή απαλλαγμένη πλέον από το δίλημμα, άρχισε να ουρλιάζει. Η δημοσιογράφος τραγουδώντας το “happy birthday” πλησίαζε απειλητικά τη σκηνή. Αμπε-μπα-μπλομ του κει-θε-μπλομ! Σταμάτησε μπροστά στον Αιμίλιο ενώ η μικρή όρμησε κατά πάνω του και τον αγκάλιασε πασαλείβοντάς τον με την τούρτα. Η Μαρία περνούσε πραγματικά δύσκολες ώρες. Η Σπυριδούλα εμφανίστηκε από τα καμαρίνια με μία σαμπάνια, την άνοιξε με θόρυβο και φρόντισε «τυχαία» να πάρει ξώφαλτσα την Μαρία ενώ ο Στέφανος προσπαθούσε να βάλει την σαμπάνια, που έπεφτε κάτω στα ποτήρια.
Ο Χρήστος ήρθε και κάθισε δίπλα μου γελώντας ενώ σε λίγο το τρίο συμπληρώθηκε με την Σπυριδούλα, που ήρθε με μία ακόμα σαμπάνια και τρία ποτήρια και κάθισε δίπλα μας.
- Θα στοιχημάτιζα την πρώτη μας νύχτα ότι δική σου ιδέα ήταν η πιτσιρίκα με την τούρτα, είπε ο Χρήστος στη Σπυριδούλα ανοίγοντας τη σαμπάνια και προσέχοντας να μη χάσει ούτε σταγόνα.
- Μπορείς να στοιχηματίσεις και όλες τις υπόλοιπες, που δεν θα ζήσεις ποτέ καθώς δεν ήταν μόνο η πιτσιρίκα, οι τούρτες, οι σαμπάνιες αλλά και αυτό, που θα γίνει τώρα.
Η Σπυριδούλα σηκώθηκε από την καρέκλα, κατέβασε το ντεκολτέ της, πήγε προς το συνεργείο, πήρε την δεύτερη τούρτα, που είχε μείνει πάνω στη σκηνή, χαμογέλασε πονηρά και άρχισε να τραγουδάει το «happy birthday» απτόητη, όσο η Μαρία την αγριοκοίταζε προσπαθώντας να καθαρίσει με μωρομάντιλα τον Αιμίλιο από την τούρτα.
Ξαφνικά οι τοίχοι του θεάτρου γέμισαν αίματα, που έσταζαν από την σκηνή στην πλατεία. Το άψυχο σώμα της Σπίρι κείτονταν στην άκρη της σκηνής ενώ η Μαρία κρατούσε τα ματωμένα μωρομάντιλα.
Άκουσα μια στριγκλιά και επέστρεψα στην πραγματικότητα.
Ο Αιμίλιος είχε βγάλει την μπλούζα του για να αλλάξει και η πιτσιρίκα είχε λιποθυμήσει φαρδιά πλατιά στη σκηνή. Η Μαρία, αφήνοντας τα πασαλειμμένα με τούρτα μωρομάντιλα, τον έντυσε στα γρήγορα με ένα καθαρό πουκάμισο από τα καμαρίνια, όσο το συνεργείο προσπαθούσε να συνεφέρει την μικρή ενώ η δημοσιογράφος είχε κολλήσει σα στρείδι στον Στέφανο. «Βρίσκομαι σε παράκρουση σκέφτηκα» καθώς παρακολουθούσα την Σπυριδούλα να επιτίθεται στην τούρτα με το κουταλάκι πριν την σερβίρουν σε πιατάκια. Ο Στέφανος μας κοιτούσε με απόγνωση καθώς ο Χρήστος πατούσε το αόρατο off. Κατευθύνθηκα προς το μέρος του.
- Μου επιτρέπεις να τον απαγάγω; είπα στη δημοσιογράφο και πριν μου απαντήσει, έπιασα τον Στέφανο από το μπράτσο και απομακρυνθήκαμε. Ο σταρ της βραδιάς σας είναι από εκεί και σας περιμένει.
Κατεβήκαμε από τη σκηνή όσο προετοιμάζονταν για τη συνέντευξη. Ο Χρήστος είχε ανέβει να φτιάξει τα φώτα, ο σκηνοθέτης έδινε οδηγίες, η Σπυριδούλα έφτιαχνε το μακιγιάζ, η Μαρία μακιγιάριζε τον Αιμίλιο, το συνεργείο οργανώνονταν ενώ η πιτσιρίκα καθόταν υπάκουη στην πλατεία.
Μάζεψα τα πράγματά μου και έκανα μεταβολή να φύγω. Ο Στέφανος με ακολούθησε.
- Μπορώ να σε συνοδέψω; Με ρώτησε
- Έχετε συνέντευξη μέσα. Θα θέλουν να σε ρωτήσουν και σένα
για τον Αιμίλιο. Δεν θα είναι ευγενικό να φύγεις, απάντησα
- Δεν θέλω να φοβάμαι μήπως γελάσουν μ’ αυτά που θα πω. Δεν
είμαι χαζός, τουλάχιστον όχι όσο τους βολεύει να πιστεύουν.
- Πρέπει να γυρίσεις, να πάρεις τα πράγματά σου.
- Ξέρεις πως αν γυρίσω δεν θα μπορέσω να φύγω. Ας κάνουμε
λοιπόν ότι τα ξέχασα.
Ξεκινήσαμε να περπατάμε στο δρόμο, περιμένοντας κάποιο ταξί να φανεί.
- Δεν πιστεύω ότι ευθύνεσαι εσύ για το ατύχημα του Χρήστου…
ούτε ότι ήταν σωστή η συμπεριφορά των υπολοίπων στο νοσοκομείο. Συγγνώμη που δεν μπήκα στη μέση τότε αλλά είπαμε. Εγώ είμαι στο «off».
- Δεν πειράζει. Δεν έχει σημασία. Θα σου ζητούσα και εγώ
συγγνώμη για τις φορές που έχω γελάσει μαζί σου. Αν πίστευα στη συγγνώμη. Αλλά δεν πιστεύω.
Ο Στέφανος έβγαλε από την τσέπη του ένα ζιπάκι και μου το έδωσε.
- Ξέρεις ήθελα να στο δώσω εδώ και καιρό αλλά δεν έβρισκα την κατάλληλη ευκαιρία. Παρ’ το και όταν βρεις χρόνο, ρίξε μια ματιά στο περιεχόμενό του. Ίσως να βρεις κάτι που να σε ενδιαφέρει.
- Τι έχει μέσα; Ρώτησα καθώς το έβαζα στην τσέπη του παντελονιού μου.
Ο Στέφανος έβαλε τον δείκτη του δεξιού χεριού μπροστά από το στόμα του και είπε χαμογελαστά
- Σςςςςς… Θα χαλάσεις την έκπληξη και η νύχτα απόψε φαίνεται
πως είναι γεμάτη από εκπλήξεις. Καθώς περπατούσαμε, ξεκίνησε να σιγοτραγουδά
«Θα σε πάρω μια νύχτα να σου δείξω την πόλη, όταν θα κοιμούνται όλοι…και θα ξενυχτάμε μόνοι, 2 σκοποί στην Αλεξάνδρας, μια γυναίκα και ένας άντρας».
Σου χρωστάω ένα θεατρικό παιχνίδι για αυτό που κατέστρεψα την τελευταία φορά. Σταμάτησε μπροστά σε ένα αυτοκίνητο και έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του.
- Τι λες λοιπόν; Θα έρθεις να παίξουμε;
Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνό μου. Είδα την κλήση. Ήταν
ο Αιμίλιος. Κοίταξα ξανά τον Στέφανο και αποφάσισα να απαντήσω στο τηλεφώνημα.
- Πού είσαι; Με ρώτησε ο Αιμίλιος.
- Δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα, είμαι με παρέα. Θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή, απάντησα καθώς έβλεπα τον Στέφανο να μπαίνει στο αμάξι και να ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού για να περάσω μέσα στο αυτοκίνητο.
- Είσαι καλά;
- Ναι.
- Έγινε κάτι; Με ρώτησε ανήσυχος.
Κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Στέφανος μου έκανε επίμονα νοήματα για να μπω μέσα στο αμάξι του. Πλησίασα στην ανοιχτή πόρτα με το τηλέφωνο ανοιχτό, τον ευχαρίστησα και του είπα ότι θα πάρω ταξί. Τον καληνύχτισα και γυρίζοντάς του την πλάτη άρχισα να απομακρύνομαι.
- Είμαι στο δρόμο για το σπίτι. Χρόνια πολλά…
Εκείνη τη στιγμή κάποιος μου άρπαξε το κινητό. Γύρισα και είδα
τον Στέφανο να το κλείνει και να με τραβάει προς το αυτοκίνητό του. Προσπάθησα να του ξεφύγω αλλά με τράβηξε προς το αυτοκίνητο. Άνοιξε την πόρτα και προσπάθησε να με βάλει στην θέση του συνοδηγού. Πάλευα να φύγω φωνάζοντάς του όταν μου έριξε μπουνιά στο πρόσωπο. Ζαλίστηκα και τον κλώτσησα και εγώ. Οπισθοχώρησε για λίγο και του ξέφυγα.
Μέχρι που ένοιωσα ένα χέρι να με τραβά στο πλάι και να με ρίχνει στο πλακόστρωτο. Ο Στέφανος με είχε προλάβει. Με γύρισε ανάσκελα και άρχισε να με χτυπά με μανία. Μετά από λίγο σταμάτησα να νοιώθω πόνο. Δεν πάλευα πια. Μια ζέστη με αγκάλιαζε και βούλιαζα μέσα της. Ο Στέφανος σταμάτησε να με γρονθοκοπά και προσπάθησε να κρατήσει το πρόσωπό μου σταθερό, απέναντι από το δικό του.
Εκείνη τη στιγμή κάποιος τον τράβηξε από πάνω μου. Γύρισα στο πλάι και είδα τα αυτοκίνητα να περνούν. Ούτε ένα δεν είχε βρει λίγο χρόνο, να σταματήσει το ρολόι σε κείνο το πεζοδρόμιο. Ο πόνος επέστρεφε κατά κύματα. Το αίμα με ανακάτευε και άρχισα να κάνω εμετό στο πεζοδρόμιο. Κάποιος με πλησίασε. Ήταν ο Χρήστος. Με βοήθησε να σηκωθώ.
Προσπάθησε να με καθαρίσει με τα χέρια του. Έσκυψα να πάρω την τσάντα μου και είδα τον Αιμίλιο να έχει πιαστεί στα χέρια με τον Στέφανο. Η Μαρία στεκόταν κάτω από το φως. Μία μηχανή με χαλασμένη εξάτμιση μας προσπέρασε και την ακολούθησα με το βλέμμα μου. Μια μουσική άρχισε να παίζει στο μυαλό μου. Ήθελα να φύγω από εκεί. Έκανα μεταβολή και άρχισα να προχωρώ στο πεζοδρόμιο. Ο Χρήστος έτρεξε πίσω μου και με πρόλαβε.
- Άννα, είσαι καλά; Με ρώτησε
- Ναι.
Συνέχισα να περπατώ.
- Πού πας σε αυτήν την κατάσταση;
- Θες να το συζητήσουμε; Απάντησα αγριοκοιτάζοντας τον.
- Ναι
- Εγώ πάλι όχι.
Ένοιωσα κάτι να με αρπάζει από το δρόμο και να με γυρίζει πίσω
στο πεζοδρόμιο, ενόσω ένα αυτοκίνητο, που έτρεχε σα δαιμονισμένο, περνούσε μπροστά μας για να εξαφανιστεί σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Συνέχισα να περπατώ. Πέρασα τη διασταύρωση και προχώρησα στο πεζοδρόμιο. Το στομάχι μου ανακατεύονταν και πάλι, τα αυτιά μου βούιζαν, το λιγοστό φως θάμπωσε. Άρχισα να φοβάμαι ξανά και ξεκίνησα να τρέχω. Έτρεχα να ξεφύγω από τη νύχτα.
«Ως το τέλος του δρόμου. Ως το τέλος της νύχτας». Ίσως στο επόμενο πεζοδρόμιο να τέλειωνε η ιστορία. Αν έτρεχα αρκετά γρήγορα, θα προλάβαινα την τελευταία τελεία πριν αλλάξει η σελίδα και αρχίσει το επόμενο κεφάλαιο. Αν δεν μιλούσα, αν δεν έκλαιγα, αν δεν έκανα τίποτα παρά μόνο να τρέχω, ίσως να ξυπνούσα. Να ακόμα μία διασταύρωση, αν προλάβω και περάσω τρέχοντας σίγουρα θα ξυπνήσω. Αν με χτυπήσει ένα αυτοκίνητο περνώντας, θα ξυπνήσω ουρλιάζοντας στο κρεβάτι μου.
- Μη σκέφτεσαι. Με κάθε σκέψη, καθυστερείς. Ο δρόμος είναι εκεί και σε περιμένει, άκουγα μια φωνή στο κεφάλι μου.
Πέταξα την τσάντα στο δρόμο. Δεν υπήρχε πόνος. Δεν υπήρχε ο δρόμος. Έπρεπε να περάσω απέναντι.
