Τρίτη, Σεπτεμβρίου 30, 2008

Πάμε Πρόβα!


Κύριε σκηνοθέτα, τον προβολέα παρακαλώ και έρχομαι να κάνω την καρέκλα. Τα φώτα της πλατείας σβηστά να ακούω τα τακούνια μου στη σκηνή. Να τη και η καρέκλα. Μισό λεπτό να τη γυρίσω αλλιώς. Να ΄χει την πλάτη στην πλατεία. Είναι προκλητικό να κάθεται μια γυναίκα έτσι ε;
Σήμερα θα παίξουμε αλλιώτικα. Δε θα μιλάτε εσείς και ‘γω θα μένω ανέκφραστη. Θα μιλήσω εγώ.
Σιωπή.
Σβήστε τα φώτα.
Αρχίζω…


Πόσες φορές καταραστήκατε σήμερα κυρίες και κύριοι; 1, 2, 3, 5, 10; Εσείς κυρία μου καμιά; Μπράβο! Ένα εισιτήριο στην κυρία, πρώτη θέση για παράδεισο και γρήγορα παρακαλώ. Πώς είπατε; Να με πάρει ό,τι μου ευχήθηκα; Πίσω το εισιτήριο παρακαλώ. Πού είχαμε μείνει λοιπόν; Α, ναι, θα σας έλεγα για τους καταραμένους τούτης της ζωής, κάποιες ψυχούλες, που συνάντησα σε κάποια παραίσθηση. Κάποια λόγια, στιγμιαία βλέμματα, αντανακλάσεις του αλλότριου σ’ ένα σπασμένο καθρέφτη.


«Πάρε τα χρώματα. Σου τα ‘φερα όπως σου τα ΄χα τάξει. Παρ’ τα και ‘γω θα σταθώ όρθια, εδώ δίπλα στο παράθυρο να κάνω τάχα πως κοιτάζω έξω καθώς θα σου μιλώ. Ξέρεις νομίζω πως βλέπω την φωνή μου όταν σου μιλώ μ’ αυτόν τον τρόπο. Τι να μου ζωγραφίσεις; Δάκρυα να μου ζωγραφίσεις και είναι κάποιες γυναίκες που ξέμαθαν να κλαίνε. Μην πιάσεις τώρα το κόκκινο, μήτε το γκρίζο. Έχουμε χρόνο να βλαστημήσουμε και να κυλιστούμε στη μιζέρια μας. Διάφανα μου ‘χουν πει είναι τα δάκρυα, διάφανα σαν την ελευθερία, που μου ζωγράφιζες εχτές. Όχι, μην κλάψεις για μένα και ‘γω ήρθα εδώ να φλυαρήσω και όχι για εξαγνισμό.
Ναι, δίκιο έχεις. Σου ‘χα υποσχεθεί πως τούτη τη φορά θα σε κοιτούσα κατάματα. Ψέματα ήτανε. Μίσησέ με λοιπόν για ένα λόγο παραπάνω. Μίσησέ με, με όσο πάθος νόμιζες πως είχα την πρώτη φορά. Μίσησέ με για να μη φοβηθείς την άνθρωπο, για να μπορέσω να ικετέψω ξανά για έλεος σαν θα μου προσφέρεις άλλα δέκα χρόνια.
Συγγνώμη, αφαιρούμαι και άλλες πραγματικότητες μ’ αρπάζουνε. Ή μάλλον αρπάζουν ολοένα και περισσότερα κομμάτια μου και μένουν ολοένα και λιγότερα να σου δείξω, να σου πω. Τι να σου πω και μου ‘κανες το σπίτι άνω-κάτω, να ψάχνεις και ‘γω δεν ξέρω τι για να μου δείξεις πώς μοιάζουν τα δάκρυα.
Ψάξε. Ψάξε και όσο εσύ θα ψάχνεις εγώ θ’ αναμετράω συμπτώσεις και παράλληλες ενοχές. Σου το χρωστάω για χτες μου μ’ έμπασες στο σπίτι σου και με πρόσεχες να μην πνιγώ καθώς έκανα εμετό και μετά σιωπηλά άρχισες να μαζεύεις τα ξερατά μου. Θα πρέπει να ήταν πολύ άσχημα αυτή τη φορά. Δε σε θυμάμαι καθόλου. Έλεγες τίποτα ή όχι; Με χτύπησες για να με συγκρατήσεις; Μας άκουσαν οι γείτονες; Κάλεσαν πάλι την αστυνομία; Προσπαθώ να ξεφύγω μα με τραβάει ολοένα και πιο πολύ, ολοένα και πιο βαθιά στον εξευτελισμό, στην χυδαιότητα. Από το βούρκο στο απόλυτο τίποτα. Μου το ΄χες πει απ΄ την αρχή πως αυτός ο δρόμος δεν έχει επιστροφή. Το θυμάμαι αυτό. Τότε τα πράγματα ήταν πιο καθαρά. Όπως θυμάμαι και ένα θλιμμένο χαμόγελο να μου λέει «Είμαι σίγουρος πως όταν πεθάνω, θα πάω στον παράδεισο γιατί σ’ αυτήν εδώ τη ζωή έζησα στην κόλαση».
Κουράστηκα κιόλας. Δεν θα καθίσω Όχι, μόνο τον ώμο θα ακουμπήσω στον τοίχο. Κουράζουν τόσο πολύ τα «θυμάμαι»; Φαίνεται θα ‘χω πολύ καιρό να κοιμηθώ, να ονειρευτώ, να θυμηθώ πως έζησα κάποτε και ‘γω. Για λίγο. Τόσο λίγο, όσο διαρκεί το φιλί του θανάτου πριν χαθώ για πάντα. Ξέχασα να σου πω…. Ξέχασα να σου πω ότι η Ελένη δεν θα ξαναπεράσει από το σπίτι σου. Την βρήκανε ξημερώματα. Δίπλα στα σκουπίδια. Ήταν παγωμένη με ‘κεινο το προσωπείο του θανάτου. Προσωπείο ήταν . Δεν μπορεί να ήταν αυτή η Ελένη μου. Η Ελένη που όταν έκανε έρωτα στεκόταν σε μια άκρη και έκλαιγε βουβά. Κάποιος μου φώναζε χτες καθώς ξερνούσα «Ήταν παρθένα. Ήταν παρθένα. Ήταν…» θυμάμαι… ένιωθα… τι ένιωθα; Πολύ χάλια πρέπει να ‘μουν χτες. Και πού θα τη βρω τώρα την Ελένη να την ρωτήσω γιατί έκλαιγε; Γιατί κλαίνε οι γυναίκες; Γιατί σταματάνε να κλαίνε;
Μισό λεπτό ν’ αυτοσυγκεντρωθώ. Εσύ είσαι άντρας. Μισό λεπτό. Θα τα καταφέρω. Και ‘συ μου ‘χες πει ότι κάποτε έκλαιγες αφού έκανες έρωτα. Όχι λάθος. Εσύ έκλαιγες μαζί με την άλλη. Ναι, αυτό είναι. Εσύ και αυτή κλαίγατε μαζί. Ή μήπως χωριστά; Γαμώτο! Τίποτα δεν μπορώ να θυμηθώ σωστά πια! Αλλά… Αλλά πρέπει… πρέπει να κλαίγατε γιατί δεν μπορούσατε να πιστέψετε ότι κάτι τόσο δυνατό μπορούσε ποτέ να είναι αληθινό ή γιατί ξέρατε βαθιά μέσα σας πως δε θα μπορούσε να διαρκέσει. Αυτά μου είχες πει ή αυτά επέλεξα εγώ να ακούσω; Ποιος μπορεί να πει με σιγουριά; Λες να ‘κλαιγε για τον ίδιο λόγο και η Ελένη; Δεν πιστεύω να… Δεν μου λες, η Ελένη ήταν η άλλη;;;»


Stop! Ακίνητοι! Φώτα!
Πώς σας φαίνεται; Εκεί, πάνω στη σκηνή ο χρόνος έχει σταματήσει, εδώ όμως συνεχίζει να μαρκάρει αναπνοές όπως και πριν. Τι λέτε; Πού είναι πιο πραγματικός; Εδώ ή εκεί;
Σκασμός! Φώτα!


«Φαίνεται αλλιώτικα από το πάτωμα το παράθυρο. Σαν παράθυρο φυλακής. Απλώνω το χέρι ν’ αρπάξω μια αχτίδα να σου την πετάξω πισώπλατα, να ξαφνιαστείς, να θυμώσεις, ν’ αρχίσουμε να κυνηγιόμαστε εδώ μέσα σαν τα παιδιά. Θεέ μου! Υπήρξα ποτέ παιδί; Γεννήθηκα ποτέ; Τόσο χάλια έγιναν πια ή μέσα στο παραμιλητό μου δεν θυμάμαι τίποτα; Ακόμα και το χέρι που ‘ναι πεταμένο στο πάτωμα δεν το αναγνωρίζω για δικό μου….


