Παρασκευή, Αυγούστου 01, 2008

Αιμίλιος

Είμαι τεμπέλης. Και λοιπόν; Στολίζω την τεμπελιά μου με όμορφα ονόματα, οκνηρία, ακηδία και άλλα τέτοια φανταχτερά και την απλώνω στον καναπέ. Κατά προτίμηση μεσημεριανές ώρες, που η Μαρία δεν είναι στο σπίτι και εγώ βουλιάζω λοβοτομημένος στα μαξιλάρια, πειθήνιος πίσω από την οθόνη της τηλεόρασης. Ένα μεσημέρι ακόμα. Μία ακόμα ανάσα, ζεστή στο στήθος μου. Χτυπά το τηλέφωνο. Δεν το σηκώνω. Δεν έχω την όρεξή τους. Κάποιος πρέπει να συμμαζέψει τον Στέφανο. Κλείνω τα μάτια. Βλέπω την Άννα να με κοιτά και τρομαγμένος τα ανοίγω και ανακάθομαι.
Η τηλεόραση παίζει διαφημίσεις και εγώ χαζεύω την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, από όπου φυσά ένα αδύναμο αεράκι. Η Άννα, η Μαρία, ο Στέφανος… Θέλω να φύγω, αλλά βαριέμαι και ξαπλώνω πάλι στον καναπέ.
Εκείνη την ώρα εισέβαλε στο δωμάτιο πετώντας ένα μικρό χελιδόνι. Ακίνητος το ακολούθησα με το βλέμμα μου. Προσπαθώντας να βγει, χτύπησε πάνω στο κλειστό τζάμι του παραθύρου και σωριάστηκε στο πάτωμα. Σηκώθηκα από τον καναπέ και το πήρα στα χέρια μου. Ήταν νεκρό. Εκείνη τη στιγμή δυνάμωσε το αεράκι για λίγο και νόμισα πως σε άκουσα να με ψάχνεις.
Βγήκα στο μπαλκόνι. Ο δρόμος κάτω ήταν έρημος, Έβγαλα τα χέρια έξω από τα κάγκελα και άφησα το πουλί να πέσει στο κενό. Δεν πιστεύω στις συμπτώσεις. Ένοιωσα ένα χέρι στον ώμο μου. Ενοχλημένος τραβήχτηκα μακριά. Γύρισα και είδα τη Μαρία. Πρέπει να φύγω από εδώ. Όρμησα στο σαλόνι, πήρα τα κλειδιά της μηχανής και έφυγα από το σπίτι ενώ η Μαρία έτρεχε πίσω μου. Ξεκίνησα να τρέχω με τη μηχανή στους δρόμους. Πέρασε τόσος καιρός από τότε. Γιατί πονά τόσο πολύ ακόμα;
Ένα τεστ εγκυμοσύνης πεταμένο στα σκουπίδια. Θετικό. Χαμογελώ με τα σκουπίδια σωριασμένα στο μπάνιο και ονειρεύομαι. Η πρώτη εγκυμοσύνη της Μαρίας. Η χαρά. Ο τσακωμός. Η καριέρα. Το χειροκρότημα. Τα φώτα. Το ήθελα εκείνο το παιδί. Εκείνη έλεγε πως ήταν πολύ νωρίς, πως θα κατέστρεφε την καριέρα της, πως είχαμε χρόνο μπροστά μας. Μεσημέρι ήταν πάλι, όταν είχε μπει ξανά ένα πουλί και είχε σκοτωθεί στην τζαμαρία. Το είχα πετάξει και τότε στο κενό και την επόμενη στιγμή είχε χτυπήσει το κινητό. Ήταν η Μαρία. Είχε κάνει την έκτρωση. Τα πόδια μου λύγισαν και ένοιωσα σαν να είχα πετάξει την ψυχή του στο κενό. Επιστρέφοντας το βράδυ με βρήκε εκεί, στα πλακάκια της βεράντας. Δεν της είπα ποτέ την ιστορία με το πουλί, ούτε συζητήσαμε την απόφασή της ξανά.
Κουλουριασμένος πάνω στη μηχανή τρέχω να ξεφύγω από την μοίρα, που με παγίδευε πάλι. Όσο περισσότερο έτρεχα, τόσο περισσότερο ένοιωθα ένα σφίξιμο στην καρδιά. Έκοψα ταχύτητα και σταμάτησα στην άκρη του δρόμου. Σκουπίζω τα μάτια μου. Ο κόσμος στέκεται και με κοιτά. Εκνευρισμένος ξεκινώ πάλι με τη μηχανή. Ξεχύνομαι στους δρόμους για να ξεφύγω από σένα, από μια μνήμη που ματώνει. Δίχως να το συνειδητοποιήσω έφτασα στην είσοδο του θεάτρου. Οι πρόβες θα άρχιζαν αργότερα αλλά σίγουρα κάποιος βρισκόταν ήδη μέσα. Παρκάρισα την μηχανή και προχώρησα στο φουαγιέ.
Η Άννα ήταν εκεί. Σταμάτησα και την παρατηρούσα. Είχε αλλάξει. Προσπαθούσα να καταλάβω τι και πώς αλλά στο μυαλό μου τριγυρνούσε το πουλί, που πάλευε να ξεφύγει. Ίσως να ‘μουν εγώ. Δεν ξέρω. Δεν θέλω να μάθω. Όχι απόψε. Παρακολουθώ την Άννα με τον Χρήστο, που προσπαθούν να μετακινήσουν τα σκηνικά. Ανεβαίνω να βοηθήσω και βλέπω την Άννα να γονατίζει στο πάτωμα. Τρέχω να την βοηθήσω και ακούω το φτερούγισμα στα αυτιά μου. Με ένα μορφασμό πόνου, μου λέει πως είναι εντάξει. Νοιώθω να πνίγομαι και βγαίνω έξω.