Κάποιος με άρπαξε ξανά. Έχασα την ισορροπία μου αλλά με κράτησε πριν πέσω κάτω. Γύρισα το βλέμμα μου στη διασταύρωση. Στηρίχτηκα στα πόδια μου και προσπάθησα να φύγω πάλι προς τα εκεί. Αλλά δεν με άφηνε. Μούγκρισα και πάλεψα να απελευθερωθώ με μεγαλύτερη δύναμη κοιτώντας το δρόμο που έμοιαζε να σβήνει. Τα χέρια άρχισαν να με σφίγγουν περισσότερο. Πανικοβλήθηκα. Άρχισα να ουρλιάζω ενώ μου έβαλε τα χέρια στο στόμα για να σωπάσω. Δεν γνώριζα το πρόσωπό του. Δεν άκουγα τη φωνή του. Ένοιωσα το αίμα να τρέχει ζεστό ανάμεσα στα πόδια μου. Σταμάτησα να ουρλιάζω. Ο Αιμίλιος. Ναι, τον αναγνώριζα. Ήταν ο Αιμίλιος. Αλλά κάποιος χαμήλωνε τα φώτα και εγώ ήμουν τόσο κουρασμένη. Λιποθύμησα.
Συνήλθα μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Ο Χρήστος βρισκόταν πλάι μου. Ανήσυχος έλεγε βλακείες καθώς προσπαθούσε να με συνεφέρει. Τα τζάμια του αυτοκινήτου ήταν θολά. Άκουσα τον Αιμίλιο και την Μαρία να μιλούν. Ο Χρήστος έστρεψε το πρόσωπό μου προς το μέρος του. Μια παράξενη ζέστη με αγκάλιαζε. Έψαξα στα τυφλά το χερούλι για να ανοίξω την πόρτα. Ήμουν στο δρόμο. Ήμουν ο δρόμος. Χαμογέλασα στον Χρήστο και άνοιξα την πόρτα γέρνοντας το κορμί μου προς τα έξω. Με άρπαξε με μία κραυγή πόνου ενώ το αυτοκίνητο φρενάρισε απότομα. Η Μαρία άρχισε να ουρλιάζει. Κοίταζα το δρόμο από την ανοιχτή πόρτα του αυτοκινήτου. Το κεφάλι μου με πονούσε αφόρητα. Ο Αιμίλιος σταμάτησε το αυτοκίνητο και ήρθε στην πόρτα. Βοήθησε τον Χρήστο να με βάλουν μέσα. Ζήτησε από την Μαρία να οδηγήσει και κάθισε πίσω. Με έβαλαν στην μέση και το αυτοκίνητο ξεκίνησε ξανά. Ο Χρήστος έβριζε τρίβοντας το χέρι του. Έκλεισα τα μάτια. Ο Αιμίλιος μου κρατούσε το χέρι σφιχτά.
Μετά από κάποια ώρα το αυτοκίνητο σταμάτησε. Ο δρόμος χάθηκε. Κρύφτηκε. Ο Χρήστος κατέβηκε πρώτος. Τον ακολούθησα και πίσω μου ερχόταν ο Αιμίλιος. Προσπαθούσα να συγκεντρωθώ, έπρεπε να ελαττώσω την παραμονή μου στο νοσοκομείο. Σκέφτηκα τον Στέφανο. Νόμιζα πως το κεφάλι μου θα σπάσει. Μπήκαμε στο ιατρείο. Ζήτησα να βγουν ο Αιμίλιος και ο Χρήστος έξω.
Προσπάθησα να αυτοσυγκεντρωθώ. Έπρεπε να είμαι πειστική. Τους είπα λοιπόν ότι με είχαν ληστέψει και καθώς αντιστάθηκα με χτύπησαν για να πάρουν τα πράγματά μου. Ξεκίνησαν να καθαρίζουν το πρόσωπό μου και να μου κάνουν ερωτήσεις. Δεν με πίστεψαν αλλά τα λεφτά, που θα έπαιρναν, εξαγόραζαν τη συγκατάβασή τους. Τους εξήγησα ότι δεν επιθυμούσα να με εξετάσουν και ότι ήθελα απλά ένα παυσίπονο για τον πονοκέφαλο. Προθυμοποιήθηκαν να μου κάνουν εξετάσεις αίματος, αξονικές, υπερήχους και ό,τι άλλο θα ανέβαζε το λογαριασμό. Τους είπα ότι είμαι γιατρός και τους έκοψα τα πολλά-πολλά. Μου έκαναν την παυσίπονη και βγήκα έξω. Την πληρώσαμε όσο κόστιζε ολόκληρη την παρτίδα και βγήκαμε έξω. Ο Αιμίλιος εξαφανίστηκε όταν είδε τους φωτογράφους, που είχαν πάει για άλλο θέμα και έτσι βγήκαμε με τον Λημνιό έξω να ψάξουμε ταξί.
- Δεν νομίζεις ότι θα ήταν καλύτερα να έμενες μέσα και να
έκανες εξετάσεις; Με ρώτησε ανήσυχος.
- Θα ήθελες να μαθευτεί τι έγινε με τον Στέφανο; Ή θα ήθελες να
μάθει η Μαρία πόσοι ήμασταν πριν λίγο στο αυτοκίνητο; του απάντησα εκνευρισμένα καθώς έπαιρνα την τσάντα μου.
- Θα μείνεις σπίτι μου απόψε και αν αρχίσεις τα τρελά σου πάλι,
σε προειδοποιώ, σε πήρα σηκωτή και ήρθαμε. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό του.
- Έλα Αιμίλιε, μόλις βγήκε. Μια χαρά είναι. Ξεκούραση
χρειάζεται… Όχι, δεν θα μείνει μέσα. Θα έρθει μαζί μου στο σπίτι μου. Μην ανησυχείτε, θα την προσέχω εγώ… Να περάσετε καλά στο party. Χρόνια πολλά. Χιλιόχρονος και για του χρόνου σου εύχομαι τα πιο βαρετά γενέθλια της ζωής σου.
Είχαμε φτάσει μπροστά στα ταξί. Ο Χρήστος είπε την διεύθυνσή του και μπήκαμε μέσα.
- Θα έμεναν αλλά είχαν να πάνε σε ένα party. Καλύτερα.
Χρειαζόμαστε λίγη ησυχία απόψε, είπε και με έπιασε από το χέρι.
Φτάσαμε αμίλητοι στον προορισμό μας. Ο Χρήστος πλήρωσε και
κατεβήκαμε από το ταξί. Ανεβήκαμε στο διαμέρισμά του. Ήταν τεράστιο. Η Μαρία είχε δίκιο. Ο Λημνιός άναψε το θερμοσίφωνα και χάθηκε στο διάδρομο.
- Πρέπει να σου βρω ρούχα να φορέσεις. Μην πηδήξεις από το
μπαλκόνι. Τουλάχιστον όχι πριν σου δείξω τα ρούχα σου. Θες να παραγγείλουμε να φάμε κάτι; Ο θερμοσίφωνας θα χρειαστεί λίγη ώρα για να ζεστάνει το νερό…
Όσο ο Χρήστος φλυαρούσε άνοιξα την μπαλκονόπορτα και βγήκα
μπαλκόνι. Έβλεπε όλη την Αθήνα. Πάνω στο τραπεζάκι είχε ξεχασμένο ένα πακέτο τσιγάρα. Το πήρα, το άνοιξα και ευτυχώς είχε και αναπτήρα μέσα στο πακέτο. Κάθισα στο πάτωμα του μπαλκονιού με την πλάτη στον τοίχο και άναψα τσιγάρο μέσα στο ημίφως. Πριν προλάβω να τελειώσω το τσιγάρο, ο Χρήστος είχε ορμήσει στα κάγκελα του μπαλκονιού και κοιτούσε με αγωνία το πεζοδρόμιο.
- Εμένα ψάχνεις; Τον ρώτησα και εκείνος από την τρομάρα του
έχασε την ισορροπία του για μια στιγμή.
- Θα με πεθάνεις πριν την ώρα μου. Και αν δεν τα καταφέρεις, να
είσαι σίγουρη ότι ένα έμφραγμα, ένα εγκεφαλικό θα μου το κάνεις δώρο και δεν θα ξέρω πώς να βγω από την υποχρέωση μετά. Έλα, σήκω να αλλάξεις, να βάλεις ένα ρούχο της προκοπής και δώσε μου τα ρούχα σου να τα βάλω στο πλυντήριο. Μην κλειδωθείς στο μπάνιο και πρέπει να τη σπάσω μετά, σε περίπτωση που γίνει κάτι γιατί η μανούλα μου θα μου σπάσει το κεφάλι.
- Καλά.. καλά… απάντησα και άναψα δεύτερο τσιγάρο. Του
πρόσφερα τσιγάρο. Άναψε και εκείνος ένα και έκατσε δίπλα μου.
- Έπρεπε να σε είχα προειδοποιήσει για το Στέφανο. Δεν είναι η
πρώτη του φορά. Μόλις ο Αιμίλιος σε άκουσε να του τα μασάς και συνειδητοποίησε ότι λείπατε και οι δύο, κατάλαβε αμέσως τι γινότανε. Ευτυχώς δεν είχατε προλάβει να απομακρυνθείτε. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πώς μου ξέφυγες. Πότε φύγατε και δεν σας είδα. Αν σας είχα δει…
- … και αν πετάει το πουλί… Κοίτα, δεν θέλω να το συζητήσω. Δεν θέλω να συζητήσω τίποτα απόψε, για να είμαι ακριβής.
Συνεχίσαμε να καπνίζουμε στα σκοτεινά. Κάποια στιγμή ο Χρήστος σηκώθηκε και μου τείνοντας το χέρι του μου είπε.
- Έλα να κάνεις μπάνιο, το νερό πρέπει να έχει ζεσταθεί.
Με σήκωσε και με οδήγησε στο μπάνιο. Μου έδωσε τα ρούχα,
πετσέτες και ανοίγοντας το ντουλαπάκι του μπάνιου έβγαλε σερβιέτες και μου έδωσε.
- Για τις δύσκολες νύχτες του μήνα, μου είπε κλείνοντάς μου το
μάτι. Δεν έχεις ιδέα, πόσο απαιτητικές έχουν γίνει οι γυναίκες τελευταία.
Βγήκε έξω από το μπάνιο και άφησε την πόρτα μισάνοιχτη περιμένοντας τα ρούχα μου. Του τα έδωσα και μπήκα κάτω από το ντους. Δεν ένοιωθα τίποτα. Κρύο, ζέστη.. τίποτα. Μηχανικά έκανα μπάνιο και βγήκα. Επέστρεψα στο σαλόνι όπου ο Χρήστος είχε αφήσει τα πράγματά μου. Πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού είχε αφήσει ό,τι είχε στις τσέπες μου και δεν έμπαινε στο πλυντήριο. Πλησίασα και είδα το ζιπάκι του Στέφανου. Κάθισα στον καναπέ και το χάζευα.
Ο Χρήστος ήρθε στο σαλόνι και με είδε να κοιτάζω το ζιπάκι. Το πήρε στα χέρια του και μου είπε
- Αυτό δεν είναι δικό σου, έτσι δεν είναι; Θα το θυμόμουν. Ούτε του Αιμίλιου είναι. Τίνος είναι αυτό;
- Του Στέφανου. Μου το έδωσε αφού βγήκαμε από το θέατρο και πριν αρνηθώ να πάω μαζί του και γίνουν όλα τα υπόλοιπα. Είπε ότι ήταν μία έκπληξη, για μένα.
- Αρκετές εκπλήξεις σου έκανε για σήμερα. Εγώ λέω να το πετάξουμε και να παραγγείλουμε να φάμε. Τι λές;
- Έχεις υπολογιστή; Απάντησα
Ο Χρήστος εξαφανίστηκε για λίγο και επέστρεψε με ένα laptop. Το άνοιξε, συνέδεσε το ζιπάκι και άνοιξε τα αρχεία του. Δεν μιλούσε. Μόνο άνοιγε το ένα αρχείο πίσω από τον άλλο. Ήρθε με το laptop δίπλα μου και μου έδειξε την οθόνη. Είχε ανακαλύψει το blog μου. Αποθήκευε κάθε μου ανάρτηση, κάθε σχόλιο, κάθε κίνηση ενώ είχε και τους κωδικούς μου σε ένα φάκελο. Οι κωδικοί για το blog, το email, το messenger ήταν όλα εκεί… τα emails μου αποθηκευμένα, τα κείμενα που δεν είχα ανεβάσει ακόμα και δίπλα ακόμα ένας φάκελος με emails και μηνύματα, που είχαμε ανταλλάξει. Τον ήξερα τον Στέφανο. Όχι σαν Στέφανο όμως. Με το ψευδώνυμό του, με μια ψεύτικη ζωή, μικρή και ασήμαντη να χωρά στις 2 διαστάσεις την οθόνης. Κοίταζα τα μηνύματα και ήταν σαν να παρακολουθώ έναν ιό να καταστρέφει τα πάντα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Σε τούτη τη ρώσικη ρουλέτα η σφαίρα βρισκόταν στην δική μου θαλάμη.
Ο Χρήστος με κοιτούσε αποσβολωμένος. Πήρε τον υπολογιστή και συνδέθηκε στο διαδίκτυο. Έψαξε και βρήκε τα 2 blogs, το δικό μου και του Στέφανου. Τα έβαλε δίπλα – δίπλα και μου έδειξε τις πιο πρόσφατες αναρτήσεις του. Ο Στέφανος είχε αντιγράψει την ιστορία με τον Αιμίλιο και την είχε ανεβάσει στο blog του σε συνέχειες εκείνη την ημέρα. Τα είχε όλα προγραμματισμένα. Έκλεισα τον υπολογιστή και ξάπλωσα στον καναπέ.
- Σήκω και έλα μαζί μου. Σου έχω ετοιμάσει δωμάτιο για να κοιμηθείς, μου είπε ο Χρήστος και σηκώθηκε. Θα μου χαλάσεις τον καναπέ.
Τον ακολούθησα με βαριά καρδιά. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και του ζήτησα ακόμα ένα παυσίπονο. Με σκέπασε και σχεδόν αμέσως μου έφερε ένα παυσίπονο με ένα ποτήρι νερό. Το πήρα και ξάπλωσα. Τα βλέφαρά μου βάραιναν. Άκουσα τον Χρήστο να μιλάει στο τηλέφωνο ανήσυχος. Αποκοιμήθηκα χωρίς να καταλάβω λέξη από όσα έλεγε.