[Στάζει. Κάτι στάζει τα’ ακούς; Τι είναι; Φθινοπώριασε κιόλας; Τι μας ‘λέγαν στο σχολείο πως σαν αγαπάς θα ‘ναι πάντα άνοιξη; Αυτό θα πει πως δε μ’ αγαπάς;
Τάξε μου. Ασήμωσε Ιούδα και η συκιά σε περιμένει. Έχω λόγια να σε πω και κόκαλα να ερμηνεύσεις. Σσσσσσς. Άκου τα αερικά. Σου φέρνουν προξενιά. Πορφύρα και χρυσό να σε ντύσουν για να φαντάζει η γύμνια σου αλλιώτικη καθώς θα αναμετρά τη δύναμή της με το φεγγάρι.
Τι ώρα πήγε; Αύριο το ημερολόγιο θα δείχνει 28. Οκτώβρης θα ‘ναι θαρρώ, Να χαρείς , μη μου φέρεις άλλα «ναι» στα γενέθλια μου. Δεν πρέπουν θεμέλια στον έρωτα. Είναι προστυχιά το μπετόν αρμέ. Εκείνο, και όχι το ψέμα σου, που έσβησε η παλίρροια.
Ανέβασε τα ντεσιμπέλ. Γίνε κύμβαλο αλλαλάζον. Όλος ο κόσμος αγαπά και εσύ δεν υπήρξες ποτέ κακέκτυπο. Ή μήπως κάνω λάθος μικρή μου μαϊμουδίτσα; Σε τσάκωσα! Γρήγορα φέρτε πυρακτωμένη άμμο να φυλακίσω τούτο το χαμόγελο. Να σημάνει εξέγερση. Να σπάσουν οι ταφόπλακες. Να ‘ρθουν ζωγράφοι και ποιητές να υμνήσουν την ματαιοδοξία της απόλυτης ομορφιάς. Κάπου στα σύμπαντα θα στριμωχτεί ένας παράδεισος και για σένα. Ας έχει λειψυδρία, να δεις που κάποια ματάκια θα τον ποτίσουν αντί για σένα αλλά το ‘ξερες αυτό. Έτσι δεν είναι;
Tι είναι αυτό που δεν σου είπαν ποτέ; Τι σου ‘κρύψαν οι άτιμοι; Φανέρωσε το μου και ‘γω θα σου το αναπτύξω ώρες ατέλειωτες με λέξεις φανταχτερές όμοια με τους κέδρους του Λιβάνου. Θα πάρω το καλό μου ύφος, ξέρεις, εκείνο το σοβαροφανές, που κάνει τους αθώους του κόσμου τούτου να γελούν. Μαθήτευσα σε καλούς ψεύτες. Θα σου ταιριάξω πρόλογο, κυρίως θέμα και επίλογο και αν δεν τα καταλάβεις, τα φέρνουμε ύστερα ανάποδα Αν σιγήσεις τότε, τα ξωτικά μου ‘παν πως ακούς την αλήθεια να γελά; Ή μήπως τους αθώους; Δεν θυμάμαι ακριβώς τι μου ‘πανε. Με πήρανε τα χρόνια και ξεκούτιανα. Όλα με πήρανε. Ένα-ένα. Μόνο εσύ δεν με πήρες. Μόνο εσύ.]


Δικό μου είναι αυτό το χέρι; Πεταμένο, ανόητο, σημαδεμένο, νεκρό, δικ…»


Stop! Φώτα!
Ακούτε; Τα πιστεύετε; Ώστε έτσι ε; Εδώ έχω τις σημειώσεις της να τα’ ακούσετε κι’ αυτά όσο θα μασουλάτε κάτι ελαφρύ. Βαθιά εισπνοή (από το διάφραγμα παρακαλώ) και αρχίζω:
«Καίω ανθρώπους. Έλα κοντά να ζεσταθείς και δεν θα βαλσαμώσουμε χίμαιρες απόψε. Φέρε μου δάκρυα πετρωμένα να ξεδιψάσω και ξένες ενοχές να πλαγιάσω. Ένα ξένο χτες πνιγμένο στ’ αλκοόλ και τον ιδρώτα, να τρεκλίζει και να με βρίσκει το δρόμο του στο αύριο. Ασήμωσε και είναι τόσα που δε θα δεις ποτέ να γυαλίζουν σε ξένα μάτια.
Σταμάτα να με ξεκλειδώνεις και πέταξε τα κλειδιά στο πάτωμα. Θέλω να τα’ ακούσω να πέφτουν στο πάτωμα. Έτσι, μόνο έτσι δε θα σου δώσω συναισθήματα παρά μόνο αισθήσεις να κορέσεις την πείνα και την δίψα σου. Θυμάσαι εκείνη την φιλενάδα μου, που μας έλεγαν οι εραστές της πως αφού έκαναν έρωτα, εκείνη πήγαινε αθόρυβα κάπου παράμερα και έκλαιγε; Την βρήκανε προχτές. Δεν έχει σημασία το που, το πώς, το πότε, το γιατί. Όχι πια. Ξέρεις τι είπαν; Πως ήταν παρθένα.
Όχι. Μη μου στεναχωριέσαι και η χλαμύδα της θλίψης δεν είναι για μας. Έλα να ταιριάξουμε αλλιώτικα λόγια που ‘χουμε πει, να γλυκάνει η επανάληψη την αγρύπνια μας, να μερώσει το κενό μας. Νοιώθεις και ‘συ ‘κείνα τα βράχια, το κενό, το απέραντο γαλάζιο να σε σαρκάζουν;
«Άσπρο και μαύρο. Να τα ξεσκίσεις, να ξεπηδήσει καυτό και αφηνιασμένο το κόκκινο, να πετάξει απέραντο γαλάζιο, να κυλήσει στο κορμί σου διάφανο». Κυνηγάω να πιάσω τη διάφανη ελευθερία, μα ‘κείνη όλο μου ξεφεύγει. Θα ‘ναι αλλιώς η ελευθερία φαίνεται.
Πάθος… Αγρίμι… Τι θεός σ’ έπλασε εσένα και μου πετάς τέτοιες λέξεις; Τι περιμένεις να σου φωνάξω; Έλεος για αλληλούια; Καννιβαλίζω την μοναξιά σου, μαθητεύω σ’ ό,τι ποτέ δε θα σαρκώσεις. Μην υποτάσσεσαι στους ρυθμούς μου και θα σε βάλω να με πουλήσεις Κυριακή ξημέρωμα Εσύ ήσουν ή άλλος που ΄χε σωπάσει και είχε αφήσει το αλκοόλ να μιλήσει λίγο πριν σωπάσει ξανά; Συγχώρα με, που δεν θυμάμαι, μα ταιριάζει το ψέμα σ’ όλα τα μεγέθη. Έτσι δεν είχαμε συμφωνήσει μάτια μου; Ή όλα ή τίποτα…
Ποιος να ξέρει ποιο τίποτα να σε ματώνει τώρα και δεν μου το φανέρωσες ποτέ. Λησμόνησα και τα λόγια που ‘χες πει…. Από κάπου μπάζει.»
Σίγουρα από κάπου μπάζει. Από δεξιά μπάζει, από αριστερά μπάζει… αυτό δεν ξέρω να σας το πω με σιγουριά. Εξαρτάται ποια βίδα έχει λασκάρει. Παρλιακό είναι σίγουρα το… πώς είπατε; Καλύτερα παρλιακό παρά φλώρα; To ίδιο απάντησε και ο κύριος στη σκηνή και να η κατάντια του.
Φώτα!


«…ο μου ή δικό σου; Τι τα ‘φερες τις παλέτες και τα καβαλέτα; Ζωγραφίζεις ένα γλάρο για μένα; Ω ευχαριστώ πολύ. Μένω υπόχρεη. Και πώς ξέρεις εσύ τι είναι οι γλάροι, νυχτοπούλι μου; Να ‘ναι παιδιάστικες οι γραμμές για το τότε, μα το βλέμμα του να ‘ναι το πιο δικό μου βλέμμα. Δε στο ‘πα ποτέ μα αν κρυφτείς κάπου και παρατηρείς αθέατος έναν γλάρο να στέκεται μόνος θα δεις ένα βλέμμα άλλο. Κλέψε το και θα δεις ότι δεν θα ξεφτίσει. Εγώ αυτό έχω. Το ‘χω κόψει σε λωρίδες και τις καίω μια-μια στο ταξίδι. Πόσες άραγε να μου ΄χουν μείνει ακόμη; Και μετά τι; Θ’ αρχίσω να με νοιώθω να σβήνω, να βυθίζομαι σιγά-σιγά; Ν’ αρχίζω να μην αισθάνομαι τίποτα, παρά μόνο εμένα να βουλιάζω σε κάτι απροσδιόριστο; Σα να φεύγω, σα να με χάνω δίχως πόνο, δίχως χαρά; Κάποιος μου ‘χε πει ότι τελικά βλέπεις το κορμί σου ριγμένο κάτω, παγωμένο, ήρεμο, εκεί που η μάχη ανάμεσα στο 0 και στο 1 έχει κριθεί. Και κανένας δεν γύρισε ποτέ να πει πως μετάνιωσε.
Θα μου ζωγραφίσεις και 1 γκιώνη μετά; Δεν έχω δει ποτέ μου και όταν είχες βρει έναν και τον είχες φέρει σπίτι και σου ζήτησα να τον δω εσύ μου τον έκρυψες και μου έλεγες συνέχεια «Σκοτάδι και μη δει άνθρωπο. Σκοτάδι και μη δει άνθρωπο. Σκοτάδι και…» Σε βαρέθηκα να σ’ ακούω να το λες. Μόνο εσύ έμπαινες και μουρμούριζες σα να ‘τανε προσευχή. «Όχι, δεν είναι δυνατόν. Δεν είμαι από αυτόν τον κόσμο εγώ».
Ρε άι στον κόρακα και μ’ έπρηξες. Κοίτα με στα μάτια. Μέσα … Βαθιά… Εδώ γεννήθηκες, τούτος ο κόσμος σ’ έκανε ότι είσαι και αν δεν το νοιώσεις να κατασπαράζει τις σάρκες σου, να βυζαίνει το αίμα σου, δεν πρόκειται να βρεις το εξωπραγματικό που ζητάει η ψυχή σου για να αναπαυθεί. Ακόμα και ο γκιώνης είχε συμφωνήσει μαζί μου και για να επικυρώσει τα λόγια μου… ψόφησε! Να και κάτι που θυμάμαι. Τον ήχο από το καζανάκι, που τον πέταξα για να σε εκδικηθώ, για μήνες τη δική σου σιωπή και μετά σε μια θολούρα τη φωνή σου να ουρλιάζει «Πάλεψέ το! Μ’ ακούς; Πάλεψέ το! Μη του αφήνεσαι!» Ήταν το πρώτο μου ραντεβού με την άλλη όχθη. «Πάλεψέ το!…» Ακόμα δεν κατάλαβα γιατί γύρισα και ας είσαι πεπεισμένος πως η μοίρα κάποια σχέδια θα ‘χει για μένα για να με φέρει πίσω τόσες φορές. Μα εγώ είμαι μάτια μου το πεπρωμένο μου. Εγώ και τίποτα ή κανένας άλλος. Και με κάθε κομμάτι που θάβω φαντάζει ολοένα και πιο γυμνό, ολοένα και πιο ανελέητο…

[Μήπως έχετε να μου χαλάσετε
-σας παρακαλώ-
αυτό το χαρτονόμισμα, σε κέρματα ευτυχίας
μ’ αρέσουν πιότερο τα κέρματα
έτσι φαίνεται περισσότερη η ευτυχία
καθώς τραγουδάει υπερφίαλα στις τσέπες.
Δεν πειράζει που ‘ναι τρύπιες οι τσέπες και γλιστρούν.
Κάποιος άλλος θα τα βρει.
Κάποιος που τα ‘χει περισσότερο ανάγκη.]