Ψάχνω τις τσέπες μου για τσιγάρο αλλά τα ‘χω αφήσει στο σπίτι. Κινητό, τσιγάρα, πορτοφόλι και ίσως μια ψυχή ακόμα πεταμένη στο κενό. Σταμάτησα να ψάχνω τα σκουπίδια από τότε. Φοβάμαι τα τηλέφωνα της Μαρίας, Κρύβομαι κάτω από κορμιά μου γλιστράνε στη λήθη. Πότε είχε περίοδο για τελευταία φορά; Πόσο έχει σήμερα ο μήνας; Σιχαίνομαι τα νούμερα. Ποτέ δεν ήμουν καλός στους υπολογισμούς. Κοιτάζω τη μορφή μου στη τζαμαρία του θεάτρου, στις φωτογραφίες της παράστασης. Με έχω περικυκλώσει. Ψάχνω τις τσέπες από νευρικότητα. Βγάζω χαρτιά με αριθμούς τηλεφώνου και γελοία ονόματα. Η ζωή συνεχίζεται. Πετάω τα τσαλακωμένα χαρτιά στο δρόμο και επιστρέφω στο θέατρο να δανειστώ τσιγάρα.
Ο Χρήστος με την Άννα κάνουν διάλειμμα. Τους πλησιάζω και ανάβω τσιγάρο μαζί τους. Παίζω με τον καπνό διασκεδάζοντας το φόβο που γλύφει την ψυχή μου. Ο Χρήστος μου κάνει νόημα να τακτοποιήσουμε το σκηνικό μαζί. Γνέφω καταφατικά και ξεκινάμε να το φτιάχνουμε ενώ η Άννα αποχώρησε διακριτικά από τη σκηνή. Λίγο πριν τελειώσουμε, σταματάω. Θέλω να το συζητήσω με τον Χρήστο, μα δεν μπορώ. Ένας κόμπος στο λαιμό με σταματά. Ανακατεύω τα χαρτιά, που είναι πάνω στο γραφείο. Ο Χρήστος φαίνεται πως έχει τα δικά του στο μυαλό του. Φεύγει και αυτός από τη σκηνή χωρίς να τον προσέξω.
Μένω μόνος. Παρατηρώ τα φώτα. Μια μουσική ξεχασμένη παίζει στο κεφάλι μου. Νοιώθω γυμνός, μικρός, ξένος στην ίδια μου τη ζωή. Κάτι με τρώει στον καρπό, δίπλα απ’ το ρολόι. Κοιτάζω και βλέπω ένα μικρό φτερό από το πουλί. Το αρπάζω και το πετάω μακριά. Στο διάολο να πάνε όλα! Ποιος πιστεύει στις συμπτώσεις; Ετοιμαζόμαστε για πρεμιέρα. Πρέπει να συγκεντρωθώ.
Κατέβηκα από τη σκηνή και κρύφτηκα στα πίσω καθίσματα. Σχεδόν αόρατος στο ημίφως κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να διώξω την ένταση. Νοιώθω το φωτισμό να χαμηλώνει και άλλο ενώ ο Χρήστος αλλάζει τη μουσική. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω την Άννα στη σκηνή. Παρακολουθώ τον αυτοσχεδιασμό της μέχρι τη στιγμή που κάτι με τραβά να πάω κοντά της. Ανεβαίνω στη σκηνή. Θέλω να χορέψω μαζί της. Νοιώθω το κορμί της στο δικό μου. Σκέφτομαι όλα εκείνα που έχω «ξεχάσει» να της πω και ελπίζω να καταλάβει…
«Το ξέρεις Άννα ότι θα σ’ αλλάξω και σένα, έτσι δεν είναι; Πουκάμισα, μηχανές, αυτοκίνητα, γυναίκες… Το νοιώθω, ότι το ξέρεις από την πρώτη στιγμή, πως δεν χρειάζεται να πούμε τίποτα πια. Λες και τα έχουμε πει όλα. Τίποτε δεν είπαμε Άννα. Τ΄ ακούς; Μπορείς να το διαβάσεις στο βλέμμα μου; Μπορείς να το νοιώσεις στο κορμί μου;
Άργησες να φύγεις. Γιατί έμεινες τόσο; Αγρίεψε το παιχνίδι και δεν κάνω εγώ κουμάντο πια. Ίσως, ίσως αν σ’ αγαπούσα λίγο, να ήταν αλλιώς. Αλλά δεν σ’ αγαπώ και το ξέρεις. Σαν τον ρακοσυλλέκτη γυρίζω τις νύχτες, γεμίζοντας τις τσέπες αριθμούς. Φύγε. Απόψε. Χωρίς να πούμε τίποτα. Ο χρόνος τελείωσε και δεν περίσσεψε χειροκρότημα για κανέναν μας.»
Η Μαρία. Ήρθε στο θέατρο και κάνει σκηνή. Πρέπει να την ηρεμίσω. Κατεβαίνω από τη σκηνή και πάω κοντά της. Φωνές. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Δεν μπορώ άλλο. Παίρνω τα κλειδιά και φεύγω πάλι. Κάνω βόλτες μέχρι που αποφασίζω να πάω στο σπίτι της Άννας, να της πω να φύγει από την παράσταση. Το πέτυχε αυτό που ήθελε. Και τώρα ήρθε η ώρα να φύγει…