Ένα τσιγάρο ακόμα και έρχομαι…
Στο υπόσχομαι



Ξύπνησα με έναν τρομερό πονοκέφαλο. Το φως έμπαινε από την μπαλκονόπορτα. Έκλεισα τα μάτια και κρύφτηκα κάτω από τα σκεπάσματα. Ένοιωθα το πρόσωπό μου πρησμένο και δεν μπορούσα να ηρεμήσω σε καμία στάση στο κρεβάτι. Τα σεντόνια μύριζαν διαφορετικά. Συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν σπίτι μου και ανακάθισα στο κρεβάτι. Προσπαθούσα να θυμηθώ τι είχε γίνει το προηγούμενο βράδυ. Σκόρπιες εικόνες άρχισαν να μου έρχονται στο μυαλό. Σηκώθηκα να βρω τον Λημνιό.
Πήγα στο σαλόνι και τον βρήκα να κάθεται στον καναπέ με το laptop ανοιχτό. Στεκόμουν και τον κοίταζα, όταν είδα τον Αιμίλιο να τον πλησιάζει με δύο κούπες καφέ και να κάθεται δίπλα του.
- Τι έχεις να πεις για αυτό; τον ρώτησε ο Χρήστος
- Δεν ξέρω, απάντησε ο Αιμίλιος σκεφτικός.
- Είναι όλα εδώ και δεν του τα έδωσε η Άννα. Ούτε στον ίδιο,
ούτε στον ψηφιακό alter ego του. Κοίτα, όλα της αρχεία ανεβασμένα με χτεσινή ημερομηνία.
- Γιατί λες να το έκανε αυτό; ρώτησε ο Αιμίλιος και ξεκίνησε να
στρίβει ένα τσιγάρο.
- Δεν ξέρω αλλά πες της Μαρίας να τον μαζέψει και να
εξαφανιστεί για λίγες μέρες. Η Άννα δεν πήγε στην αστυνομία χτες αλλά δεν ξέρεις τι θα κάνει σήμερα.
Μπορεί να μεγάλωσαν μαζί, σαν αδέλφια αλλά δεν μπορεί να τον καλύπτει πάντα. Η μάσκα του ηλίθιου πείθει ολοένα και λιγότερους. Το τηλεοπτικό συνεργείο ήταν εκεί χτες. Δεν ξέρεις ποιος κατάλαβε τι και τι μπορεί να βγει παρά έξω.
Είχα κοκαλώσει στη θέση μου. Ο Στέφανος αδερφός της Μαρίας. Ο Λημνιός ξάδερφος του Αιμίλιου. Σε λίγο θα ερχόταν η Σπυριδούλα να μου συστηθεί σαν τριτεξαδέλφη μου, αν δεν την προλάβαινε ο σκηνοθέτης, που προφανώς ήταν ετεροθαλής αδερφός μου και o θείος μου ο batman με την θεία Στρουμφίτα, που είχαν ήδη στρώσει την τσόχα για την καθιερωμένη μπιριμπίτσα.
Κάποιος με έπιασε από τους ώμους και με κούνησε. Ήταν ο Αιμίλιος.
- Άννα είσαι καλά; με ρώτησε ανήσυχος.
- Τι σχέση έχει η Μαρία με τον Στέφανο; τον ρώτησα.
- Ο πατέρας του έχει παντρευτεί τη μητέρα της και μεγάλωσαν
στο ίδιο σπίτι μαζί σαν αδέλφια, παρόλο που έχουν διαφορετικό επίθετο. Έλα να καθίσεις μαζί μας, μου είπε και με πήρε από το χέρι και με κάθισε στο καναπέ.
Ξάπλωσα και κοίταζα τον Χρήστο, που προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από την οθόνη.
- Θέλεις να σου φτιάξω καφέ; Πρότεινε ο Αιμίλιος
- Μήπως υπάρχει και τίποτε άλλο που θα έπρεπε να μάθω; Τον
Ρώτησα δίχως να τον κοιτώ.
Πήρα το πακέτο του Χρήστου και άναψα τσιγάρο. Ο Λημνιός με κοίταξε, σηκώθηκε και επέστρεψε με ένα παυσίπονο και ένα ποτήρι νερό.
- Για ποιον ήρθες σήμερα Αιμίλιε εδώ; Για μένα; Για την Μαρία;
Για τον Στέφανο; Γιατί; Για να δεις αν θα πάω στην αστυνομία; Αν θα γίνει σκάνδαλο; Τι θέλεις από μένα; Ό,τι και αν γίνει από εδώ και εμπρός δεν σας αφορά. Πρέπει να φύγω. Θέλω να πάω σπίτι μου. Δόξα τω Θεώ είναι μικρό. Δεν χωρούν τα ψέματα που χωρούν εδώ.
Σηκώθηκα αλλά ο Χρήστος με έπιασε και με έβαλε πάλι στον
καναπέ και κάθισε απέναντί μου, πάνω στο τραπεζάκι.
- Δεν έχεις να πας πουθενά. Όχι ακόμα. Μόλις ξεκουραστείς και
νοιώσεις καλύτερα θα σε πάω σπίτι.
- Δεν σας εμπιστεύομαι πια. Κανέναν σας. Το κεφάλι μου νομίζω
πως θα σπάσει.
Εκείνη την ώρα χτύπησε το κινητό του Αιμίλιου.
Γύρισα και τον κοίταξα. Ο ήχος της κλήσης ήταν της Μαρίας.
- Βιάζεται να μάθει τα νέα για τον αδερφούλη; Βρε δεν πάτε στο
διάολο όλοι! είπα. Σηκώθηκα και πήγα στο υπνοδωμάτιο, να πάρω τα πράγματά μου και να φύγω αλλά καθώς έμπαινα στο δωμάτιο, ζαλίστηκα και αρπάχτηκα από την καρέκλα για να μην πέσω. Έχασα όμως την ισορροπία μου και έπεσα μαζί με την καρέκλα στο πάτωμα. Βούλιαξα στο πάτωμα σαν να ήταν μια σκοτεινή θάλασσα και ο πόνος έγινε ένα γλυκό μούδιασμα.
Ο Χρήστος και ο Αιμίλιος τσακίστηκαν να έρθουν. ήθελα να
γελάσω, ήθελα να φύγω από εκεί. Σκόρπιζα σαν τον υδράργυρο, που δραπετεύει από ένα σπασμένο θερμόμετρο. Κάτω από το κρεβάτι μου φάνηκε ότι είδα ένα σπασμένο φτερό. Και τότε κατάλαβα. Σκίστηκε για λίγο ο χρόνος και πέρασα ανάμεσα.
Ο Αιμίλιος με γύρισε και μου μιλούσε. Δεν ήθελα να τον δω. Δεν ήθελα να του μιλήσω. Γιατί δεν με αφήνει στην ησυχία μου; Αν απλώσω το χέρι θα σε φτάσω;
Με σήκωσε από το πάτωμα και με έβαλε στο κρεβάτι. Του έκανα νόημα ότι είμαι κουρασμένη και πως ήθελα να κοιμηθώ. Με σκέπασε και ξάπλωσε δίπλα μου.
Αισθάνομαι όμορφη, όταν κοιμάμαι στην αγκαλιά σου. Κατεβαίνω τις βρώμικες σκάλες και παίρνω τους δρόμους. Νοιώθω την ανάσα σου στο λαιμό μου. Τις σκιές των ανθρώπων που βιάζονται. Τις μέρες, που δεν θα προλάβουμε. Σφίγγω τα λουλούδια σου στην αγκαλιά μου καθώς σε παρακολουθώ να ξεριζώνεις τα φτερά σου και ξαφνικά νοιώθω τόσο μόνη, χαμένη στο άσπρο της νύχτας. Κράτα με. Μέχρι να αποκοιμηθώ για τα καλά. Λίγο ακόμα. Και έπειτα φύγε. Πριν ξυπνήσω και αρχίσω να σε λερώνω με λέξεις.