Σε κουράζω όμως και η νύχτα προχωρά νωχελικά. Να δοκιμάσω να αυτοσχεδιάσω κάτι απλό. Από εκείνες τις μαλακίες, που σας άρεσαν όταν μου ξεφεύγανε. Για να δούμε τα καταφέρνω ακόμα;
….Τρίβω τον ύπνο σε ψίχουλα να θρέψω τα’ αερικά και με παίρνει το παράπονο που στο σχολείο δε μας ‘μάθαν να φτιάχνουμε χιονάνθρωπους. Τόσα καρότα, σκούπες και κασκόλ τι να τα κάνω; Για πες μου είμαι ηλίθια, που δεν καταλαβαίνω τον φαντασμένο, που ομφαλοσκοπεί λέγοντάς «όλοι κουβαλάμε αθέατοι τις πληγές μας, σαν άδικες κατάρες και είναι κάτι φεγγάρια κολασμένα, που τις ξύνουν»; Άκουσες το ψέμα να ξεψυχάει ανάμεσα στις λέξεις, που έχουν κουραστεί. στα χείλη; Όχι; Σου δίνω μια δεύτερη ευκαιρία τότε.
«Πάτησε πάνω στις πληγές μου και έλα.
Ακολούθησε την κραυγή της σιωπής.
Μέσα στη μήτρα της κλείνω την 7η μέρα της δημιουργίας μου
Μην ψάξεις το βλέμμα μου
Θα ‘ναι αλλού
Θα ‘ναι στη θάλασσα, που δεν ένιωσες ποτέ,
Με κάθε κόκκο αλατιού να χορεύει το χορό της φωτιάς στα μωβ σημάδια της λήθης
Πάτησε πάνω στις πληγές μου και έλα.
Έλα όσο είναι ακόμα σκοτεινά
Και μπορώ να κρύβω τις καταιγίδες των ματιών μου
Σε προσμένω όπως κανείς άλλοτε
Έχω να σου δείξω ήλιου θανάτους
Και χρώματα κλεμμένα του παραδείσου
Λόγια όμοια με ψεύτικα πολύχρωμα βραχιόλια.
Ανάσα κομμένη, του χρόνου η αυτοκτονία
Μα θα ‘ναι σκοτεινά και ‘συ θα προσπεράσεις…»
Το άκουσες τώρα; Θα μου μάθεις για αντάλλαγμα να φτιάχνω χιονάνθρωπους το χειμώνα που μας έρχεται; ήρθε ο διορισμός μου. Ας είμαι αναλφάβητη. Μου ‘παν θα με πληρώνουν να φτιάχνω χιονάνθρωπους…

[«Στην σύγχρονη εποχή του άκρατου ευδαιμονισμού και του τεχνολογικού θριάμβου βαλσαμώνουν τις χίμαιρες. Τα χάσματα των ονείρων έχουν πάψει από καιρό να συνδιαλέγονται με διαλλακτικότητα και διαλεκτικότητα ενώ η αλλοτρίωση της ευτυχίας σε συνδυασμό με την δυσπροσδιόριστη έννοια της ποιότητας ζωής μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η λεγόμενη πνευματική ανέλιξη του ανθρώπου με αφήνει παγερά αδιάφορη. Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να τονίσω ότι κάθε είδους κρίση, διάκριση, κατάκριση, επίκριση των πολεμοκάπηλων αισθήσεων ισοδυναμεί με ανάκριση ενοχών. Παράλληλα ο συγχρωτισμός….» Μπα… ούτε ο δοκιμιακός λόγος μου ταιριάζει. Καλύτερα και έχω κόσμους ακόμη να διασχίσω.
Πόσες ατλαντίδες θα μετρήσεις απόψε και μου ‘μεινε η Σάντα Ειρήνη λειψή. Έβρεχε χτες στα όνειρα σου μα μου ΄λεγες πως νόμιζες πως σ’ άκουγες να γελάς. Να μου προσέχεις του δαίμονές σου και έχω να τους κεράσω βλέμματα και λόγια κάλπικα.
Ξύπνα υπναρά. Μάζεψε τις φωτιές στο και πάμε για πυροφάνι. Λογάριασα τις αναμνήσεις μου και κάποιες λείπουν. Πεθύμησα χαλκό και κίτρινο τριαντάφυλλα. Εσύ;
Όχι. Δεν έχω δει ποτέ τους μαύρους κύκνους στις δρακόλιμνες. Γιατί σε φωνάζουν Δαναό και ‘συ αποκρίνεσαι; ]
-Περνάει το σκουπιδιάρικο απ’ έξω. Σήκω. Σταμάτα να παίζεις και να μου λες πως επικοινωνείς. Το επί είναι αλυσοδεμένο στα μπουντρούμια των άνω χωρών και όσο για το υπόλοιπο… μη χαίρεσαι, δεν είναι για χόρταση. Πάμε να φυλάξουμε τους τοίχους μη μας τους γκρεμίσουν και αγόρασα μπογιές να κάνουμε grafitti ό,τι μας έχει σεργιανίσει. Εσένα θα σε βάλω υποσημείωση. Με θαμπά χρώματα και μικροσκοπικά γράμματα για να φαντάζεις ύστερα πιο σπουδαίος. Για περίμενε μια στιγμή. Πού είναι ο περσινός μου έρωτας, οι παιδικές μου φίλες, τα ψέματα που ‘πα χτες; Τι θα πει κουρέλια ήταν; Και ‘γω γιομάτη τρύπες είμαι. Για ποτιστήρι ηδονών με έχεις; Γυρίστε το χρόνο και τούτο το προσεχές παρελθόν μου με κόλασε πάλι. Και μην τολμήσεις να μου φέρεις παρελθόν ετοιματζίδικο γιατί θα επιτάξω αυτόν που έρχεται με το συν ανά χείρας.»


Stop! Φώτα
Σας κούρασε μήπως; Έννοια σας και ‘γω είμαι εδώ! Έχω τις σημειώσεις της. Ακούστε να σκοτώσετε την ώρα σας. Πατατάκια και αναψυκτικά στο αξιότιμο κοινό παρακαλώ. Βαθιά εισπνοή παρακαλώ. Βαθιά εισπνοή (από το διάφραγμα παρακαλώ) και αρχίζω:
«Το ξέρω αυτό το κορμί που πέρασε τώρα μπροστά μου. Είναι δικό μου και ας μην το εξουσιάζω. Κοιτάχτε στη σκιά του είναι χαραγμένο το πρόσωπο μου. Στα χείλη του η επιθυμία. Κόκκινη σαν αίμα. Στην πλάτη σταυρωμένη η εμμονή. Από εδώ το πάθος, από εκεί το μίσος. Και ‘συ ένα βράδυ πήρες τη γραμμή και έφυγες. Και όλα έγιναν ένα. Ουράνιο τόξο με 3 χρώματα. Άσπρο, μαύρο, κόκκινο. Δεν έχει άλλο γαλάζιο στα όνειρά μου. Ξεχείλισε το κόκκινο και το ‘πνιξε. Δεν έχω χρόνο να το θρηνήσω. Δεν μου ‘μεινε κορμί ν’ απλώσω ταφόπλακες. Κανένα κορμί δε μου τάχτηκε ακόμη.
Πάλι σε άφησα να φύγεις. Μου στέρησα ξανά την άρνησή σου για να μπορώ, όταν χτυπάνε άγρια τα τύμπανα του έρωτα, να σηκώνω τα μάτια στον ουρανό και να φωνάζω δυνατά (από μέσα μου) «παρών!» ποτέ «παρούσα» μην μ’ ακούσουν τα όνειρα σου, σαρκοβόρα σαν και σένα και ξεσκίσουν.»
Πώς; Ο πιτσιρίκος θέλει και άλλο για να τελειώσει το πατατάκι του; Αμέσως! Έτσι και αλλιώς δεν μας νοικιάσατε για όσο διαρκεί μια ψευδαίσθηση; Στις διαταγές σας λοιπόν… Α, να βρήκα κάτι για να τελειώσει ο μικρός το πατατάκι του. Βαθιά εισπνοή (από το διάφραγμα παρακαλώ) και αρχίζω:
«Μαμά, όνειρο παράξενο με στοίχειωνε χτες κάποιους τόνους κόκκινο πριν το ξημέρωμα. Ήτανε λέει –Μ’ ακούς μαμά;- άνθρωποι με μαύρες κουκούλες στα πρόσωπα τους. Και με πήραν μαμά. Τους είδα να με παίρνουν. Μα εγώ είμαι ακόμα εδώ. Αναπνέω. Βλέπω. Αισθάνομαι. Ποια πήραν τότε;
Και είδα το πεθαμένο μου κορμί θαμμένο. Τ’ όνομά μου πάνω σ’ ένα σταυρό. Όλα όσα δεν κατάφερα να μισήσω να σεργιανούν πάνω μου. Μα εγώ είμαι ακόμα εδώ. Αναπνέω. Βλέπω. Αισθάνομαι.
Άκουγα πλήθη να ψιθυρίζουν ότι η θάλασσα ξέρασε το κορμί μου μια νύχτα με πανσέληνο. Μα κανένας από αυτούς δεν με άκουσε ποτέ.
Τι είναι αλήθεια και τι ψέμα μαμά; «
Τέλειωσε ο πιτσιρίκος με το πατατάκι; Ωραία.
Φώτα!