8 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Χθόνιοι σκοποί;
Περιορισμένη φαντασία;
Εδώ υπάρχει μόνο φως!
Πουκάμισα, μηχανές, αυτοκίνητα, γυναίκες...
Στου Ψυρρή τα χελιδόνια νιώθουν εγκλωβισμένα...
Ωχ, αδερφέ! Ας έχτιζαν τις φωλιές τους στα Βόρια Προάστια!

Spark D' Ark είπε...

ta xelidonia den egklwbizontai pote :) pws to leei o poihths... etsi sofos poy egines twra pia, tha katalabes ta spam moy ti shmainoyn... epetai synexeia. kai ayto einai apeilh!

Ανώνυμος είπε...

Βοήθεια! Με απειλούν! Να γραφτεί στο βιβλίο συμβάντων. Να καταχωρηθεί στα πρακτικά.
Θα αμυνθώ! Κάνε πίσω, κρατάω μαχαίρι!
Είναι να μη σε αρχίσω εγώ στα σπαμ εδώ μέσα, να σού το κάνω το μαγαζί σε επισκεψιμότητα μεγαλύτερο από τη ζούγκλα τού Μάκη...
Όοοοχιιιιι... εγώ δεν απειλώ ποτέ :-)

Spark D' Ark είπε...

o k. blogoulis proshlthe sto tmhma ektaktwn spam aitiwmenos apeiles. katopin thlefwnikhs epikoinwnias me ton efhmereyon dothike h katallhlh agwgh. o asthenhs brisketai sthn braxeia noshleia gia parakoloythish. ta proswpika eidh, login kai passwd paradothikan stoys syggeneis.

Ανώνυμος είπε...

Ψέματα! Είμαι καλά, είμαι καλά, είμαι κ... αφήστε με κάτω ρε!

Spark D' Ark είπε...

moyrlia ayto to aspro poykamisaki poy koympwnei apo pisw e?

Ανώνυμος είπε...

Τών εχθρών τα φουσάτα περάσαν
σαν τον λίβα που καίει τα σπαρτά...
ταρατατατάμμμ!

Spark D' Ark είπε...

έτσι... έτσι...