Όταν ξύπνησα είχε νυχτώσει και ο Αιμίλιος είχε φύγει. Σηκώθηκα και ακολούθησα το φως στο διάδρομο. Ο Χρήστος ήταν στο δωμάτιό του και προσπαθούσε να αλλάξει τον επίδεσμο στο χέρι του. Δεν τα κατάφερνε και προσπαθούσε ξανά και ξανά. Τον πλησίασα και τον βοήθησα να το φτιάξει.
- Δεν μπορούσε να μείνει περισσότερο o Αιμίλιος. Έπρεπε να
φύγει, μου είπε δίχως να με κοιτά στα μάτια.
- Καλά έκανε, απάντησα και προχώρησα προς το σαλόνι.
Είχα αφήσει το κινητό μου στο τραπεζάκι. Το ενεργοποίησα και
Τηλεφώνησα στον παραγωγό της παράστασης.
- Καλησπέρα. Είμαι η Άννα. Ο Στέφανος να φύγει από την
παράσταση. Κανόνισέ το… Δεν με νοιάζει, αν σε λίγες μέρες έχουμε πρεμιέρα. Καλύτερα να κατέβει η παράσταση παρά να ανέβει με αυτόν… Σου έδωσα το έργο, σου έδωσα τα χρήματα. Τακτοποίησε και αυτό το ζήτημα… Αν τον δω στην επόμενη πρόβα, θα ξεκινήσετε να μιλάτε με τον δικηγόρο μου… Θα χαρώ να δω ότι η επένδυσή μου απέβη κερδοφόρα πριν καν ανέβει η παράσταση.
Ο Λημνιός δεν μιλούσε. Έκλεισα το κινητό και το
απενεργοποίησα. Πήρα το πακέτο με τα τσιγάρα του και τον αναπτήρα και βγήκα στο μπαλκόνι.
- Ιουλιέτα, τη θυμάσαι την σκηνή του μπαλκονιού. Μην αρχίσεις
τους αυτοσχεδιασμούς. Πετάγομαι να πάρω τσιγάρα και έρχομαι.
- … «ήταν τα τελευταία του λόγια, εγγόνα μου. Τον ξαναείδα
όταν το στερνοπούλι μας έπαιρνε την απαλλαγή του από το στρατό, στα 53 του.». Θες να πας να δώσεις αναφορά. Μην καρφώνεσαι, απάντησα.
- Παρήγγειλε ό,τι αγαπάς και να με περιμένεις στο μπαλκόνι
γιατί θα έλθω για σε.
- … Και αυτό είναι απειλή.
Ο Λημνιός βγήκε και έμεινα μόνη μέσα στο σκοτάδι και την
ησυχία. Το κεφάλι μου πονούσε. Δεν ήθελα να δω το πρόσωπό μου τώρα. Θυμήθηκα τον Στέφανο. Άρχισα να φοβάμαι και πάλι. Οπισθοχώρησα και κάθισα στο πάτωμα. Ένα βουητό με περικύκλωνε ολοένα και πιο δυνατό. Ο πονοκέφαλος ήταν φρικτός. Θυμόμουν τον Στέφανο. Έκλεισα τα μάτια και προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι άλλο. Τις διακοπές με τον Αιμίλιο, την πρώτη μας βόλτα, την καρδιά του μωρού αλλά ο Στέφανος με προλάβαινε πάντα με άρπαζε και με πέταγε στο πεζοδρόμιο. Άρχισα να κλαίω με τα χέρια στα αυτιά μου για να μην τους ακούω. Να μην ακούω τα λόγια του Στέφανου, το ότι το ξέρανε και δεν κάνανε τίποτα για να μην ξανασυμβεί. Ένα εφιαλτικό καλειδοσκόπιο με κατάπιε. Ένοιωσα ένα ζευγάρι χέρια να με τραντάζουν και να με σηκώνουν από το πάτωμα. Ούρλιαξα. Άνοιξα τα μάτια. Ήταν ο Χρήστος. Είχε ανάψει όλα τα φώτα και προσπαθούσε να με ηρεμήσει.
Προσπάθησα να απελευθερωθώ από τα χέρια του μα δεν με άφηνε και ο πανικός μου μεγάλωνε. Με τράβηξε μέσα στο σπίτι και έκλεισε την μπαλκονόπορτα. Έχανα τον έλεγχο. Έχανα εμένα και αν συνέχιζα έτσι θα έχανα και το μωρό. Δεν μπορούσα να τα πω όλα αυτά στον Χρήστο. Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω. Πήγα στο δωμάτιο. Ο χρόνος σταμάτησε. Δεν ξέρω πόσην ώρα ήμουν εκεί αλλά είδα τον Αιμίλιο να μπαίνει. Ήμουν σε παράκρουση. Ήταν πλέον επίσημο.
Με πλησίασε και με αγκάλιασε και άρχισε να με χαϊδεύει στην πλάτη. Ήταν εκεί μαζί μου. Εκείνη τη στιγμή. Κατάφερε να με ηρεμήσει, μου σκούπισε τα μάτια και μου είπε
- Δεν ήταν η πρώτη φορά, έτσι δεν είναι;
Έγνεψα αρνητικά. Δεν είπε τίποτα. Με βοήθησε να σηκωθώ και
πήγαμε στο σαλόνι. Εκεί μας περίμενε ανήσυχος και φοβισμένος ο Χρήστος. Ο Αιμίλιος μας άφησε και πήγε στην κουζίνα ενώ ένοιωθα ότι μας παρακολουθούσε. Δεν μιλούσαμε. Ο Αιμίλιος επέστρεψε με ένα ποτήρι χυμό και ένα παγωτό. Μου έδωσε το χυμό και όταν τον άφησα στο τραπεζάκι, τον πήρε και μου τον πρόσφερε πάλι.
- Σου χρειάζεται, μου είπε.
Τον ήπια με το ζόρι. Κάθισε στον καναπέ και ξάπλωσα στα πόδια
του. Ο Χρήστος ήταν ακόμα ανήσυχος. Τα μάτια μου βάραιναν. Αποκοιμήθηκα χωρίς να το καταλάβω.

Τι λες; Τώρα που νύχτωσε θα έρθεις να παίξουμε;


Ένας έρωτας ζωσμένος με εκρηκτικά σερνόταν ανάμεσα στις καρέκλες της πλατείας. Ο Λημνιός ρύθμιζε τα φώτα. Χαμήλωσε τη μουσική και άφησε έναν προβολέα μόνο. Ημίφως. Κάθισα στην καρέκλα και έκλεισα τα μάτια. Άκουγα τη μουσική και προσπαθούσα να αυτοσυγκεντρωθώ.
Κάποιος μου έκλεισε τα μάτια με ένα μαντίλι. O Λημνιός είχε όρεξη για παιχνίδι. Δεν μίλησα. Η μουσική άρχισε να δυναμώνει. Ένοιωσα τα χέρια του στο λαιμό μου και μία φωνή να μου ψιθυρίζει.
- Θέλεις να παίξουμε;… Αν πω «μπαμ», αλήθεια, πόσο γρήγορα μπορείς να τρέξεις;
Το χέρι του, που χάιδευε το πρόσωπό μου, σημάδεψε τον κρόταφό μου.
- Μπορείς να με βρεις μέσα στο σκοτάδι; Αν απλώσεις το χέρι σου, θα με πιάσεις; Θα με κρατήσεις; Σςςςς…. Άκου. «Δώσει ημίν, τούτον τον ξένον.» Τους βλέπεις, που περνούν με τα κεφάλια σκυφτά; Να σου πω ένα μυστικό; Δεν ήλθαν για μέσα. Εσένα ζητούν.
Εσένα. Είναι οι εφιάλτες σου και είμαι τροχονόμος απόψε. Ποιος έχει προτεραιότητα; Θες να κάνουμε το μαύρο μια φωτεινή πασχαλίτσα; Θες να ανοίξω το κουτί που ‘χω κλείσει τη φωνή σου;
Άφησε ένα κουτί στα χέρια μου. Ένα μικρό, ξύλινο, σκαλιστό κουτί. Το άνοιξα και ακούστηκε μια κραυγή. Το έκλεισα τρομαγμένη αμέσως. Έβγαλα το μαντίλι από το πρόσωπό μου αλλά ήταν σκοτάδι. Πέταξα το κουτί στο πάτωμα. Η φωνή άρχισε να ουρλιάζει ξανά και ένα φως να ανάβει γύρω της. Το έβλεπα ανοιχτό σε μια γωνιά της σκηνής.
Σηκώθηκα από την καρέκλα, να το κλείσω πάλι. Τα αυτιά μου πονούσαν από την κραυγή, που έμοιαζε να μην τελειώνει ποτέ. Έβαλα τα χέρια στα αυτιά μου. Κάποιος πίσω μου, μου τα έπιασε και με ανάγκασε να γονατίσω στη σκηνή. Για μια στιγμή γύρισα και είδα το πρόσωπο του Στέφανου. Δεν μπορούσα να φωνάξω μα η φωνή στο κουτί δυνάμωνε, μαζί με το φως, που την περικύκλωνε.
Ο Στέφανος με ταρακούναγε και εγώ δεν μπορούσα να ξεφύγω. Απελευθέρωσα το ένα χέρι και προσπάθησα να τον αρπάξω αλλά δεν τα κατάφερα. Με πέταξε στη σκηνή και πήρε το κουτί. Η φωνή σώπασε. Το φως έσβησε. Ο Στέφανος δεν είχε φύγει. Ήταν ακόμα εκεί. Τον ένοιωθα.
Φως. Έκλεισα τα μάτια και σκεφτόμουν φως. Τα άνοιξα και τον είδα. Μια φιγούρα μέσα στο φως. Με κοίταζε καθώς με πλησίαζε. Ο Στέφανος με πλησίασε και με τράβηξε προς το μέρος του. Κοίταζα το φως. Έμοιαζε με άγγελο. Το φως δυνάμωνε ολοένα και πιο πολύ. Έκλεισα τα μάτια ξανά καθώς ο Στέφανος με τράβαγε κοντά του.
Όταν τα άνοιξα βρισκόμουν στο σπίτι του Λημνιού. Ο Χρήστος βρισκόταν από πάνω μου και με ταρακουνούσε φοβισμένος.
- Σταμάτα! Του είπα και του γύρισα την πλάτη να συνεχίσω τον ύπνο μου.
- Σήκω βράδιασε! Κοιμάσαι σχεδόν ένα εικοσιτετράωρο…
- Και πού είναι το πρόβλημα; Φαίνεται ότι το ηρεμιστικό που μου
δώσατε, την έκανε την δουλειά του. Τι παραπονιέστε λοιπόν;
- Σήκω να κάνεις ένα μπάνιο να συνέλθεις. Έχω φαγητό. Και
μετά θα πάμε μαζί από το θέατρο. Πρέπει να τελειώσω κάποιες εκκρεμότητες και δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω μόνη σου εδώ.
Σκέφτηκα το όνειρο και σηκώθηκα. Ετοιμάστηκα και ξεκινήσαμε
για το θέατρο. Είναι αγένεια να αφήνεις το αναπόφευκτο στην αναμονή.