«Γιατί δεν μιλάς; Παράτησες και το γλάρο…
Ξύπνησαν τα θηρία και ζητιανεύουν στα παράθυρα. Πέρασαν και από εδώ… θα κάνουν καιρό να ξαναφανούν….
Σκότωσα την μηχανή μου σήμερα. Θυμάσαι που μου ’χες πει «αφήνω και τις τελευταίες μου ασπίδες κάτω στη γη. Χτύπα με τώρα λοιπόν αλύπητα αν θες πες τα σ’ όλους. Δε με νοιάζει πια.» Και σε χτύπησα. Σε χτύπησα τόσο που ακόμα πονώ….»

[Ξεχάστηκαν τα χέρια μου μόνα και ματώναν αθέατα από τον χρόνο. Βλέπαν μια γυναίκα γυμνή να μπήγει οδοντογλυφίδες στη γη. Τη ρωτήσαν, θαρρώ, τι έκανε. «Βάζω τα όρια της αγάπης» και όλη η γη γέμισε οδοντογλυφίδες. Γέμισε οδοντογλυφίδες τον ήλιο, το φεγγάρι, τα’ αστέρια, τον ουρανό. Μόλις τέλειωσε έμεινε για μια στιγμή μετέωρη… και άρχισε να μπήγει οδοντογλυφίδες στο κορμί της….]

Ο πόνος είναι ιδιωτικός.

[Θάλασσα ανοίξου. Εγώ θα κάτσω κάπου παράμερα να σε κοιτώ. Άσε το γαλάζιο σου λεύτερο ν’ ανεμίζει στη ματιά μου, να τα’ αναπνέω, να μεθώ. Μη με μαρκάρεις αυτή τη φορά. Το προηγούμενο αλάτι ακόμα σκίζει τα χείλη μου. Μουρμουρίζεις. Ώρες, νύχτες, αιώνες ατελείωτους. Δεν απόκαμες ακόμα; Πάλι ετοιμάζεσαι να του δοθείς του ουρανού. Μα δε θα κάμεις φουρτούνα απόψε. Σταμάτα να γδύνεσαι για μια στιγμή. Μη μου στέλνεις άλλο τα’ άσπρα πέπλα σου και μου τελειώνουν οι αρνήσεις. Τι γαλάζιο….
Πώς θα ‘θελα η ελευθερία μου να ‘χε κάτι απ’ την ψευδαίσθησή σου. Να μην ήταν διάφανη η ξεδιάντροπη. Ματώνει ο ουρανός. Πληρώνει το τίμημα που όρισες. Πες «Ήμαρτον». Πες το να σ’ ακούσω δε σου ‘πανε πως είναι ύβρη να σαρκάζεις την ανθρώπινη μικρότητα μ’ αυτόν τον τρόπο;
Σχώρα με. Λησμόνησα κυρά μου. Εσένανε δε σε στείλανε σχολείο.]

Πάλι μόνη μου μιλάω η μαλάκω. Πίνεις. Ξανάρχισες το κάπνισμα και ας είχες πει πως αυτή τη φορά θα το ‘κοβες για τα καλά.
«Εσύ εκεί» ‘κείνο το τραγούδι των πυξ λαξ. Αυτό ακούνε δίπλα. Εσύ εκεί και 2 ζωές που ζούνε πυξ λαξ. Κουράστηκα. Αφού δε μου μαθαίνεις για τη ζωή για να ξυπνήσω, πες μου τουλάχιστον 1 παραμύθι ν’ αποκοιμηθώ.

[Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου πες μου. Ποια είναι εκείνη που βλέπω να παλεύει μέσα στα σπλάχνα σου με τα μανίκια σηκωμένα, ξυπόλυτη στις όχθες του Αχέροντα; Έλα, μολόγησε το μου και ‘γω υπόσχομαι να διώξω τους ιθαγενείς, που θα ‘ρθουν να σε γυρέψουν. Αν δεν σου αρκεί, θα σ’ ασημώσω τις γωνιές να μη γδέρνουν τα’ ακροδάκτυλα του ονείρου.
Σωπαίνεις. Σκοτεινιάζεις. Στάσου! Μη μου την κρύβεις να χαρείς τις ρυτίδες που φανέρωσες. Έτσι. Φώτισε την μα κρύψε εμένα και έρχονται άνθρωποι να τους προδώσω.
Τραβήξτε τις κουρτίνες. Σκορπίστε τη σκόνη. Βάλτε διπλά τζάμια τριγύρω μου και φωνή ζυγώνει «πληγωμένο μου αγρίμι» Καθρέφτη μου σε ξορκίζω στο όνομα της νιότης που χλεύασες, άλλαξε κανάλι. Συντονίσου με τα’ αλλότριο και δώσε μου τα κορμιά που δε ζευγάρωσα. Τι θυμάμαι, τι ξέχασα λογάριασε και θα ‘ρθω μια νύχτα σαν τις άλλες να σου τα πληρώσω.
Πως ορίζεις τον χρόνο στην άλλη σου μεριά; Τον έχει πάρει και εκεί εργολαβία ή εκεί δε σ’ έχουν ανάγκη για να κραυγάσουν στον εαυτό τους πως υπάρχουν; Φτωχέ μου ψεύτη και μας τα ‘πανε και άλλοι πριν από σένα. …]»
Stop! Φώτα!
Αρκετά ψυχοπλακωθήκαμε εδώ μέσα. Ελάτε τώρα να γελάσουμε με τα χάλια της. Όταν το ‘παιζε καλώς. Χεχεχε Βαθιά εισπνοή (από το διάφραγμα παρακαλώ και αρχίζω:
Κρύσταλλο. Το φως να περνά μέσα του και να σκίζεται σε κομμάτια. Ελάτε να μαλώσουμε αν ήταν άσπρο ή διάφανο. Εσύ κατεργαρούλη στις πίσω σειρές, έλα μπροστά να κρυφογελάσεις, εδώ το ψέμα φαντάζει αλλιώτικο. Που είχαμε μείνει; Α, ναι. Σας δίδασκα εγώ η αμαθής. Ξέρετε ξεγελάς τον άλλον σαν είσαι άσχετος με το άθλημα και ας φανφαρίζουν πως οι αγράμματοι φυλάνε τα μυστικά του κόσμου όλου. Σκόρπισε το μυαλό μου και ‘γω τώρα πώς να σας διδάξω; κρατάει κανείς σημειώσεις; Εσύ; Να μηδενιστείς! Πάραυτα!!! Και τη δευτέρα να ρθεις με τα παιδικά όνειρά σου. Ωχ, να χαρείς και ‘συ τα χάδια που ονειρεύτηκες σταμάτα να ρίχνεις πετραδάκια στο τζάμι και δεν μπορώ να τιθασεύσω το κορμί μου. Το άσπρο ή το διάφανο δίνει ταυτόχρονα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Οι πίσω σειρές να σταματήσουν να πετούν σαΐτες παρακαλώ. Όλα τα χρώματα είναι ταυτόχρονα ένα ή κανένα; Εξαρτάται πως το βλέπει κανείς. Το ‘σπασες το τζάμι. Σταμάτησε πια και οι αισθήσεις μου ήδη ξεχύθηκαν στις σκάλες. Το μαύρο πάλι ρουφάει όλα τα χρώματα και δεν αφήνει κανένα… Τι θες πια στο τζάμι;
(να σε θωρώ,
να σε ποθώ,
εσένα ν’ ανασαίνω,
ρούχο φτηνό,
κορμί γυμνό,
γι’ αγάπη σου παλεύω)
Δε βλέπεις πως κάνω μάθημα;
(να σ’ αγαπώ,
να σε φιλώ,
δήθεν ν’ αργοπεθαίνω,
βλέμμα ψυχρό,
κρασί γλυκό,
τα δίχτυα μου μαζεύω)
Τσακίσου από μπροστά μου!
(αχ, πώς ριγώ,
σαν σε μισώ,
και σαν κοντανασαίνω,
έλα εδώ,
για σένα ζω,
για ζήλια τους μισεύω)
Τελειώσαμε παιδιά! Φευγάτε και έπιασε ζέστη! Τα πρώτα θρανία να μάθουν να αγαπούν και τα τελευταία αν ήταν εδώ θα βλέπαν πως δεν είναι κρύσταλλοι μα δάκρυα ξωτικών. Έρχομαι. Και έχω χρώματα να σε γδύσω…»
Και ύστερα σου λένε πως η σημερινή νεολαία ξέρει από πάθος και έρωτα. Τα..τα..τα…
Διάλειμμα και της πιάστηκε της παλαβιάρας το χέρι να γράφει.
Διάλειμμα!
Φώτα πλατείας!


Σκασμός! Φώτα!
Νομίζατε πως θα γλιτώνατε έτσι εύκολα; Σε καμιά περίπτωση χρυσά μου. Έχει κι άλλο.
Για φωτισμό τώρα. Το κανόνι παρακαλώ.
Φώτα!