Αιμίλιος

Είμαι τεμπέλης. Και λοιπόν; Στολίζω την τεμπελιά μου με όμορφα ονόματα, οκνηρία, ακηδία και άλλα τέτοια φανταχτερά και την απλώνω στον καναπέ. Κατά προτίμηση μεσημεριανές ώρες, που η Μαρία δεν είναι στο σπίτι και εγώ βουλιάζω λοβοτομημένος στα μαξιλάρια, πειθήνιος πίσω από την οθόνη της τηλεόρασης. Ένα μεσημέρι ακόμα. Μία ακόμα ανάσα, ζεστή στο στήθος μου. Χτυπά το τηλέφωνο. Δεν το σηκώνω. Δεν έχω την όρεξή τους. Κάποιος πρέπει να συμμαζέψει τον Στέφανο. Κλείνω τα μάτια. Βλέπω την Άννα να με κοιτά και τρομαγμένος τα ανοίγω και ανακάθομαι.
Η τηλεόραση παίζει διαφημίσεις και εγώ χαζεύω την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, από όπου φυσά ένα αδύναμο αεράκι. Η Άννα, η Μαρία, ο Στέφανος… Θέλω να φύγω, αλλά βαριέμαι και ξαπλώνω πάλι στον καναπέ.
Εκείνη την ώρα εισέβαλε στο δωμάτιο πετώντας ένα μικρό χελιδόνι. Ακίνητος το ακολούθησα με το βλέμμα μου. Προσπαθώντας να βγει, χτύπησε πάνω στο κλειστό τζάμι του παραθύρου και σωριάστηκε στο πάτωμα. Σηκώθηκα από τον καναπέ και το πήρα στα χέρια μου. Ήταν νεκρό. Εκείνη τη στιγμή δυνάμωσε το αεράκι για λίγο και νόμισα πως σε άκουσα να με ψάχνεις.
Βγήκα στο μπαλκόνι. Ο δρόμος κάτω ήταν έρημος, Έβγαλα τα χέρια έξω από τα κάγκελα και άφησα το πουλί να πέσει στο κενό. Δεν πιστεύω στις συμπτώσεις. Ένοιωσα ένα χέρι στον ώμο μου. Ενοχλημένος τραβήχτηκα μακριά. Γύρισα και είδα τη Μαρία. Πρέπει να φύγω από εδώ. Όρμησα στο σαλόνι, πήρα τα κλειδιά της μηχανής και έφυγα από το σπίτι ενώ η Μαρία έτρεχε πίσω μου. Ξεκίνησα να τρέχω με τη μηχανή στους δρόμους. Πέρασε τόσος καιρός από τότε. Γιατί πονά τόσο πολύ ακόμα;
Ένα τεστ εγκυμοσύνης πεταμένο στα σκουπίδια. Θετικό. Χαμογελώ με τα σκουπίδια σωριασμένα στο μπάνιο και ονειρεύομαι. Η πρώτη εγκυμοσύνη της Μαρίας. Η χαρά. Ο τσακωμός. Η καριέρα. Το χειροκρότημα. Τα φώτα. Το ήθελα εκείνο το παιδί. Εκείνη έλεγε πως ήταν πολύ νωρίς, πως θα κατέστρεφε την καριέρα της, πως είχαμε χρόνο μπροστά μας. Μεσημέρι ήταν πάλι, όταν είχε μπει ξανά ένα πουλί και είχε σκοτωθεί στην τζαμαρία. Το είχα πετάξει και τότε στο κενό και την επόμενη στιγμή είχε χτυπήσει το κινητό. Ήταν η Μαρία. Είχε κάνει την έκτρωση. Τα πόδια μου λύγισαν και ένοιωσα σαν να είχα πετάξει την ψυχή του στο κενό. Επιστρέφοντας το βράδυ με βρήκε εκεί, στα πλακάκια της βεράντας. Δεν της είπα ποτέ την ιστορία με το πουλί, ούτε συζητήσαμε την απόφασή της ξανά.
Κουλουριασμένος πάνω στη μηχανή τρέχω να ξεφύγω από την μοίρα, που με παγίδευε πάλι. Όσο περισσότερο έτρεχα, τόσο περισσότερο ένοιωθα ένα σφίξιμο στην καρδιά. Έκοψα ταχύτητα και σταμάτησα στην άκρη του δρόμου. Σκουπίζω τα μάτια μου. Ο κόσμος στέκεται και με κοιτά. Εκνευρισμένος ξεκινώ πάλι με τη μηχανή. Ξεχύνομαι στους δρόμους για να ξεφύγω από σένα, από μια μνήμη που ματώνει. Δίχως να το συνειδητοποιήσω έφτασα στην είσοδο του θεάτρου. Οι πρόβες θα άρχιζαν αργότερα αλλά σίγουρα κάποιος βρισκόταν ήδη μέσα. Παρκάρισα την μηχανή και προχώρησα στο φουαγιέ.
Η Άννα ήταν εκεί. Σταμάτησα και την παρατηρούσα. Είχε αλλάξει. Προσπαθούσα να καταλάβω τι και πώς αλλά στο μυαλό μου τριγυρνούσε το πουλί, που πάλευε να ξεφύγει. Ίσως να ‘μουν εγώ. Δεν ξέρω. Δεν θέλω να μάθω. Όχι απόψε. Παρακολουθώ την Άννα με τον Χρήστο, που προσπαθούν να μετακινήσουν τα σκηνικά. Ανεβαίνω να βοηθήσω και βλέπω την Άννα να γονατίζει στο πάτωμα. Τρέχω να την βοηθήσω και ακούω το φτερούγισμα στα αυτιά μου. Με ένα μορφασμό πόνου, μου λέει πως είναι εντάξει. Νοιώθω να πνίγομαι και βγαίνω έξω.
Ψάχνω τις τσέπες μου για τσιγάρο αλλά τα ‘χω αφήσει στο σπίτι. Κινητό, τσιγάρα, πορτοφόλι και ίσως μια ψυχή ακόμα πεταμένη στο κενό. Σταμάτησα να ψάχνω τα σκουπίδια από τότε. Φοβάμαι τα τηλέφωνα της Μαρίας, Κρύβομαι κάτω από κορμιά μου γλιστράνε στη λήθη. Πότε είχε περίοδο για τελευταία φορά; Πόσο έχει σήμερα ο μήνας; Σιχαίνομαι τα νούμερα. Ποτέ δεν ήμουν καλός στους υπολογισμούς. Κοιτάζω τη μορφή μου στη τζαμαρία του θεάτρου, στις φωτογραφίες της παράστασης. Με έχω περικυκλώσει. Ψάχνω τις τσέπες από νευρικότητα. Βγάζω χαρτιά με αριθμούς τηλεφώνου και γελοία ονόματα. Η ζωή συνεχίζεται. Πετάω τα τσαλακωμένα χαρτιά στο δρόμο και επιστρέφω στο θέατρο να δανειστώ τσιγάρα.
Ο Χρήστος με την Άννα κάνουν διάλειμμα. Τους πλησιάζω και ανάβω τσιγάρο μαζί τους. Παίζω με τον καπνό διασκεδάζοντας το φόβο που γλύφει την ψυχή μου. Ο Χρήστος μου κάνει νόημα να τακτοποιήσουμε το σκηνικό μαζί. Γνέφω καταφατικά και ξεκινάμε να το φτιάχνουμε ενώ η Άννα αποχώρησε διακριτικά από τη σκηνή. Λίγο πριν τελειώσουμε, σταματάω. Θέλω να το συζητήσω με τον Χρήστο, μα δεν μπορώ. Ένας κόμπος στο λαιμό με σταματά. Ανακατεύω τα χαρτιά, που είναι πάνω στο γραφείο. Ο Χρήστος φαίνεται πως έχει τα δικά του στο μυαλό του. Φεύγει και αυτός από τη σκηνή χωρίς να τον προσέξω.
Μένω μόνος. Παρατηρώ τα φώτα. Μια μουσική ξεχασμένη παίζει στο κεφάλι μου. Νοιώθω γυμνός, μικρός, ξένος στην ίδια μου τη ζωή. Κάτι με τρώει στον καρπό, δίπλα απ’ το ρολόι. Κοιτάζω και βλέπω ένα μικρό φτερό από το πουλί. Το αρπάζω και το πετάω μακριά. Στο διάολο να πάνε όλα! Ποιος πιστεύει στις συμπτώσεις; Ετοιμαζόμαστε για πρεμιέρα. Πρέπει να συγκεντρωθώ.
Κατέβηκα από τη σκηνή και κρύφτηκα στα πίσω καθίσματα. Σχεδόν αόρατος στο ημίφως κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να διώξω την ένταση. Νοιώθω το φωτισμό να χαμηλώνει και άλλο ενώ ο Χρήστος αλλάζει τη μουσική. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω την Άννα στη σκηνή. Παρακολουθώ τον αυτοσχεδιασμό της μέχρι τη στιγμή που κάτι με τραβά να πάω κοντά της. Ανεβαίνω στη σκηνή. Θέλω να χορέψω μαζί της. Νοιώθω το κορμί της στο δικό μου. Σκέφτομαι όλα εκείνα που έχω «ξεχάσει» να της πω και ελπίζω να καταλάβει…
«Το ξέρεις Άννα ότι θα σ’ αλλάξω και σένα, έτσι δεν είναι; Πουκάμισα, μηχανές, αυτοκίνητα, γυναίκες… Το νοιώθω, ότι το ξέρεις από την πρώτη στιγμή, πως δεν χρειάζεται να πούμε τίποτα πια. Λες και τα έχουμε πει όλα. Τίποτε δεν είπαμε Άννα. Τ΄ ακούς; Μπορείς να το διαβάσεις στο βλέμμα μου; Μπορείς να το νοιώσεις στο κορμί μου;
Άργησες να φύγεις. Γιατί έμεινες τόσο; Αγρίεψε το παιχνίδι και δεν κάνω εγώ κουμάντο πια. Ίσως, ίσως αν σ’ αγαπούσα λίγο, να ήταν αλλιώς. Αλλά δεν σ’ αγαπώ και το ξέρεις. Σαν τον ρακοσυλλέκτη γυρίζω τις νύχτες, γεμίζοντας τις τσέπες αριθμούς. Φύγε. Απόψε. Χωρίς να πούμε τίποτα. Ο χρόνος τελείωσε και δεν περίσσεψε χειροκρότημα για κανέναν μας.»
Η Μαρία. Ήρθε στο θέατρο και κάνει σκηνή. Πρέπει να την ηρεμίσω. Κατεβαίνω από τη σκηνή και πάω κοντά της. Φωνές. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Δεν μπορώ άλλο. Παίρνω τα κλειδιά και φεύγω πάλι. Κάνω βόλτες μέχρι που αποφασίζω να πάω στο σπίτι της Άννας, να της πω να φύγει από την παράσταση. Το πέτυχε αυτό που ήθελε. Και τώρα ήρθε η ώρα να φύγει…
Περνάω μπροστά από το σπίτι της. Κόβω ταχύτητα και πλησιάζω στο πεζοδρόμιο. Παρκάρω τη μηχανή και ετοιμάζομαι να κατέβω. Βλέπω τα φώτα στο διαμέρισμά της, είναι σβηστά. Βάζω μπροστά τη μηχανή και φεύγω. Γυρίζω στο διαμέρισμά μου. Ένα παρελθόν αποκηρυγμένο ξεδιπλώνει μπροστά μου εικόνες. Ξεκλειδώνω και μπαίνω στο σπίτι. Η μπαλκονόπορτα στέκει ακόμα ορθάνοιχτη. Τηλεφωνώ στην Μαρία. Δεν το σηκώνει. Πηγαίνω στην κουζίνα και ανοίγω μία μπύρα. Χτυπάει το τηλέφωνο. Δεν το σηκώνω. Απαντά ο τηλεφωνητής. Είναι ο Στέφανος, που ζητά συγγνώμη. Είπε στη Μαρία για τη σχέση μου με την Άννα. Πριν το κλείσει είμαι κάτω στο δρόμο.
Πάω στη μηχανή και βλέπω πως κρατώ στα χέρια μου τα κλειδιά του αυτοκινήτου, μόνο. Είμαι κλειδωμένος έξω από το σπίτι και αυτά είναι τα μόνα κλειδιά μου. Αφήνω τη μηχανή και πάω στο αυτοκίνητο. Ο Στέφανος αποφάσισε να εκδικηθεί. Προσπαθώ να αποφύγω την κίνηση, να προλάβω την Άννα πριν πάει εκεί η Μαρία. Κόκκινο. Φρενάρω απότομα ενώ ο κόσμος με βρίζει και με μουντζώνει. Ψάχνω το κινητό να την ειδοποιήσω αλλά το έχω αφήσει στο σπίτι. Από το δίπλα αυτοκίνητο ακούω μια γνώριμη μουσική. Εκείνη που χορεύαμε αγκαλιασμένοι στην παραλία. Γυρίζω το πρόσωπό μου προς το αυτοκίνητο. Κόρνες βιάζουν την μνήμη. Πράσινο. Ξεκινώ πάλι. Ένας χρόνος – εχθρός μου σφίγγει το χέρι και μου χαμογελά. Τα χαρτιά μοιράστηκαν και τώρα ανοίγουν ένα-ένα σαν σαρκοβόρα λουλούδια. Άννα σήκω από το τραπέζι. Δεν έχεις άλλο χαρτί να παίξεις. Δεν έμεινε τίποτα να ποντάρεις. Θα φροντίσει η Μαρία για αυτό.
Φτάνω στο σπίτι της Άννας. Παρκάρω πρόχειρα και ανεβαίνω στο σπίτι.

Αν σε βρω, θα με φυλάς;

Ξάπλωσα πάνω στη σκηνή με το στήθος στο πάτωμα και το πρόσωπο στραμμένο στα καθίσματα των θεατών. Η μουσική έπαιζε από τα ηχεία. Loreena McKennitt, Enya, Enigma. Είναι όμορφο το θέατρο τέτοιες στιγμές. Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να ακούσω το θέατρο να ανασαίνει.
Οι πρόβες θα προχωρούσαν κανονικά. Ο Στέφανος δεν θα έφευγε από την παράσταση, μου ανακοίνωσε ο Χρήστος στη διαδρομή για το θέατρο. Η τελευταία μου βραδιά στη σκηνή. Σκεφτόμουν τον Αιμίλιο, που έμπαινε και έβγαινε από τη ζωή μου με την ίδια άνεση, που ανεβοκατέβαινε στην σκηνή. Το έργο προχωρούσε. Οι πρόβες πλησίαζαν στο τέλος. Τα σκηνικά ήταν έτοιμα, το πρόγραμμα και οι αφίσες είχαν παραδοθεί στην ώρα τους, η μουσική γέμιζε το χώρο και τα κουστούμια στέκονταν υπομονετικά στις κρεμάστρες τους στα καμαρίνια. Σε λίγες μέρες θα είχαμε πρεμιέρα. Όλοι βρίσκονταν σε ένα δημιουργικό αναβρασμό. Σχεδίαζαν την επίσημη πρεμιέρα, την τελευταία ανοιχτή πρόβα, τα πάρτυ, ενώ φωτογραφίζονταν συνεχώς σε σκηνές του έργου μέχρι να πετύχουν την ιδανική. Η ζωή συνεχίζεται, με εμένα ή χωρίς.
Άνοιξα τα μάτια ξανά. Κάποιος είχε χαμηλώσει τα φώτα και άλλαζε τη μουσική. Tango. Δεν ξέρω να χορεύω Tango, σκέφτηκα και έκλεισα τα μάτια ξανά. Σε λίγο ένοιωσα ένα χέρι πάνω από το κλειστό μου μάτι. Ήταν ο Αιμίλιος και ήθελε να κρατήσω τα μάτια μου κλειστά. Με σήκωσε από το πάτωμα, Έκλεισε τα μάτια μου. Ένοιωσα την ανάσα του στο λαιμό μου και για μια στιγμή σκέφτηκα έναν νεαρό, που είχα δει κάποτε, που έκανε παντομίμα στο δρόμο. Χωρίς παράξενα ρούχα, χωρίς χειροκρότημα από τον κόσμο που προσπερνούσε βιαστικά.
Ο Αιμίλιος είναι καλός χορευτής. Χόρευα μαζί του αδέξια αλλά δεν με ένοιαζε. Η σκηνή ήταν δική μας και το υπόλοιπο σκηνικό είχε εξαφανιστεί ως δια μαγείας. Σιγά-σιγά οι εικόνες στο μυαλό μου ξεθώριασαν και χάθηκαν, για να αφήσουν τη θέση τους στη μουσική. Νόμιζα ότι χόρευα όλη τη νύχτα, όταν ξαφνικά η μουσική σταμάτησε. Ένοιωσα τον Αιμίλιο ανήσυχο, να με αφήνει μόνη μου στη σκηνή και να πηγαίνει κάτω.
Έβγαλα το μαντίλι από τα μάτια μου και προσπάθησα στο ημίφως να δω τι συμβαίνει. Είδα τη Μαρία να κάνει σκηνή και τον Αιμίλιο να απολογείται. Πέταξα το μαντίλι στο πάτωμα και κατευθύνθηκα στα καμαρίνια. Δεν με ενδιέφερε το τι λέγανε, σκεφτόμουν αν υπήρχε άλλη έξοδος εκτός από την πλευρά των θεατών. Το τελευταίο, που ήθελα ήταν να περάσω δίπλα τους και να εμπλακώ στον τσακωμό τους. Στο τέλος θα τα έβρισκαν, ούτως ή άλλως, όπως πάντα. Τη στιγμή, που έψαχνα στην τσάντα μου το πακέτο με τα τσιγάρα, θυμήθηκα την πόρτα, που έβγαζε στο γκισέ των εισιτηρίων και από εκεί στην έξοδο. Έκλεισα την τσάντα και αθόρυβα βγήκα από το θέατρο.
Δεν υπήρχε ταξί πουθενά. Προχωρούσα με γρήγορα βήματα να ξεφύγω από αυτό, που ερχόταν βιαστικά ξωπίσω μου. Σε μια διασταύρωση κοντοστάθηκα. Κοίταξα πίσω μου δεν ερχόταν κανείς. Μπήκα μέσα στην καφετέρια και κατευθύνθηκα στον πάνω όροφο. Παρήγγειλα καφέ και άναψα τσιγάρο. Κρύφτηκα πίσω από ένα περιοδικό και ξεκίνησα να το ξεφυλλίζω νευρικά. Άνοιξα το τηλέφωνο, κάλεσα ραδιοταξί και στη συνέχεια το απενεργοποίησα. Σε λίγο ο σερβιτόρος μου έφερε τον καφέ, πλήρωσα και τον παρακάλεσα να με ειδοποιήσει όταν έρθει το ραδιοταξί.
Ευτυχώς δεν άργησε ιδιαίτερα. Κατέβηκα στο ταξί. Σε λίγο θα ήμουν στο σπίτι μου. Καλώς εχόντων των πραγμάτων αυτή η ιστορία τέλειωσε απόψε.
Νομίζω ότι μέσα στην ησυχία της νύχτας σε ακούω να μετράς. Αντίστροφα.