»[Δώσε μου τους φόβους σου. Δώσε μου τις ώρες της αγρύπνιας σου. Έλα. Μην τρομάζεις. Δώσε μου τους φρικτούς σου εφιάλτες. Θα τους κρατήσω τρυφερά στην αγκαλιά μου. Εγώ είμαι. Η ένας που ήταν εδώ χτες. Η ένας που δα είναι εδώ αύριο. Βιάσου. «αργήσαμε» τηλεγραφεί κάποιο ξεκούρδιστο ρολόι και τα χέρια μου χάσκουν άδεια. Είμαι εδώ. Τώρα αλλά ίσως να μην ήμουν εδώ χτες γιατί 2 άνθρωποι δεν αγαπήθηκαν. Ίσως να μην είμαι εδώ αύριο γιατί δεν είσαι εδώ να αγαπάς για μένα.]
ο Γιώργος, ο Δημήτρης, ο Νίκος, η Μαρία… τους θυμάσαι καθόλου; Σκορπίσαμε. Κάποιοι φύγαν. Δεν γιορτάζουμε πια. Δεν δέρνουμε φλώρους μετά την παρέλαση»

Stop! Φώτα!
Δεν σας τα λέει καλά. Θα σας πω εγώ πως τα ‘λεγε κάποια χρόνια πριν. Εδώ είναι γραμμένα όλα. Βαθιά εισπνοή (από το διάφραγμα παρακαλώ) και αρχίζω:
«Για πες μου τι μου τα ‘στειλες τα κίτρινα τριαντάφυλλα δίχως αγκάθια; Δίχως στάλα φαρμάκι; Απόκαμα πια και άλλο δε βαστώ να σου αναπτύσσω το ασήμαντο. Κούρνιασε η κούραση στο κορμί μου και υφαίνει στεναγμούς. Φέρε μου τα χέρια σου να τα ντύσω. Και ακόμα με φοβάσαι….
Τι να σου πω, που δεν το ‘χεις μαντέψει ήδη; Να σου πω ένα ψεύτικο «σ’ αγαπώ και συ να τρέξεις να το στολίσεις με γιρλάντες και πρόστυχα φτιασίδια και να το κρεμάσεις στο σαλόνι; 6-9μ.μ. θα ’ρθει επίσκεψη η κυρα-συνήθεια με τις φιλενάδες της… και ακόμα να νοιώσεις τους δαίμονες μου….
Δε μιλάς. Σωπαίνει η αλήθεια. Σωπαίνει και το ψέμα σου. «Συζούνε μου κάρφωσε πισώπλατα μια καρακάξα σαν ήμουν στη λαϊκή. Πόσες φορές είπες σήμερα «ήμαρτον» τέκνον μου και τα πιάτα άπλυτα στοιβαγμένα στο νεροχύτη… Δεν ήθελες; δε σ’ άφησα; Δεν μπόρεσες;…
Κλείσε το ψυγείο και θα παραγγείλουμε ευτυχία σε πακέτο απ’ έξω. Μη…. Μη με κοιτάς μ’ αυτό το βλέμμα και μου τελειώνει το μελάνι. Κλείνουν οι τελευταίοι κύκλοι. Αυτή είναι η αυτοπραγμάτωση ταπεινέ μου; Να ζεις τη ζωή σου σε δεκαπενθήμερα και το μοναδικόν της ζωής σου ταξίδιον να έχει για εισιτήριο πλαστικές σακούλες σκουπιδιών;…. και ακόμα να καταλάβω τι ήθελες να πεις όταν μου ‘λεγες πως κάποιες φορές οι ήττες είναι πιο νίκες απ’ τις νίκες.
Έβρασες γάλα; Καλά έκανες και έρχεται οστεοπόρωση. Για την μυελοπόρωση κουβέντα. Λάβαρο την κάναμε και την προσκυνάνε τα πλήθη αλαλάζοντας. Πληρώθηκα σήμερα. Και άλλες κρατήσεις. Βάλε και άλλη ζάχαρη να ξεγελάσω το τώρα και η μόνη μου φίλη αυτοκτόνησε χτες βράδυ. Και ΄γω ήμουν εδώ. Πόσο χρεώνουν την σύνδεση με παράδεισo; Τη βρήκανε στο μπάνιο κάποιοι τρέξανε να πουν ήταν εκείνη με χάπια. Κάποιοι άλλοι διορθώσανε. Ήτανε χάπια με ολίγη από εκείνη. Κοίταξε αν έχουμε αυγά και θα περάσω να πάρω φρέσκα αύριο.
Είχε γενέθλια και ‘γω δεν την πήρα για τα χρόνια πολλά. Δεν θυμάμαι το πρόσωπό της. Τη φωνή της. Πόσο είχε χτες και λήξαν οι αναμνήσεις; Πού είναι τώρα; Γιατί αυτή είναι εκεί και εγώ είμαι εγκλωβισμένη σε μια ευτυχία των 8-3μ.μ.; Λες να ‘ναι καλύτερα εκεί που πήγε; Θα την παίρνουν τηλέφωνο για τα χρόνια πολλά; Κοίτα το ρολόι! Το ‘χασα το ραντεβού με την ιστορία. Εκείνη είναι 7 χρόνια μπροστά και ‘γω μια ζωή πίσω.
Πέταξε τα κόλλυβα και φέρε το κόκκινο κρασί να πια σε ό,τι ζήσαμε μαζί. Αύριο με έχουν και δεύτερη βάρδια. Αν αργήσω φάε… Βαρέθηκες. Έφυγες. Σώπασα….
Και ακόμα με φοβάσαι….»

Φώτα!

«Γεράσαμε πρόωρα. Εκεί κάπου γύρω στα 15. «Κατάρα» λες ακόμα και μοιράζεσαι τη γνώση μόνο με τους λίγους εκλεκτούς και αυτό μόνο αν έρθουν να στη γυρέψουν.
Κρυώνω. Πονάω. Δε θα τη βγάλω καθαρή αυτή τη φορά. Ένα κομμάτι χαρτί. Τι γράφει; «…ίδα» Ο φόβος και το μίσος για τον άνθρωπο παλεύουν γι’ αυτό σα λυσσασμένα σκυλιά. Ποιο πήρε το πρώτο γράμμα; O φόβος ή το μίσος; Ποιο ήταν το πρώτο γράμμα; Το «ε» ή το «ο»; ε; Πες μου! Μίλα ρε γαμώ το κέρατό μου και νομίζω πως τρελαίνομαι!

[Δεν ακούγεται η αναπνοή σου. Δεν αναστέναξες ποτέ σου; Σε πήρε ο ύπνος. Ας κλείσω την τηλεόραση. Θα πάω στην κουζίνα. Τρίζει ότι έζησα κάθε φορά που βγάζω απουσιολόγιο και δε θέλω να ξυπνήσεις. Όχι ακόμα. Εσύ προτιμάς το σαλόνι. Θα ‘ναι πιο χλιδάτα τα όνειρά σου. Ας είναι. Δεν μπορώ να σου τα ζητήσω, να βγάλω κάρτα και ν’ αρχίσω να δανείζομαι. Και πάντα ξέχναγα να επιστρέφω. Να μου χαρίσεις αποσπάσματα μόνο, να τα’ χω για να θυμάμαι αν ονειρεύτηκες ποτέ. Να με ειδοποιήσεις έγκαιρα να κάνω χώρο γι’ αυτά. Έχει γεμίσει το κορμί μου και ένα βλέμμα μόνο τα κρατάει να μην ξεχυθούν στις πραγματικότητες των άλλων.
Εσύ μάτια μου, διαλέγεις τι να κρατήσεις και τι να πετάξεις; Με ποια κριτήρια προστάζεις ακρωτηριασμούς; Αν δηλώσω παλιατζής θα μου τα δώσεις; Αντέχει το βλέμμα και άλλα ακόμα αρκεί να είναι του γούστου του. Θα σε μεθύσω μια μέρα και θα τα ξεράσεις όλα. Λέξεις, χαμόγελα, ενοχές, ματωμένα παράσημα. Όλα. Όλα όσα σαρκάζουν την μικρότητά μου στην σκιά σου. Με κούρασες να ‘σαι άτομο, με ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες. Θέλω να γίνεις πρόσωπο. Έτσι θα μπορώ να σε παλέψω καλύτερα. Με τα πόδια και τα χέρια γυμνά. Θα σου δείξω τις λαβές μου και εσύ τις δικές σου. Πανάθεμά σε! Μια ζωή ολάκερη έζησες, δεν μπορεί να μην έμαθες να παλεύεις… Μα τι είναι αυτό που ακούω; Η αναπνοή σου. Διαφραγματική….]

Μίλα ρε και δε μου ‘μεινε άλλη ζωή να σε χαρώ, να σε παντρέψω, να δω τα παιδιά σου. Μίλα με τις λέξεις που λες πως δεν μπορείς να βρεις γιατί εγώ μπορώ να βρω τις λέξεις μου μα δεν θέλω. Δεν θέλω! Τα’ ακούς; Βλέπεις την οδύνη να σέρνεται οργισμένη και ύπουλη στο πάτωμα;
Μίλα μου για ‘κεινο το χαμόγελο που κουβαλάς μέσα σου. Μίλα μου για τους φίλους που χάθηκαν στη σκόνη. Μίλα μου για μαχαίρια, αλυσίδες και ξυράφια. Μίλα μου! Μίλα μου! Τρελαίνομαι!!!

[Σ’ ονειρεύτηκα, ήμουν εκεί. Ήσουν εδώ. Μια φορά με ένοιωσα να πεθαίνω στον παράδεισο. Μου μιλούσες ψιθυριστά και ‘γω μες στη σιωπή σου μιλούσα με τα χέρια. «Μίλα μου ψιθυριστά αν μου μιλάς γι’ αγάπη». Σ’ ονειρεύτηκα, μα εσύ ξαγρυπνούσες.
Όλα ένα χάος. Μόνο στο χάος υπάρχεις. Δεν έχει χώρο για σε αλλιώς. Περνάει ο κόσμος. Χάνεται. Τον ακολουθείς. Χάνεσαι. Χάνομαι και ‘γω. Νομίζω πως μ’ ακούω να γελώ στα όνειρά μου. Και το βλέμμα σου διάφανο σαν το νερό να τρέχει διψασμένο πάνω μου. Πώς σ’ αγαπάω σαν είσαι μακριά μου…
Να ‘χα της θάλασσας το δάκρυ να ΄μπαινα στα όνειρά σου να σε νοιώθω να ποθείς ένα κορμί ξένο. Να σε νοιώθω, εγώ το μικρό ζητιανάκι του πόθου με τη μικρή μουτζούρα της αδεξιότητας στη μύτη. Και το καλό είναι πως δεν ήρθες ποτέ. Είσαι καταδικασμένος εκεί. Εκεί που τόσο μίσησα. Εκεί που τόσο αγάπησα. Εκεί. Αιώνες τώρα εκεί….]