Μη με φιλάς στα μάτια, είναι χωρισμός


Έκλεισα την πόρτα πίσω μου, κλείδωσα, εκσφενδόνισα τα κλειδιά στον καναπέ και καθώς στηριζόμουν με την πλάτη στην πόρτα, τα πόδια μου λύγισαν. Ήμουν στο σπίτι. Δεν χρειαζόταν να υποκρίνομαι άλλο. Ούτε καν στον εαυτό μου. Δεν υπήρχαν καθρέφτες. Δεν υπήρχε τίποτα, που να μου θυμίζει το πρόσωπο ή το προσωπείο. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά και το φως στο σαλόνι αναμμένο. Τα δάκρυα, που κυλούσαν ήδη στα μάγουλά μου, δεν άφηναν πολλά περιθώρια. Δεν μου πάει η αυτολύπηση. Έσφιξα τα δόντια και σηκώθηκα. Στην κουζίνα. Ναι, στην κουζίνα πρέπει να είχα φυλάξει ένα καλό κόκκινο κρασί, για μία καλή περίπτωση. Δεν θα μπορούσα να περιμένω για καλύτερη. Έτσι και αλλιώς δεν θα μπορούσα να περιμένω τίποτα πια.
Πήγα στην κουζίνα. Άνοιξα το συρτάρι και έβγαλα το πακέτο με τα τσιγάρα και τον αναπτήρα. Άνοιξα το πακέτο, πήρα το τσιγάρο, το άναψα και έβγαλα ένα ποτήρι του κρασιού από το ντουλάπι. Το ακούμπησα στον πάγκο της κουζίνας, εισέπνευσα ηδονικά τον καπνό και προσπάθησα να βγάλω τον φελλό από το μπουκάλι. Ο φελλός πετάχτηκε με θόρυβο στην ησυχία της κουζίνας. Χαμογέλασα και γέμισα το ποτήρι κρασί. Κατέβασα μια μεγάλη γουλιά, έχωσα το πακέτο και τον αναπτήρα στην τσέπη του παντελονιού, πήρα το ποτήρι στο ένα χέρι και το μπουκάλι στο άλλο και επέστρεψα στο σαλόνι.
Δεν μ’ αρέσει να πίνω μόνη. Ειδικά όταν δεν έχω τον κουβά δίπλα μου. Αλλά κουράστηκα τόσους μήνες. Απόψε θέλω απλά να πιω και να καπνίσω. Εδώ. Κλειδωμένη. Αμπαρωμένη. Χωρίς να με νοιάζει ο χρόνος, το αύριο, ο Αιμίλιος. Το μπουκάλι στερεύει σιγά-σιγά. Αρχίζω και ζαλίζομαι και να χαμογελώ. Είμαι μεθυσμένη και μάλλον γελοία προσπαθώντας να ανάψω τα τσιγάρα, που τρέμουν στα χέρια μου. Το δωμάτιο αρχίζει να γυρίζει, τα αυτιά μου βουίζουν και νομίζω ότι ακούω το κουδούνι να χτυπά αφηνιασμένα. Ξαπλώνω αργά στον καναπέ. Κάθε απότομη κίνηση μου προκαλεί ναυτία. Αφήστε με. Απόψε δεν υπάρχω για σας. Δεν υπάρχω για μένα. Δεν υπάρχει κανείς.
Το κουδούνι επιμένει να χτυπά και σα να μην έφτανε αυτό κάποιος χτυπά την πόρτα μανιασμένα. Το κεφάλι μου θα σπάσει. Νοιώθω λες και βαράει το δικό μου κεφάλι και όχι την πόρτα. Προσπαθώ να σηκωθώ. Τα πόδια μου λυγίζουν και ξερνάω στο πάτωμα. Νομίζω ότι ακούω το όνομά μου να το φωνάζουν έξω από την πόρτα. Οργισμένα σαν βρισιά. Δεν πρόκειται να σταματήσει. Κατευθύνομαι στην πόρτα αργά. Δεν μπορώ να το αποφύγω πια. Το περίμενα. Απλά ήλπιζα να με βρει σε καλύτερη κατάσταση. Λίγο πιο αξιοπρεπή, αλλά ποτέ δεν υπάρχει αξιοπρέπεια σε τέτοιες στιγμές.
Ξεκλειδώνω την πόρτα και μπαίνει μαινόμενη η Μαρία. Αρχίζει να με βρίζει και εγώ χαμογελώ ηλίθια. Τρέχει τόσο αλκοόλ στις φλέβες μου, που έχει νικήσει όλες τις μάχες πριν καν ξεκινήσει. Έχει μάθει. Μα επιτέλους πόσο χρόνο χρειάζεται μία γυναίκα για να μάθει πως άντρας της την απατά και πόσο ακόμα για να φωνάξει ότι το ξέρει; Η φάτσα μου πρέπει να είναι τρομερά ειρωνική γιατί με χαστουκίζει. Παράξενο. Δεν νοιώθω πόνο. Μόνο θόρυβο και ξερνάω και πάλι. Σχεδόν την λυπάμαι. Ήρθε εδώ να κάνει σκηνή και με βρήκε μεθυσμένη να σέρνομαι στα πατώματα. Γελάω όπως έχω πέσει στο πάτωμα και ξαφνικά νοιώθω ένα πόνο στα πλευρά. Δεν είναι αστείο πια. Δεν γελάω. Και ο πόνος έρχεται ξανά. Κουλουριάζομαι ενώ την ακούω να φωνάζει, να σηκωθώ, καθώς σπάει ό,τι βρει μπροστά της στο διαμέρισμα. Ξαφνικά νοιώθω έναν πόνο στην κοιλιά. Σαν να μου μπήγει κάποιος ένα μαχαίρι. Κόπηκε η ανάσα μου. Κουλουριάζομαι και σφίγγοντας τα δόντια προσπαθώ να σηκωθώ και νοιώθω να με κλωτσά ξανά.
Πέφτω στο πάτωμα ουρλιάζοντάς της να σταματήσει. Ξαφνικά νοιώθω το αίμα ανάμεσα στα πόδια μου να τρέχει ζεστό και τον Αιμίλιο να την αρπάζει και να την σταματάει. Γυρίζω να τον δω και είναι εκεί. Την κρατά σφιχτά και την ακινητοποιεί ενώ προσπαθεί να την ηρεμίσει. Πονάω και σφίγγω τα δόντια ενώ την ακούω να ξεσπάει σε λυγμούς. Αυτό ήταν. Τελείωσε. Ξέσπασε. Η καταιγίδα πέρασε. Γυρίζω το κεφάλι ξανά στον Αιμίλιο. Την έχει γυρίσει στο μέρος του, την αγκαλιάζει, την χαϊδεύει και προσπαθεί να την ηρεμίσει. Του γνέφω να την πάρει και να φύγουν.
Δεν ξέρω για πόσο ακόμη θα έχω τη δύναμη να σφίγγω τα δόντια. Ανακάθομαι και τους κοιτώ αγκαλιασμένους. Ο χρόνος για μια στιγμή σταματά και δειλός καθώς είναι, το βάζει στα πόδια. Του γνέφω ότι είμαι εντάξει. Ο χρόνος είναι δικός τους. Πάντα ήταν. Το βλέμμα μου παρακολουθεί τα πόδια τους να φεύγουν. Μαζί. Μετράω με τις ανάσες μου τα βήματά τους. Φεύγουν, κλείνοντας την πόρτα πίσω τους και τα δάκρυα έρχονται ξανά.
Όχι άλλα δάκρυα απόψε. Αυτό συμφωνήσαμε απόψε. Ακόμα και αν δακρύζεις και εσύ. Προσπαθώ να σηκωθώ. Δεν είναι εύκολο. Κοιτάζω το σπίτι. Κρίμα που βρήκε τόσα λίγα να σπάσει. Εγώ θα ήθελα και άλλα. Πάει το ποτήρι με το κρασί, πάει και το μπουκάλι. Σέρνω τα βήματά μου προς την κουζίνα. Πρέπει να έχω ακόμα ένα ποτήρι, ακόμα ένα μπουκάλι, ακόμα μια στιγμή πριν ο κόσμος σκοτεινιάσει. Φτάνω στην κουζίνα και προσπαθώ να κάνω ότι έκανα και πριν. Προσπαθώ να πιάσω το ποτήρι, να θυμηθώ, πού είναι το μπουκάλι. Το πιάνω αλλά μου φαίνεται τόσο βαρύ, που μου γλιστρά από τα χέρια και πέφτει στο πάτωμα. Ζαλίζομαι, το χέρι μου ανοίγει και πέφτει και το ποτήρι.
Ο κόσμος μαυρίζει, τ’ αυτιά μου βουίζουν στους χτύπους της καρδιάς σου και μετά σιωπή. Λιποθύμησα.

Δεν ξέρω για πόσην ώρα στεκόμουν στο πάτωμα λιπόθυμη. Άκουσα πάλι φωνές. Με ενοχλούσαν, με πονούσαν, με έφερναν πίσω στο ψέμα. Ήταν ο Αιμίλιος πάνω από το κεφάλι μου. Φαινόταν ανήσυχος. Προσπάθησα να χαμογελάσω.
-Είσαι μέσα στα αίματα, μου είπε γεμάτος ενοχές.
Δεν ήθελα να με αγγίζει. Έπρεπε να τον διώξω γρήγορα για να γυρίσω κοντά σου.
-Δεν είναι τίποτα, του απάντησα χαμογελώντας. Μου ήρθε περίοδος. Ήπια και λίγο παραπάνω απόψε και για αυτό είμαι έτσι. Αύριο δεν θα σηκώνομαι με τίποτα από τον πονοκέφαλο.
-Δεν ήθελα να γίνουν όλα αυτά, μου ‘πε με μάτια χαμηλωμένα καθώς με σήκωνε να με πάει στο κρεβάτι.
Ποτέ άλλοτε δεν μου είχε φανεί τόσο μακριά η κρεβατοκάμαρα από την κουζίνα. Σε κάθε βήμα σκηνές από το παρελθόν ξεπρόβαλαν μπροστά μου. Έβλεπα τον Αιμίλιο ξανά να μπαίνει στο σπίτι με λουλούδια και κρασί στα χέρια για να μου κάνει έκπληξη. Να κάνει μπάνιο με την πόρτα ανοιχτή. Να διαβάζει με έκπληξη τα κείμενα στον υπολογιστή. Να με κοιτά με κείνο το διαπεραστικό του βλέμμα και σαν μαχαίρι να με κόβει στα δυο. Τα γόνατά μου ξαφνικά λύγισαν και μόλις που πρόλαβε να με κρατήσει πριν πέσω στο πάτωμα.
Σήκωσα το κεφάλι και του χαμογέλασα. Ήμουν τόσο κουρασμένη… Πότε θα έφευγε επιτέλους; Η ανάσα μου βαριά, ασφυκτιούσε.
-Είσαι σίγουρα καλά; Μήπως πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο; Έχεις ιδρώσει, είπε και προσπάθησε να μου σκουπίσει τον ιδρώτα.
-Δεν με έχεις ξαναδεί μεθυσμένη μου φαίνεται. Μάλλον μεθυσμένη και δαρμένη από πάνω για να ακριβολογώ. Φύγε πριν γυρίσει η γυναίκα σου να με αποτελειώσει. Θα πάω μόνη μου στο κρεβάτι να ξαπλώσω. Και αύριο θα είναι όλα εντάξει. Φύγε. Ένοιωθα πως μου τέλειωνε ο χρόνος, μου τέλειωνε η ανάσα και κείνο το βουητό ερχόταν ξανά στα αυτιά μου μαζί με τον χτύπο της καρδιάς σου.
-Όχι πριν σε βάλω στο κρεβάτι σου και βεβαιωθώ ότι είσαι εντάξει, μου απάντησε.
-Πάντα είμαι εντάξει του απάντησα χαμογελώντας βεβιασμένα καθώς με σήκωνε στα χέρια του για να με αφήσει στο κρεβάτι μου. Με σκέπασε με μία κουβερτούλα και στράφηκε προς την πόρτα. Επιτέλους. Ξεθώριασε γρήγορα και τα πάντα μαύρισαν πάλι.

Ο Αιμίλιος κατέβηκε τα σκαλιά βιαστικά. Η Μαρία τον περίμενε στην είσοδο κοιτώντας το ρολόι. Τον άρπαξε από το χέρι φωνάζοντας.
-Τι αίματα είναι αυτά; Δεν πιστεύω να την πήρες αγκαλιά να την παρηγορήσεις; Κοίτα πώς έγινες! Χάλια!
Την άρπαξε από το χέρι και την οδήγησε στο αυτοκίνητό της.
-Αρκετά! Είπε με τόνο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Δεν θα κάνεις σκηνή και στη μέση του δρόμου. Μπες στο αυτοκίνητο και θα τα πούμε στο σπίτι. Εκείνη άνοιξε πειθήνια την πόρτα του αυτοκινήτου της και μπήκε μέσα.
-Σε περιμένω, του είπε πριν κλείσει την πόρτα του αυτοκινήτου. Κοιτώντας τον από τον καθρέφτη, ξεπάρκαρε το αυτοκίνητο και περίμενε.
Εκείνος πήγε στο δικό του αυτοκίνητο. Ξεκλείδωσε, μπήκε μέσα, έβαλε μπροστά και ακολούθησε πειθήνια το αυτοκίνητό της, που προπορευόταν. Ήταν ανήσυχος. Άνοιξε το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και έβγαλε ένα πακέτο με τσιγάρα. Έφερε ένα τσιγάρο στο στόμα του και όπως πήγε να το ανάψει του μύρισε το αίμα. Γύρισε και είδε το αίμα στα χέρια και μετά στα ρούχα του. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Θυμήθηκε το ιδρωμένο πρόσωπό της, την κομμένη ανάσα της, την προσπάθειά της να τον διώξει. Περίοδος. Ποτέ δεν είχε τόσο αίμα στην περίοδο. Και η Μαρία είχε ποτέ τόσο αίμα; Ρουφούσε τον καπνό από το τσιγάρο νευρικά καθώς προσπαθούσε να θυμηθεί όλες τις γυναίκες, που πέρασαν από τη ζωή του. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Θυμήθηκε το χαμόγελό της. Και μετά τη λιποθυμία στο θέατρο, το σώμα που άλλαζε, τις μέρες που χανόταν όταν ερχόταν η περίοδός της. Ερχόταν;;; Το πρόσωπό της χαμογελούσε στο κεφάλι του. «Πάντα είμαι καλά».
Πώς μπόρεσε και υπήρξε τόσο ηλίθιος; Πώς μπόρεσε; Φρενάρισε απότομα και έκανε αναστροφή. Έπρεπε να προλάβει. Δεν ήταν περίοδος αυτό το αίμα. Θυμήθηκε τη Μαρία να την κλωτσά και κείνη διπλωμένη στο πάτωμα. Την πρώτη τους χειραψία, το πρώτο άγγιγμα, το πρώτο φιλί. Όχι, ο χρόνος δεν μπορεί να είναι τόσο σκληρός. Έπρεπε να προλάβει. Ξαφνικά ένοιωσε το φιλί της στο λαιμό του. Ο χρόνος. Πόσο έχει ακόμα; Το κινητό χτυπά. Η Μαρία. Οδηγά σαν τρελός.
Παρκάρει το αυτοκίνητο πάνω στο κράσπεδο, αρπάζει τα κλειδιά της από το ντουλαπάκι και ορμάει στην πολυκατοικία. Ανοίγει την είσοδο, ανεβαίνει τρέχοντας τα σκαλιά, ξεκλειδώνει την πόρτα ελπίζοντας να τη βρει καλά. Της φωνάζει. Καμία απάντηση. Ξεχύνεται στην κρεβατοκάμαρα. Είναι εκεί αλλά δεν απαντά. Προσπαθεί να την ταρακουνήσει να ξυπνήσει. Τραβά την κουβέρτα και τότε βλέπει το αίμα.
Δεν είναι περίοδος αυτό το αίμα. Τη χαστουκίζει προσπαθώντας να την ξυπνήσει αλλά εκείνη δεν απαντά ούτε αυτή τη φορά. Την αρπάζει και κατευθύνεται προς την έξοδο. Στην είσοδο στέκεται η Μαρία. Εκνευρισμένη. Φωνάζει.
-Και τώρα τι θα κάνεις ιππότη μου; Έκανε απόπειρα να αυτοκτονήσει και ‘συ ήρθες να τη σώσεις;
Κοντοστέκεται για μία στιγμή
-Ναι, απόπειρα να με κάνει πατέρα, της λέει και ξεχύνεται στις σκάλες. Δεν έχει χρόνο το νοιώθει. Όλο αυτό το αίμα μυρίζει θάνατο και αυτή η πρόβα, δεν έχει παράσταση. Φτάνει στο αυτοκίνητο, προσπαθεί να τη στηρίξει κάπου να βγάλει τα κλειδιά και κείνη πέφτει στο δρόμο. Ανοίγει βιαστικά την πόρτα, την βάζει στη θέση του συνοδηγού και βάζει όπισθεν να φύγει. Ανάβοντας τα φώτα, αντικρίζει για δευτερόλεπτα την Μαρία. Στέκει ασάλευτη. Δεν ξέρει αν τη μισεί. Δεν έχει χρόνο να το σκεφτεί. Το αυτοκίνητο μουγκρίζει. Αφήνει τον συμπλέκτη, κάνει όπισθεν, βγαίνει στο δρόμο και εξαφανίζεται.
Το χέρι της είναι παγωμένο. Τα ρούχα ματωμένα. Ο χρόνος. Θέλει να ουρλιάξει. Ποτέ δεν της έδωσε αρκετό. Ποτέ δεν του ζήτησε. Ούτε καν τώρα. Ούτε καν πριν λίγα λεπτά. Γιατί; Βάζει το χέρι ανάμεσα στα πόδια της ενώ οδηγεί σαν τρελός και μετά τρέμοντας στην κοιλιά της. Τόσες στιγμές στριμωγμένες σ’ αυτό το αίμα. Το θέατρο, η θάλασσα, το άγγιγμα. Ανατρίχιασε καθώς ένοιωσε τον θάνατο να κάθεται δίπλα του, να φωλιάζει στη μήτρα της, να κυλάει στις φλέβες της.
Πλησίαζε στο νοσοκομείο. Λίγο χρόνο ακόμα. Τόσο λίγο. Να μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω. Να καταλάβαινε. Να μην βιαζόταν να κρυφτεί. Να προλάβαινε την Μαρία πριν την χτυπήσει. Να προλάβαινε να την άρπαζε την πρώτη φορά στην κουζίνα και να την πήγαινε στο νοσοκομείο. Πώς υπήρξε τόσο ηλίθιος; Έστριψε στην είσοδο του νοσοκομείου, μπήκε μέσα και σταμάτησε μπροστά από το έκτακτα. Πετάχτηκε έξω, άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού, την πήρε αγκαλιά και όρμησε μέσα.
-Βοήθεια! Απέβαλε! Είπε καθώς το προσωπικό την έπαιρνε από τα χέρια του.
Την έβαλαν στο φορείο και ξεκίνησαν να της βάζουν φλεβοκαθετήρα, να παίρνουν αίματα, να προσπαθούν να μετρήσουν την πίεση ενώ κάποιος τηλεφωνούσε. Ξαφνικά ένιωσε ένα βουητό στα αυτιά του. Έφερε τα χέρια του μπροστά, μετά την είδε στο φορείο, κάποια γυναίκα κάτι του έλεγε αλλά δεν την άκουγε πια, ένα σφίξιμο στο στήθος, ένα μούδιασμα, ένας κρύος ιδρώτας και μετά τίποτα. Σαν να έβγαλε κάποιος το καλώδιο από την πρίζα. Σκοτάδι και σιωπή.

Δεν ξέρω αν ονειρεύτηκα. Δεν ξέρω αν ταξίδεψα. Είδα ένα κομμάτι φως να σκίζεται από το σώμα μου και να φεύγει. Να ανεβαίνει ψηλά και να στέκεται εκεί και να με καλεί. Άπλωσα το χέρι. Δεν το έφτανα. Προσπάθησα ξανά. Ένας πόνος δυνατός σαν σκίσιμο και τώρα έφτανα το φως. Έμοιαζε να φεύγει καθώς το πλησίαζα αλλά το ήξερα πως θα το φτάσω. Έτρεχα πιο γρήγορα από αυτό. Πιο γρήγορα μέχρι που κάτι με έπιασε. Με αγκάλιασε. Πόνος ξανά. Τέντωσα το χέρι να αρπαχτώ από το φως. Σαν να άνοιξε ξαφνικά η γη και εγώ έπεφτα στο κενό. Πόσος πόνος ακόμη;
Άνοιξα τα μάτια. Φωνές γύρω μου. Είμαι στο χειρουργείο. Πονάω. Θέλω να γυρίσω πίσω. Μου φωνάζουν να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά. Δεν ξέρω τι έχει γίνει. Είμαι πολύ κουρασμένη και μόνη. Εσύ έφυγες. Και εγώ έμεινα πίσω. Αρχίζω να κλαίω. Φωνάζουν και πάλι. Κάτι μου βάζουν στην φλέβα και τα βλέφαρά μου βαραίνουν. Χάνομαι σ’ έναν ύπνο βαρύ δίχως όνειρα.
Ξυπνάω μόνη σε έναν θάλαμο νοσοκομείου. Ησυχία. Ακούω φασαρία στο διάδρομο. Διώχνουν το επισκεπτήριο. Εγώ δεν έχω κανέναν. Κλείνω τα μάτια και κοιμάμαι ξανά.

3 σχόλια:

Spark D' Ark είπε...

ό,τι κατάλαβες, κατάλαβες. τώρα θα αρχίσουν και πάλι οι εμβόλιμες, ό,τι να 'ναι αναρτήσεις και θα αποδομηθεί η ιστορία εκ νέου...

ria είπε...

ένα λάθος

ο αιμίλιος έφυγε από το σπίτι του χωρίς κλειδιά και κινητό. όταν ακολουθούσε τη μαρία το κινητό του χτύπαγε και δεν απάντησε.


και πότε θα δούμε τι έγινε παρακάτω???

Spark D' Ark είπε...

θα το διορθώσω προσεχώς... please! κάντε μου και άλλες παρατηρήσεις, διορθώνομαι!