Να ‘τα τα βράχια! Να τη και η θάλασσα! Τα βλέπω! Έλα τρέλα μου και έχω αφήσει τα σκοινιά στο σπίτι. Έλα να βγάλε με φωτογραφία τώρα που γελάω με το μάτι να γυαλίζει να τους τη στείλω να λαχταρίσουν. Καλή είμαι έτσι; Να φαίνομαι που γελάω σαν ύαινα. Γελάω μ’ ακούτε; Γελάω!

[Εκεί που ματώνω το χάρτη με καρφίτσες περπατώ ξανά σε θάλασσες ξένες. Και οι πατούσες μου γυμνές γυρεύουν τα βήματα που περπάτησες αιώνες πριν. Όλα διάφανα και τα χρώματα θυσία στα χέρια σου… Πώς λένε το σ’ αγαπώ στη γλώσσα της σιωπής, ψέλισσέ το στον αέρα να το ακούω τις ώρες της αγρύπνιας….]

«Κάνε το κορμί ποτήρι και τα χείλη σου μαύρο κρασί να ‘ρθω να μεθύσω την αγάπη μου. Σκότωσέ με απόψε στο σκοτάδι και θα γίνει το αίμα μου θηλιά ν’ αυτοκτονήσεις». Τρέλα μου έλα να παραβγείς μαζί του, να δούμε τι με ποθεί πιο πολύ. Έκανα σκονάκι λόγια παράξενα και βλέμματα αλλιώτικα να τον εξαγοράσω. Πάρε τα φτερά που μου ‘δωσες κα δωσ’ μου σπαθί διψασμένο για αίμα, να το φυλάξω για όταν με κουράσει και τον βαρεθείς. Πόσους εραστές μου σου ‘δωσα θυμάσαι; Τούτος πόσο λες να αντέξει; Θα μου τον σαρκάσεις και αυτόν αν κάποιο ξημέρωμα τον πετάξεις σε μια ξένη αγκαλιά; Αααχ! Και τούτος είναι ο πιο αθώος από όλους, ο καρπός του δέντρου της γνώσης, του καλού και του κακού. Ψηλάφισε την δαγκωνιά στο λαιμό του και τρέχα να βρεις ψεύτικες ιστορίες σαν πέπλα αραχνοΰφαντα να σκεπάσεις την αδιαντροπιά μου.
Δεν τρέφονται με ψίχουλα οι μαύροι κύκνοι και το ρολόι σήμανε 12. Έχω 60 δευτερόλεπτα να χωρέσω στο μηδέν. Πως τα χώρεσα χτες και σήμερα δεν μπορώ; Τα πήρε στα χέρια του και τα μαδάει ένα-ένα. Γιατί με κοιτάει έτσι; … Μ’ έφτασε πρώτος…. Μ’ έφτασε…. Με… Απόψε είναι δικός μου. Φύγε από εδώ. Πήγαινε να γελάσεις τις σκιές, που πλάγιασα. Πήγαινε και αυτό το άγριο μαύρο τριαντάφυλλο στον επόμενο. Φύγε γιατί σε λίγο θα σβήσει τα φώτα και… χτύπησες;

[Είδα ξανά εκείνη την πόρτα. Ήθελα να την ανοίξω, να περάσω στην άλλη πλευρά αλλά ένα αόρατο χέρι με κράταγε. Δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο εγώ και η πόρτα. Δεν είχα γνωρίσει ποτέ κανέναν. Δεν είχα νοιώσει ποτέ τίποτα. Απλώς στεκόμουν εκεί. Αιώνες. .Ώσπου η πόρτα εξαφανίστηκε. Εγώ ήμουν η πόρτα. Τώρα δεν είμαι τίποτα πια.]

Κάπως έτσι μιλούσα τότε. Παλιά. Πολύ παλιά. Αν συνεχίσω να μιλάω έτσι, θα γίνω όπως ήμουν τότε; Μην ανησυχείς, θα σου αγοράσω καινούριο τζάμι με τα ρέστα από τη μηχανή. Ακόμα να μου δείξεις πώς είναι τα δάκρυα…
…Τι είναι αυτό που σαλεύει μέσα μου και δεν μ’ αφήνει στιγμή ήσυχη; Ψαχούλεψε όλη τη μέρα το κορμί μου αχόρταγα και ακόμα να ηρεμήσει. Πείτε μου. Δεν έχει ιερό και όσιο, σε τίνος το όνομα να το ξορκίσω;
Μικρό τερατάκι δεν στέκεσαι λεπτό να σε τσακώσω και να σε πετάξω στα πόδια τους. Να πεις εσύ το μάθημα αύριο. Να σώσεις εσύ τον κόσμο γιατί εγώ δεν αδειάζω εξαιτίας σου. Όμως πάλι κατεργαράκο εσύ θα πεις τα δικά σου και κανείς δεν θα καταλάβει.
Αχ, να σε τσάκωνα… χαράσσεις πονηρά χαμόγελα στο στόμα μου πιστεύοντας πως θα στη χαρίσω. Όχι αυτή τη φορά. Κήρυξες πόλεμο και θα τον έχεις και ας μη μ’ ορίζω. Μόνο τα λάθη μου μ’ ορίζουν και ‘συ κατεργαρούλη το ξέρεις. Ξέρεις πού να χτυπήσεις. Και χτυπάς αλύπητα. Χτύπα λοιπόν!
Ώρες ατέλειωτες με ζυμώνεις. Ανάποδος όπως πάντα. Πρώτα μ’ έψησες και τώρα με ζυμώνεις. Μάλλον κομματάκι αποτυχημένο θα σου βγει το γλυκό και λυπάμαι τον άτυχο που θα του το σερβίρεις.
Έλα σ’ άφησα να με ταξιδέψεις από άκρη σ’ άκρη. Δεν έμεινε τίποτα που να μην λέρωσες με τα’ αδιάκριτα βρωμόχερά σου. Ο ήλιος βασίλεψε. Δεν κουράστηκες ακόμα να ψάχνεις για ενοχές; Αν είναι αυτό που ψάχνεις Τσακίσου από εδώ! Ο καιρός την ενοχής μου δεν ήλθες ακόμα και όσο εσύ παίζεις μέσα μου τόσο θα αργεί να εμφανιστεί.
Στην έφερα!!!

[Μέρες σκοτωμένες με μια σφαίρα ανάμεσα στα μάτια σα λυσσασμένο σκυλί. Μαύρες σακούλες. Το φιλί του θανάτου. Νέα ήμερα. Νέα σελίδα. Νέα ζωή.
Και ο θάνατος ξανά παραμονεύει.

Τι έλεγα πριν; Τι λέω τώρα; Όλα γυρίζουν γύρω από τις ίδιες λέξεις. Τις ίδιες φράσεις,
[Η σιωπή οργισμένη και ύπουλη σέρνεται στο πάτωμα. Πες μου. Βγήκες ποτέ στο ταξίδι; Γιατί; Αν μου ταιριάξεις καλά τις απαντήσεις ξέρεις ίσως βγω και ΄γω. Δυσκολεύεσαι; Μισό λεπτό να δω αν έχω κάποιο «διότι» στις πρώτες βοήθειες -έτσι…. Αλλιώς… αλλιώτικα…- κανένα «διότι». Αχ! Τώρα θυμήθηκα. Κάποιος φώναξε «βουλιάζουμε» και ‘κείνα άρχισαν σαν τα ποντίκια να πηδάνε σε μια θάλασσα, που δεν αντίκρισα ποτέ. Και έμεινε το γιατί σαν μπάσταρδο γατί με τα μάτια όμοια με φλόγες να γυαλίζουν. Το κοίταζα. Με κοίταζε. Πάλευαν οι φλόγες του με τις δικές μου ώσπου άξαφνα το ‘πιασα απ΄ την ουρά και το πέταξα με βία στη θάλασσα. Είχε κακιά αρρώστια για να ‘χει τέτοια μάτια είχα ακούσει να λένε κάτι ναυαγοί. Μα πώς υπάρχουν ναυαγοί σαν δεν υπάρχει θάλασσα;
Χρειάζομαι ένα τσιγάρο τώρα. Μα δεν έμαθα να καπνίζω ποτέ. Βγες έξω και κάπνισε εσύ για μένα. Έχω να ξοφλήσω κάτι μισοτελειωμένες φράσεις. Φύλαξε τις στάχτες και τη γόπα. Ο επόμενος που θα ‘ρθει και θα γίνει πεπρωμένο σου όσο διαρκεί μια ψευδαίσθηση θα στα κάνει έπος. Γιατί ξαφνιάζεσαι αγάπη μου; Ξέχασες πως έχεις αναγάγει σκόνες και σκονάκια σε τέχνη; ]
Ζαλίζομαι…

[Ησύχασε αγάπη μου και σου ΄φερα και απόψε ψέματα για να αποκοιμηθείς. Έλα. Σου ‘στρωσα λόγια ξένα και βλέμματα παραπονεμένα να ποτίσεις μ΄ αίμα. Γιατί είσαι ανήσυχη και γρατζουνάς δάκρυα στην ζωγραφιά της θλίψης; … Καλά μη μου λες αφού δε θες… Παραμιλάς στον ύπνο σου και δε στο ‘πε ποτέ κανείς. Θα ξαγρυπνήσω απόψε και θ’ αναπνέω μια-μια τις βρωμιές σου, που καταγράφουν εκείνοι στα κιτάπια τους.
Μάτια μου είσαι σκληρή και πρόστυχη σαν αγαπητικιά. Μ’ απαιτείς όταν με τάζω αλλού και τώρα που με τάζω αλλού και τώρα που σε ψάχνω σβήνεις τα σημάδια. Σα να μη μ’ αγκάλιασες ποτέ, σα να μη μ’ έκανες δικιά σου. Και με δέρνω αλύπητα που δε σου πουλήθηκα. Τσιγκούνα! Δε μου ‘ταξες τίποτα και αυτό το τίποτα βαραίνει στα χέρια μου ολοένα και πιο πολύ.
Ναι, τώρα που πάω να θάψω το στυλό μου ‘ρχεσαι και με ζητάς. Τι θες πια; Τόσοι και τόσοι σε τούτον τον ντουνιά εμένα βρήκες να μαρκάρεις; Κάπου μυρίζω καμένο κρέας και βγαίνει καπνός. Αχόρταγη. Γιατί δεν μ’ αφήνεις; Δεν έχει χώρο για σένα. Μην με σκάβεις άλλο για να φτιάξεις, όχι τόσο πολύ, όχι τόσο βαθιά. ]
Ο γιατρός είπε ξέρεις πως θα μπορέσω να κάνω άλλα παιδιά όταν οι συνθήκες θα είναι διαφορετικές.


[Έχει πανσέληνο απόψε και το κορμί αλυχτάει έξω από καταραμένους παραδείσους. Σε ψάχνει να σου φορέσει δαχτυλίδι. Όμοιοί σου φορούσαν δαχτυλίδια στο χεράκι των επίσημων αγαπητικών τους. Εγώ θα στο φορέσω στο λαιμό. Να σε πνίγει σα θηλιά σαν θα κοιτάζεις άλλη, να λιγοθυμάς σαν ξένα χείλη ανιχνεύουν τα δικά σου, να πεθαίνεις σαν ορκίζεσαι αγάπη.
Κοιμήσου και θα ‘ρθω όμοια με αγρίμι που η φύση το ‘ταξε να σκοτώνει το ταίρι του κάθε φορά που ένα
»για πάντα» θα μπαίνει ανάμεσα τους. Και είναι ξέρεις φεγγάρια που έχω να θρηνήσω… μου ετοίμασαν οι ώρες καινούργιο του γάμου μου φουστάνι. Ακόνισα τα βέλη και ο έρωτας σέρνεται αιμόφυρτος στα γρασίδια.
Δε μ’ αναγνωρίζεις; Εγώ είμαι που έκλαψες στον ώμο μου και με φιλιά σου σκούπισα τα μάτια. Μα τώρα θα στα βγάλω! Μέθυσα και έχει ένα ολόγιομο, ματωμένο, κολασμένο θα ‘παιρνα όρκο, φεγγάρι απόψε. Στάλα-στάλα το γεύτηκα το αίμα του, χοές στα χείλη, που δεν ένοιωσες ποτέ… μικρέ… ψεύτη… υποκριτή…
Μα τι κάνεις εκεί; Μη… Ας είναι. Σ’ αγαπώ και παραδίδομαι, μα να θυμάσαι το χρέος σου τοκίζεται, το κορμί σου θα δημευτεί. Θα με πουλήσω στον τρίτο χτύπο. Πώς μ΄ αρέσει σαν λαχταράς αν με πουλώ σε σένα για άλλον διάλεξα τούτη τη φορά για ταίρι…
Δεν μ’ έκανες πραγματικά δικιά σου γιατί δεν με αγάπησες σαν να ‘μουνα τρέλα και τρέμεις καθώς δεν ξέρεις πόσες νύχτες σου έχω αφήσει ακόμα να με χαρείς. Εγώ μεθώ την άνοιξη μες στο κορμί μου και ‘συ μες στην αφέλειά σου σιγοτραγουδάς «να μ’ αγαπάς, να μ’ αγαπάς, όσο μπορείς και όσο αντέχεις μα αν αυτό σε κάνει να πονάς τότε απλά να με προσέχεις». Μα τον Ρωμαίο τι αφελείς που είστε!… τι αφελείς….]

Και διαφορετικές να ‘ναι οι συνθήκες εγώ δε θέλω ένα παιδί. Ποτέ δεν ήθελα παιδί.

[ Η επιθυμία σου να τρέχει σαν καταρράκτης πάνω μου και γω… τι μου ‘μεινε να σου πω τώρα πια; Κόπασε αναπνοή μου. Μη μου πετάς την ευτυχία κομμάτι-κομμάτι και ο πόθος, ο σκύλος είναι πεινασμένος. Και έχω να λογαριάσω τι πρόδωσα, τι άφησα να με προδώσει. Αδιαφορείς. Ψιθυρίζεις τα δικά σου…
«Θα γδύσω το κρεβάτι από τα σεντόνια του. Θα το ντύσω το κόκκινο τραπεζομάντιλο των αερικών και πάνω του θα απλώσω την μοναξιά σου. Θα μπήξω τα νύχια μου στις σάρκες σου. Έχω να κορέσω την πείνα που σύναξα τις ώρες της ατέλειωτης αγρύπνιας, τις ώρες της δικής σου σιωπής. Θα ‘ναι όμορφη τότε η μοναξιά σου καθώς θα ονειρεύεται αλλιώτικα, γυμνή κάτω από τ’ αστέρια και ‘γω για ‘κείνη τη στιγμή θα σου ορκιστώ πως σ’ αγαπώ. Και ‘συ θα μ’ αρνηθείς…»
Ίσως είναι που δεν αγάπησα ποτέ. Φτάνει κανείς σε τέτοια κατάντια αν έχει αγαπήσει ποτέ αληθινά;


Σταμάτα να χτυπάς τσακμακόπετρες και είμαι ένας σωρός από ξερόχορτα. Θεέ μου με ποια χρώματα. Ποιες μουσικές έντυσες τους άλλους κόσμους; Μπορώ να προσευχηθώ να μην φανερώσεις πως δε με πρόδωσε ποτέ κανείς; Τουλάχιστον κανείς που να μην τον άφησα εγώ. Με τεχνητά χρώματα σχεδιάζω πληγές γιατί αλλιώς με φοβούνται και φωνάζουν «βλαστήμια». Θα με αφήνεις να λέω ψέματα στον άλλο κόσμο; Να ξέρεις όμως θα σου θυμώσω αν δεν μ’ αφήσεις να πάρω μαζί μου τους δαίμονες μου και θα κάνουμε grafitti στον άγιο Πέτρο δίπλα. «Άρον, άρον σταύρωσον αυτόν». Βλαστημώ γιατί άλλος κανείς δεν αναστήθηκε για μένα.
Σταμάτα να ριγάς τις ώρες τις ιεροσυλίας μου και θα μ’ αγιάσεις ερήμην μου. Δε μ’ ακούς. Για τιμωρία θ’ απαγγείλω λόγια που σου ‘πα πριν λίγο, λέξεις που ατίμασα προηγούμενες ημέρες…


«σκύψε νύχτα, έλα σιμά και κρύψε με σε μια μαύρη αγκαλιά
να κοιτάζω από μακριά πως καίγονται του Ιούδα τα φιλιά
σκόρπισε ‘κείνα τα βλέμματα που ακόμα με πονούν βαθιά
έλα τώρα που τα αγγίγματα σώπασαν και δεν με ταξιδεύουν πια

9 φεγγάρια σου τάχτηκα
στα 40 αλλάζω παράδεισο.

Σκύψε νύχτα, σαν να ‘σουν σκιά, δώσε ένα ζευγάρι φτερά
Να ξεφύγω από παρελθόν και παρόν που μου κάνουν νερά
Αγάπησε ‘κείνα που μίσησα και δίπλα μου κείτονται νεκρά
Παρ’ τα, εδώ είν’ όλα αλλιώτικα κ’ αγκαλιές πιο ξένες,
Παρ’ τα μακριά

9 φεγγάρια σ’ αγάπησα
στα 40 γεμίζω την άβυσσο

…και η φωνή σου που βρικολάκιασε μέσα μου

να μ’ αγαπάς, να μ΄ αγαπάς
όσο μπορείς και όσο αντέχεις
μα αν αυτό σε κάνει να πονάς
τότε απλά να με προσέχεις…

Άκουσε τη φωνή σου και σταμάτησες; Καιρός ήταν και μου ζάλισες τον έρωτα. Πάρε τις ατάκες σου και έλα να απαγγείλουμε μαζί θεατρίνε.

Ίχνη σιωπής
Στο κορμί της ενοχής
Αφήνω ξανά
για να με βρεις
Ίχνη αγάπης
Στην ψυχή της απάτης
Θα σβήνω ψυχρά
Για να χαθείς.
Έξω βρέχει
Και ο νους μου τρέχει
Σε μέρη μακρινά
Πέρασα στην άλλη όχθη
Κάνει κρύο
Δεν είπες αντίο
Μα έφυγες ξαφνικά
Και είδα το σκοτάδι αγκαλισμένο με το φως
Ένα ψέμα
Βουτηγμένο στο αίμα
Και η αλήθεια μισή
Είδα εσένα που δήλωνες Θεός
Βουβό κλάμα
Της ψυχής σου του θάμα
Και η αγάπη νεκρή
Πέρασα στην άλλη όχθη
Ξημερώνει
Τίποτα δε σε λυτρώνει
Το δάκρυ λειψό
Και είδα τον πρώτο έρωτα να κείτεται νεκρός
Τόσοι πόνοι
Ό,τι ακόμα σε πληγώνει
Γάργαρο νερό
Είδα εμένα να λέω αληθώς
Καληνύχτα
στης αγάπης τα δίχτυα
απόψε θα σε βρω»

Μικροπωλητή της ηδονής νύσταξες. Γείρε και κοιμήσου γιατί πιο πολύ φαρμάκι θα σε σκοτώσει. Μου ‘πες το πρωί καλοκαίριασε. Ετοίμασες ήδη τα πράγματα σου. Ξεχάστηκαν οι ελπίδες σου στον ήλιο και κάηκαν. Ποτέ δεν πήραν προφυλάξεις. Ποτέ δεν τις ξανάδα τόσο κόκκινες. Να θυμηθώ να κοιτάξω στο ψυγείο αν έμεινε κανένα γιαούρτι ν’ απλώσω στην πλάτη τους ν’ αρπάξει το κάψιμο. Να διαλέξω εκείνο το ζωντανό που έληξε χτες. Απλώνεται καλύτερα. Ιδιαίτερα πάνω στον καθρέφτη. Άλλη μια εικαστική παρέμβαση στην μονότονα γκρίζα ζωή μας.]


Απόξεση μήτρας. Απόξεση ζωής.
One night stand. One life stand.

[Ακόμα να κοιμηθείς; Τι λες; Ταιριάζεις και ‘συ ψεύτικα στιχάκια; Να σ’ ακούσω λοιπόν…
«σε κοιτάζω
και τρομάζω όπως δεν τρόμαξες ποτέ στα όνειρά σου
σε θυμάμαι
να μ’ ονομάζεις ψιθυριστά αγαπημένη ξενιτιά σου
με κοιτούσες
και ρωτούσες αν λεηλατείς τα σ’ αγαπώ στα όνειρά μου
μα ξεχνούσες
πως ήμουν λάβα στο αίμα σου, μαχαίρι στην καρδία σου
με φιλούσες
δεν μιλούσες μόνο σιωπή, λες, ταιριάζει στη χαρά σου
αχ, γελούσες
και ήσουν φως μες στο ψέμα σου, σκοτάδι στη ματιά μου
σε θυμάμαι
σα με φωνάζεις συλλαβιστά μικρή γαλάζια λησμονιά σου
θα σε χάσω
χαράσσω λόγια στο στόμα σου, ρυτίδες στη σκιά σου»
Αποκοιμήθηκες; Είναι γι’ άλλους η ποίηση, όχι για μας. Το πρωί θα πεις
«Ήμαρτον!»]



Stop! Φώτα!
Βαθιά εισπνοή (από το διάφραγμα παρακαλώ) και αρχίζω
«Σκόρπισε τις λέξεις και ‘γώ γονυπετής ξωπίσω σου θα ικετεύω ξορκίζοντας ενοχές. Άπλωσε το φως, διάφανο ρούχο, ακριβό να με ντύσεις και ύστερα με γδύνεις με πληρωμένα, δανεικά «σ’ αγαπώ». Έτσι όπως είσαι. -Θεέ μου τι βλαστήμια- Μετουσιώνει την ύλη μου. Έτσι θέλω να σε ξεχνάω κάθε ξημέρωμα. Με την πλάτη γυρισμένη, τα χέρια ματωμένα από το πρώτο μου αίμα.
Το ξέρεις πως είμαι εδώ. Η πνοή σου με σφυρηλατεί. Παίρνω τη μορφή της. Μη! Μη γυρίσεις. Μη γέρνεις το κορμί σου σκιάζονται τα ψέματα μου και δεν έχουν απογαλακτιστεί ακόμα. Όρισα τις συντεταγμένες σου χωματένιε μου μα το βλέμμα σου δε χωρά σε δίστιχα. Και πώς σιχαινόσουν τους διθυράμβους. Ιαχή μου!
Δεν έμεινε άλλο αίμα στην καρδία μου να δώσει ρυθμό στο ανούσιο. Ως και τα όνειρα μου σταματήσαν να ματώνουν. Τόσο αίμα! Ξεχείλισαν οι πασχαλιές και ας μην σε σταύρωσα ακόμα. Έννοια σου και έκανα παραγγελιά αγριοτριανταφυλλιές. Ανάμεσα σε 3 ψέματα. Πισώπλατα στην μόνη σου αλήθεια θα σε σταυρώσω. Κάθε ξημέρωμα θα σκοτώνω και μια Μοίρα. Με την Άτροπο θ’ αναστηθείς. Αλλά φτωχέ μου τρελέ ο βασιλιάς σου εξόριστος πλέον θα σαρκάζει για σε τα σημεία των καιρών.
Σκόρπισε τις σιωπές. Νύχτωσε. Μήτε σήμερα σ’ έμαθα να μ’ αγαπάς. Μα απ΄ την άλλη δεν κατάφερα να με μισήσω. Ίσως έτσι τα πεπρωμένα μας να πάτσισαν έναν ήλιο ακόμα.]


Διάλειμμα!

……………………………………………….

Φώτα!

[Συγχώρα με. Μην μ’ αγαπάς απόψε. Μόνο Συγχώρα με. Μην ψάχνεις το αντικείμενο. Το χω δώσει στη σιωπή. Εκεί να το γυρέψει η συγχώρεσή σου. Μη σβήνεις τα φώτα. Άφησέ τα ανοιχτά. Άσε και το ράδιο χαμηλά να ακούω τη βροχή. Όχι. Μην έρχεσαι κοντά. Μείνε εκεί και μίλα μου. Το ξέρεις πως δεν μου μίλησες ποτέ ως τώρα; Σταμάτα να μ’ αισθάνεσαι. Σταμάτησε να είσαι άτομο. Γίνε πρόσωπο.
Μίλα μου. Σε παρακαλώ. Χόρεψέ με με τις λέξεις. Μήπως και καταλαγιάσουν για λίγο οι δικές μου….
Φλυαρείς. Δεν έμαθες ποτέ να μιλάς. Δεν έμαθες ν’ ακούς. Δεν έμαθα να μιλώ τη γλώσσα σου. Συγχώρα με.

Jean Αισθήματα για να μην τσαλακώνουν
Σικέ συνθήματα που σε τοίχους παλιώνουν
Έρωτες από καουτσούκ για μια νύχτα
Ταμπέλα που μας κρέμασαν «διαλογή: Βήτα»

Και ακόμα βρέχει….]


Κρύο. Πώς κρυώνω… Όχι ξανά. Όχι πάλι. «Θυμάμαι μέσα από σένα». Αυτό σου ‘χα πει. «Και μετά τι;» Έφυγες. Έφυγες και καθάρισε ο τόπος. Μου ‘χες γεμίσει το σπίτι λάσπες. Ξέθαβες, ξέθαβες, ξέθαβες. Τι ξέθαβες; Αέρα κοπανιστό. Άντε και μου τελειώνουν οι αυταπάτες…»
Μου ’χε υποσχεθεί να με πάει την τελευταία μέρα της άνοιξης εκδρομή στον ασημένιο κήπο. Μου ‘χε πει «Μου είπες ποτέ λόγια; Μου είπες αλήθεια ή ψέματα; Μου είπες πως ήσουν 20 χρονών. Έλεγες αλήθεια. Και δε σε πίστεψα…» Γίνεται ένας άνθρωπος να έχει παραλλαγές αναμνήσεων όπως έχει παραλλαγές ενοχών; Και σου ‘γραφα γράμματα σ’ ένα κατ’ επιλογήν παρελθόν μου.
«Και ‘κείνο το πουλάκι που ‘χες αφήσει πίσω ψόφησε. Χτες. Προχτές. Κανείς δεν μπόρεσε να πει με σιγουριά. Από τη βρώμα το καταλάβαμε. «Σκοτάδι και μη δει άνθρωπο» είχες πει. «Μη δει τροφή» κατάλαβα. Πώς το λέγανε; Κρύο; Κρύο ή κόλαση;»
Μου είπες αντίο. Νομίζω. Όλα θολώνουν. Παγωμένα κύματα με χτυπάνε κατάσαρκα επαναλαμβάνοντας «Κρύο, κρύο, κρύο…» Και ύστερα λέξεις κατάψυχα «Κόλαση, κόλαση, κόλαση…»

«Θα μεγαλώσω και ‘γω μια μέρα. Θα μεγαλώσω όπως όλα τα παιδιά. Και θα ‘μια τόσο ψηλή που όταν θα σηκώνω τα χέρια μου ψηλά στον ήλιο, θα τον πιάνω και θα τον βάζω στολίδι στα μαλλιά μου να ζηλεύουν και να σκάνε οι εχθροί μου. Και θα μάθω να καπνίζω και να πίνω. Να λέω ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος. Να τρέχω στην εθνική με την μηχανή, να τρέχω καβάλα και να με χτυπάει ο αέρας και να μου φωνάζω «Α, ρε μαλάκες, εγώ έζησα και μερικά sec».
Εγώ το ‘λεγα από μικρή πως θα μεγαλώσω. Μα δεν γιόρτασα γενέθλια. Δεν μεγάλωσα ποτέ για τον απλούστατο λόγο πως δεν γεννήθηκα. Αυτός που δεν πρόλαβα να φωνάξω «πατέρα» και να μ’ αποκριθεί είπε πως εκείνος για τον πατέρα του ήταν μονάχα 5 λεπτά ευχαρίστησης και γιατί δεν τον έριξαν. Δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα να ρίξουν εκείνον. Δεν μπόρεσε. Και έτσι ‘ρίξαν εμένα.]

Πρέπει να φύγω από εδώ. Τι μου ‘φταις και συ και σε ταλαιπωρώ; Πρέπει να φύγω. Τρελαίνομαι ή πεθαίνω; Γίνονται ταυτόχρονα ή κάποιο θα με προλάβει πρώτο; Μα μου ‘χανε ταμένο 1 μέλλον, πτυχία, οικογένεια, ευτυχία, ζαχαρωμένους συμβιβασμούς. Πρέπει να προσπαθήσω να σηκωθώ.
Δεν μπορώ γαμώτο. Με πλάκωσαν όλα. Και είμαι ασήκωτη. Όχι μ’ είχε σηκώσει ένας και με είχε γυρίσει ανάποδα και δεν πάταγα στη γη και δεν μπορούσα να τον γραπώσω, να νιώσω κάπου στέρεη και νόμιζα πως πέταγα μ’ έναν τρόπο αλλιώτικο, παράταιρο, δικό μου όπως όταν κάνεις ανάσκελα βουτιά μ’ ανοιχτά τα μάτια και κοιτάς τον ουρανό, μέσα από την θάλασσα. Και ‘γω γελούσα, γελούσα και φώναζα να μ’ αφήσει κάτω και η κοπελιά του γέλαγε και αυτή ώσπου…
Συγνώμη… Ξέρασα. Τι βρίσκω και ξερνάω κάθε φορά. Μη με κοιτάς έτσι . Δεν είμαι για λύπηση. Για σκότωμα είμαι. Με σιχαίνεσαι μα με καθαρίζεις.
Πονάω. Βουλιάζω. Με χάνω. Πιο πολύ. Πιο ‘κει…

[Όλα μπορώ να τα ανεχτώ. Όλα. Εκτός από την αδιαφορία. Βρίσε με. Πες μου «Παράτα με». Μόνο μην αδιαφορείς. Μίλα μου. Μίλησέ μου έστω και αν είναι μόνο για να μου πεις πως δεν θες να μου ξαναμιλήσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: