Τρίτη, Σεπτεμβρίου 30, 2008

noms sans personnes


H BPOXH

(Νύχτα πρώτη)


Τρεις και τέταρτο, βρέχει. Μια πόλη βροχή, μια πόλη σιωπή, μέσα κι έξω απ' τα σπίτια.... Χιλιάδες δρόμοι τρέχουν με διακόσια... άναρχο δίχτυ φωτός... κι έρωτες στάζουν απ' τα κεραμίδια, στάλα - στάλα...... συνωστίζονται στους υπονόμους, κοκκινίζουν τη θάλασσα.

Είναι αυτή η στιγμή...... που τα ψέματα τελειώνουν... και πρόσωπα ανέκφραστα βουλιάζουν σ' ακίνητες λίμνες... είναι τούτη δω η νύχτα... η μοναξιά..... Η μοναξιά τρώει τους ανθρώπους σαράκι... Κι είναι μερικοί που γυρίζουν.... λίγοι..... μα το βλέμμα τους χαμένο.... σα να έμειναν για πάντα σε μια νύχτα σαν κι αυτή... τί να πω, τί άλλο να πω.....

Βρεγμένα πεζοδρόμια, άσκοπα βήματα...... Κάποιοι κοιμούνται κάποιοι ξενυχτάνε... Τηλεοράσεις να πάλλονται σε ρυθμούς υπνωτικούς. Κι η αλήθεια τους λάστιχο, να μεγαλώνει να μικραίνει, καταπώς βολεύει, να χωράει στις ειδήσεις των οχτώμισυ...

Τρεις και είκοσι, βρέχει. Μια πόλη σιωπή, μια πόλη βροχή. Συχώρα με που δε σου τραγουδάω απόψε, δεν κάνω κέφι... μόνο βαδίζω αργά σε μουσκεμένους δρόμους... κι αναπολώ τις επιθυμίες που οριοθετήσαμε, τα όνειρα που περιγράψαμε με τόσο καθαρές λέξεις, και δαγκώνομαι... για το χρόνο το χαμένο που θα 'ρθει....

Τρεισήμισι..... Δεν νοιάζομαι πια αν θα καταλάβεις. Αν θα τρέξεις μακριά. Έτσι κι αλλιώς δεν ήσουν ποτέ εδώ. Τη διαμαρτυρία και το γιατί βέλος στο φεγγάρι - ξέρεις να σημαδεύεις...... Τον φόβο τον γνωρίσαμε, έτσι δεν είναι; Απ' την καλή κι απ' την ανάποδη.... Και την απελπισία.... από πρώτο χέρι..... Φύγε Ιωάννα... φύγε όσο είναι καιρός..... μαζί με τη βροχή.... και μη γυρίσεις.... μη γυρίσεις ποτέ..... Σου λέω δεν αξίζει τον κόπο... Άσε με να πέφτω στη γη... ξανά και ξανά..... όπως έκανα πάντα.... δεν έχω άλλα περιθώρια....

Είναι αυτή η στιγμή...... το τέλος της αγάπης μου λες, το τέλος της αγάπης..... Μα αυτό το τέλος δεν είναι μια στιγμή, ποτέ δεν ήταν.... Σιωπές είναι που όλο και μεγαλώνουν καθώς περνούν τα χρόνια..... Φωτιά ..... υγρό πυρ...... να πέσει σ' αγάπες, πίστεις, κοσμοθεωρίες..... μόνο λέξεις...... λέξεις αστέρια......... που τις θυμάσαι μια φορά για πάντα..... Τις φορτώνεσαι και πας.

Τέσσερις κι ακόμα βρέχει. Ο δρόμος της βροχής είναι ένας. Ένας και μοναδικός. Και δεν χωράει μουσικές τραγούδια και γιορτές. Δεν εξευμενίζεται. Δεν απαιτεί θυσίες. Απόλυτος όσο καμιά ιδεολογία. Κι ελεύθερος, πιότερο κι απ' τη σκέψη...

Ένα - ένα..... σ' έναν κύκλο τέλειο.... βήματα στο σκοτάδι.... σαν αυτό να είναι ολόκληρη η ζωή... Να ζητάς νερό και να σου δίνουν λάβαρα να κρατάς.......υπολογιστές αντί για άνοιξη.... και μπόλικες υποσχέσεις.

Μα αυτή τη στιγμή..... χρειάζομαι τη μουσική..... σ' έναν άλλο κόσμο..... πίσω απ΄ τη βροχή...... πανάρχαιες μελωδίες να καλπάσουν πίσω από ποιητικές. Αγχωμένα όνειρα ξένα και έμμονες ιδέες να σταματήσουν..... κι όλοι μου οι έρωτες να παρελάσουν...... Μα απόψε είμαι χαμένος σε μια δικαιοσύνη χωρίς νόμους..... χαμένος σε μια δικαιοσύνη χωρίς νόμους... χωρίς εναλλακτικές λύσεις, σε έναν παράλογο λαβύρινθο θανάτου......

Τι να πω, τι άλλο να πω... Ένα τραγούδι σφυρίζει στο κεφάλι μου... κάτι μισά στιχάκια σκαλώνουν στο λαιμό μου. Μισά σαν αλήθειες. Και μακρινά.... τόσο μακρινά, που λες πως έρχονται από ένα άλλο παρελθόν όχι δικό μου... δεν αναγνωρίζω τις λέξεις... δεν είναι δικές μου, δεν είναι δικές μου.

Κερκόπορτες είναι και φοβάμαι Προσπαθώ να χαμογελάσω πίσω από τοίχους που υψώνω άθελά μου ... Οι ώρες περνάνε. Η βροχή στον ίδιο ρυθμό. Καμιά φορά προσπαθώ να θυμηθώ όλα αυτά που έψαξα. Τις απαντήσεις που έδωσα, τις νέες ερωτήσεις μου. Όλους τους δρόμους που πήρα και τώρα καθορίζουν τα ναι και τα όχι μου. Μα δεν μπορώ. Δεν ξέρω γιατί. Ούτε λογικοί ειρμοί, ούτε αιτίες ή συμπεράσματα. Δεν έχω το κουράγιο να στο εξηγήσω, κι ούτε ξέρω πώς. Αυτά μόνο έμειναν, τα ναι και τα όχι μου, κάθετα σαν βράχοι στη μέση μονότονων τοπίων.

Πέντε παρά, και γυρίζω σε σένα χωρίς να το θέλω. Εσύ ζητάς αλήθειες - πού να τις βρω; Δεν έχω, ποτέ δεν είχα. Μόνο λίγο φως, μόνο λίγο.... Να ζητάς το φως όπου κι αν βρίσκεται, γιατί τίποτα δεν κόστισε ποτέ τόσο πολύ. Σε τούτα τα σκοτάδια... δεν μπορώ να σε δω, κι όσο κι αν προσπαθώ, η μορφή σου ξεφεύγει. Μα το ξέρω καλά πως είσαι εκεί... Υφαίνεις το άπειρο και το χτίζεις σε λέξεις και το λάθος το ξέρεις... Αναπνέεις τις ώρες, γεμίζεις με γκράφιτι τους τοίχους της πόλης, συνθήματα που προκαλούν ή κοροϊδεύουν.

Ήθελα μια φορά να σου πω πως σ' αγαπώ, απλά και σκέτα, χωρίς συνέπειες και εξηγήσεις. Χωρίς επαγωγικές λογικές, χωρίς προσπάθεια να ταιριάξω το όνειρο σ' αυτούς τους δρόμους που τρέχουν με διακόσια...

Ας είναι ο έρωτας η τελευταία σημαία που ύψωσα....

Χαράζει......σ' όλους τους τόνους του γκρίζου. Όχι άσπρο ή μαύρο. Αυτά είναι για σένα Ιωάννα. Μη μου μιλήσεις. Προς θεού, μη μου πεις τίποτα.... Η βροχή μας πάει... Εκείνη ξέρει καλύτερα. Μα κι αν κάνει λάθος δεν πειράζει, ας χαθούμε μαζί της.

Ίχνη σιωπής θ' αφήνω ξανά για να με βρεις...


ΣΙΩΠΗ

(Παραλλαγή για τρεις φωνές κι ένα κορμί)


ίχνη σιωπής
στο κορμί της ενοχής
αφήνω ξανά για να με βρεις

Σταμάτησε κάποια στιγμή η βροχή και σ’ είδαν να υποστέλλεις σημαίες στις Νέες Χώρες. Ξανάπιασε πάλι βροχή, παραπατούσες, λένε, σέρνοντας εμβλήματα πολέμων και παντού υγρασία για να τα κάψεις. Σπασμένοι ωκεανοί και χάθηκαν οι βυζαντινοί στην πορφύρα για να μας δείξουν πώς να τους κάνουμε υγρό πυρ. Υγρό πυρ να στεγνώσει να φωτίσει τα σκοτάδια μας. Αλλά οι άγγελοι έχουν χρόνια να κλάψουν εδώ για να το κλέψουμε απ’ τα μάτια τους.

ίχνη αγάπης
στην ψυχή της απάτης
θα σβήνω ψυχρά για να χαθείς

Απέλυσα τους ιχνηλάτες μου. Τώρα θέλω να χαθώ εγώ και ίσως με βρω σε τόπους, που δεν έχω σεργιανίσει. Σπάστε τις πυξίδες. Κρύψτε τ’ αστέρια, πάρτε το πιστοποιητικό γεννήσεως. Κρύψε με γύμνια μου σαν ‘ρθουν να με ζητήσουν. Μου δώσαν 40 φεγγάρια να γεμίσω την άβυσσο. 40 φεγγάρια ν’ αλλάξω παράδεισο. Ποτέ δεν ήταν αρκετά. Ποτέ. Και ο χρόνος κυλά απειλητικά.

Έξω βρέχει
και ο νους μου τρέχει
σε μέρη μακρινά


ΠΕΡΑΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΟΧΘΗ

Δεν ορίζω πια τις λέξεις μου. Και κείνες… Σκύλες! Δεν πεινάνε, δε διψάνε για μένα πια, να μετρηθούμε σε μαρμαρένια αλώνια. Νίκησαν, τα σύνορα καταπατούνται. Πώς μοιράζεται ένα κορμί στις αυτοκρατορίες της Ιστορίας με το δικό μου όνομα; Πώς κατακερματίζεται ένας άνθρωπος που δεν έγινε Θεός ;

Κάνει κρύο
δεν είπες αντίο
Μα έφυγες ξαφνικά


ΚΑΙ ΕΙΔΑ ΣΚΟΤΑΔΙ ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΕΝΟ ΜΕ ΤΟ ΦΩΣ

Σώπασαν οι ερωτήσεις, λιποτάκτησαν όπως όλα. Περιμένω τη βροχή και το χρόνο να ξεθωριάσουν το χάρτη, τον άνεμο να εξαφανίσει τα σημάδια μου. Πάντα θα νυχτώνει έξω από μια πόρτα παραδείσου. Αργήσαμε πάλι. Πεζοπόροι σε δρόμους ανύπαρκτους. Χαμένοι σε ψευδαισθήσεις. Άργησα. Τα κορμιά που πατάω να προχωρήσω δεν τα ορίζω για δικά μου.

Ένα ψέμα
βουτηγμένο στο αίμα
και η αλήθεια μισή


ΕΙΔΑ ΕΣΕΝΑ ΠΟΥ ΔΗΛΩΝΕΣ ΘΕΟΣ

Έστησα σταυρούς σήμερα, να κάνω θεούς ανθρώπους με το ζόρι. Πώς κατάντησα έτσι; Κάποτε έκανα ανθρώπους τους Θεούς. Ποιος άνθρωπος μ’ έμαθε ότι ο τέλειος Γολγοθάς είναι καλύτερος από έναν Όλυμπο γεμάτο ανθρώπινες αδυναμίες και πάθη; Βάζω σημεία στους δρόμους, βωμούς στον άγνωστο άνθρωπο. Με κούρασαν οι θεοί δεν βρήκα τον άνθρωπο. Ακόμα και ο Διογένης θαρρώ κουράστηκε να ψάχνει. Αν σε φωνάξω Διογένη θα γυρίσεις;

Βουβό κλάμα
της ψυχής σου το θάμα
και η αγάπη νεκρή


ΠΕΡΑΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΟΧΘΗ

Πέρασαν οι μυροφόρες. Πέρασαν και οι τυμβωρύχοι. Μονάχα εγώ δεν πέρασα. Μονάχα εγώ. Σαν αρρώστια που δεν βρήκε ακόμα γιατρικό. Και ο χρόνος περνά. Τέλειωσε όλη η άμμος της γης. Κουράστηκε να πέφτει στις κλεψύδρες των τρελών.

ξημερώνει
τίποτα δε σε λυτρώνει
το δάκρυ λειψό

ΚΑΙ ΕΙΔΑ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΕΡΩΤΑ ΝΑ ΚΕΙΤΕΤΑΙ ΝΕΚΡΟΣ

Μ’ αρέσει η σιωπή και ας μη με δέχτηκε ποτέ σαν κομμάτι της. Πάλι μ’ εξοστρακίζει. Πες μου που είναι οι λέξεις μου να πάρω πίσω την φωνή μου πριν ξεμάθω να είμαι βάρβαρη. βαρ βαρ βαρ. Λες να είναι η σιωπή η τελειοποίηση της έκφρασης; Τηλεπαθητικοί σε έναν κόσμο που δεν θέλω να προλάβω να ζήσω. Μ’ αρέσει η ατέλειά του. Χιλιάδες ατέλειες αδέσποτες να στοιχειώνουν τις νύχτες.

Τόσοι πόνοι
ό,τι ακόμα σε πληγώνει
γάργαρο νερό

ΕΙΔΑ ΕΜΕΝΑ ΝΑ ΛΕΩ ΑΛΗΘΩΣ

Λέξεις δανεικές. Λέξεις ξένες. Ξέμαθε ο μαρκαδόρος μου και δε με γνωρίζει πια. Κόλλες λευκές. Τα βλέπουν για άσπρες σημαίες και κραυγάζουν «παράδοση». Έρχεται η νύχτα και δεν μου ‘δειξες την πόλη.

Ένα άδειο χαρτί έμεινε μόνο. Ένα λευκό εισιτήριο αχτύπητο ακόμα.

καληνύχτα
στης αγάπης τα δίχτυα
απόψε θα σε βρω


παραλήπτης άγνωστος. στοιχεία ελλιπή.


please try again. the system failed


Υ.Γ. Αν σε φωνάξω Αλέξη θα μου αποκρίνεσαι;



ΣΤΟ ΠΟΥΚΕΤ

(Νύχτα δεύτερη)

Είμαι εδώ. Μια ώρα απ’ τον ισημερινό. Νυχτερινή ζεστή βροχή. Πήρα τα mail σου στην Μπανγκόκ και πριν από λίγο στο Πουκέτ. Τόσες θάλασσες μακριά. Η αινιγματική σιωπή της Ανατολής. Αραιός καπνός πάνω απ’ τις υπαίθριες αγορές. Μου λες για την Μάντ και κάνεις υποθέσεις. Τι γυρεύω εδώ κάτω. Κρατάω το “see you soon. period.” Το “period” κρατάω. Σου ξέφυγε. Και θέλω να θυμάμαι.

Για μια στιγμή. Είπα να ξεφύγω. Όχι άλλους γκρεμούς. Αλλά μια χίμαιρα αντί για άλλη. Δε γίνεται. Εγώ που λέω πως όλα νικιούνται απ’ τον καιρό. Δεν ξέρω τίποτα. Κινέζοι μετανάστες. Στη γιορτή των φυτών. Τρυπάν τα μάγουλά τους με σπαθιά. Τσεκούρια, κι ότι άλλο φανταστείς. Στην αρχή τρόμος. Και ύστερα – πάλι – σιωπή.

Έφτασα πάνω στην εποχή των βροχών. Την προτιμώ. Γεμάτα φιλμ φωτογραφίες που δεν θα εμφανίσω ποτέ.

Ζητάς να χαθείς. Με τον ίδιο τρόπο, άραγε; Όχι. Ή μάλλον ναι, τον ίδιο. Ένα χέρι. Προέκταση της καρδιάς. Τα 40 σου φεγγάρια. Οι 100 μου νύχτες. Και μία απόψε. Κι όλες βροχερές. Πώς τυχαίνει.

Περνάς το ποτάμι. Νομοτέλεια της νιότης σου. Μια φορά για πάντα, λες. Πώς χωράει τόση απολυτότητα σε μια πρόταση. Από τη μία λέω μακριά μου, χαμόγελα και ροζ ζωή. Και να μου στέλνεις κάρτες Χριστούγεννα και Πάσχα. Και φωτογραφίες των παιδιών. Κι από την άλλη, κοντά μου κι ας είναι μόνο ένα φευγαλέο ψέμα.

Σ’ έκανα συμπαίχτη σ’ ένα απ’ τα τρελά παιχνίδια που σκαρώνω καμιά φορά. Μες στο μυαλό μου. Δεν φταις. Η νομοτέλεια της μοναξιάς μου.

Γυρνάς και μου δείχνεις τις στάχτες. Τι είναι. Σημάδι πως δεν υπάρχει όνειρο. Η μήπως αύριο δεν υπάρχει. Το ξέρω. Γι αυτό το ζήτησα. Σα μικρό παιδί. Που καμώνεται το Θεό. Που λέει πως ο κόσμος του ανήκει, ενώ ξέρει πως δεν θα τον έχει ποτέ.

Μη με ρωτάς για τη σιωπή. Όλα αυτά τα χρόνια. Λόγια που ανταλλάξαμε σ’ αυτούς τους δρόμους που τρέχουν με διακόσια. Τα σημαντικά είναι αυτά που δεν είπαμε. Κι ίσως να μην πούμε ποτέ. Γιατί οι λέξεις είναι τόσο λίγες. Και το ξέρουμε. Ευτυχώς.

Παράτησα την προσπάθεια. Δεν θα σκεφτώ άλλο. Τι χρώμα να βάλω στην Άβυσσο. Κι αυτό το παιχνίδι λέω να το κόψω. Από μένα ζητάνε ορθολογισμό. Και μόνο.

Όχι, την πόλη δεν στην έδειξα. Μα ανάθεμα κι αν ξέρω ποια είναι. Και χρειάζονται δύο. Έτσι κι αλλιώς δε μπορώ να στη δείξω από φωτογραφίες. Που δεν τις εμφανίζω κιόλας.

Ο Ινδικός τη νύχτα είναι η πιο σκοτεινή θάλασσα που έχω δει ποτέ. Τα χέρια στις τσέπες. Πες μου. Τι ήταν αυτό. Που τώρα ακόμα γυρνάω. Πες μου. Πες μου. Η ίδια γνωστή απελπισία. Όχι. Από τότε πέρασα – κι εγώ – πολλά ποτάμια. Η μοναξιά. Όχι. Γιατί πάντα ήταν. Και κατά τα φαινόμενα πάντα θα ναι. Τότε λοιπόν τι να ’ταν. Τι είναι.

Απεταξάμην. Απεταξάμην τις βροχές τα τραγούδια που μιλάν για... Μικρός είχα ένα όνειρο. Χοντρός φαλακρός μουστάκι και γυαλιά. Το μουστάκι δε μου πετυχαίνει. Πού θα πάει.

Μωρό μου. Μωράκι μου. Γλυκό μου κοριτσάκι. Τα φτερά μου έχουν σπάσει. Έλα απόψε. Σου έχω το πιο γλυκό τραγούδι του κόσμου. Ένα παλιό Κέλτικο. Στο χω πει πολλές φορές. Αλλά χωρίς να σου δώσω να καταλάβεις. Πόσο σημαντικό μου είναι. Ένα σου χαμόγελο. Κι ας είναι έτσι : ) ή μια αστεία φατσούλα. Μικρό μου. Σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις. Τι θα ήμουν αν δεν υπήρχες. Κι αυτή τη φορά. Δεν σε αφήνω να μιλήσεις. Δε βλέπω φωτιές εγώ. Πουθενά. Μονάχα θάλασσα. Γλυκιά μου. Δε με νοιάζει. Κι ας είναι όλα εδώ μέσα. Μη μου δείχνεις φωτιές λοιπόν. Αυτήν τη ζεστασιά. Δε θέλω να ξεχάσω. Κι ας κάνει 720 χιλιόμετρα για να ρθει.

Αυτό το τραγούδι. Μου φέρνει δάκρια στα μάτια. Αλλά εσένα δεν θα σ’ αφήσω. Φοβάμαι μη μου σπάσεις. Εγώ αντέχω. Το ξέρω καλά. Ανυπομονώ να γυρίσω. Στην Αθήνα. Έστω. Καλή η ανατολή αλλά η μέρα καλύτερη. Το πιο φωτεινό αύριο είναι εκεί και περιμένει. Αστεράκι μου. Τίποτα δεν τελειώνει προτού αρχίσει. Σαν ένας που πνίγεται αρπάζομαι. Από μία λέξη. Μία και μόνη λέξη. Η νομοτέλεια του ζω. Σε ενεστώτα.

Ματάκια μου. Μην το κάνεις. Αρκετές σκιές πολέμησα. Και ανεμόμυλους. Η τρίτη φωνή λοιπόν ας πάψει. Έτσι κι αλλιώς δε μπορώ ν’ ακούσω. Μόνο αυτό το τραγούδι. Το παλιό Κέλτικο. Τη δεύτερη φωνή λαχτάρισα. Αλλά φοβάμαι μην τυχόν και την ακούσω μια φορά στ’ αλήθεια. Και τότε. Λέξεις αστέρια. Καταπέλτες. Ορθολογισμός συντρίμια. Και νέες εκστρατείες στη χώρα του απόλυτου ήλιου. Γι αυτό λοιπόν. Φωνή σε πρώτο πρόσωπο. Κι αυτή σαν παραλήρημα. Σαν παλιό Κέλτικο τραγούδι γεμάτο αλκοόλ.

Και θα μου πεις πως δεν καταλαβαίνω. Πως δεν υπάρχει χρόνος ούτε χώρα. Θα μου πεις χίλια αλλά. Και άλλους τόσους λόγους και αιτίες. Για το Θεό. Τα ξέρω όλα αυτά. Αλλά τι βγαίνει. Δε μπορώ να σταματήσω. Θα πέφτω ρυθμικά στη γη. Σαν τη βροχή.

Συχώρα με Ιωάννα. Που κλέβω τ’ όνομά σου. Πες ότι ήταν το πρώτο. Που βρήκα μπροστά μου.

Μην πανικοβληθείς καρδούλα μου. Είναι σκληρό και επικίνδυνο. Κι αφορά μόνο εμένα. Στο τέλος τέλος. Αύριο πρωί θα είμαι στο Τσιάνγκ Μάι.


Σταμάτησα από το pet shop της γειτονιάς μας. Αγόρασα μερικά από τα καρχαριάκια, που μ’ αρέσουν να τα ρίξω στους ωκεανούς σου να συλήσουν τα κτερίσματα των παλιών σου αγαπημένων. Απέραντο το αίμα σου μικρέ μου πρίγκηπα. Είχαν 6 μέρες να τα ταίσουν. Εμφανίστηκα όπως είχαμε συμφωνήσει την έβδομη, υπέγραψα με την πιστωτική σου ως αλεπού και χάθηκα. Ακόμα να μ’ εξημερώσεις. Πάντα ανόητος όπως όλοι οι άντρες.

Σε κοιτάω να πέφτεις και αναρωτιέμαι αν ακόμα με φοβάσαι. Θυμάσαι που ξομολογιόσουν ξημερώματα πιωμένος πως ακόμα με φοβάσαι;

Πρόσεχε! Πρόσεχε που ακουμπάει η σκέψη σου και έχω γεμίσει τα μονοπάτια σου ξόβεργες. Γίνεσαι βροχή, θα γίνομαι ομίχλη να καθηλώνω τ’ αεροπλάνα σου. Δεν έχεις να πας πουθενά. Έφερα το λεξόραμα να παίξουμε. Επιτρέπονται μόνο οι λέξεις ταμπού. Λες δε μ’ αντίκρισες ποτέ και όμως εγώ σε βλέπω πίσω από έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή να μετράς το χτες σε σύστημα δυαδικό. Κοίτα με, δεν υπάρχει τίποτα πιο ελεύθερο από κάποιον που δεν του ‘μεινε τίποτα πια να χάσει. Πάρε τα καλοκαίρια μου και κοίτα πως σκίζουν ποτάμια στη μέση να περάσουν απέναντι. Μικρή τρελή, παλιά αγαπημένη.

Άφησε τα ακαταλαβίστικα προγράμματά σου και έλα να την κάνουμε κοπάνα τώρα που ‘ναι καλοκαίρι. Ξέρεις... δεν έκανα ποτέ : )

Τσιγάρα, καπνός, φτηνό αλκοόλ. Περνώ τα ποτάμια σου. Γιατί μπορώ να γίνω τα ποτάμια σου. Μπορώ να γίνω εσύ. Ο φόβος σου. Η αγρύπνια σου. Ποτέ όμως η λύτρωση. Ναρκωτικά, αυτοκτονίες, καθυστέρηση. Βουτάω στους Ινδικούς Ωκεανούς, όταν τελειώσεις τα ταξίδια θα είμαι εκεί χαρτί για να γράψεις, ανάσα να σου κλέψει τις λέξεις. Ξύλο, πουτάνες, ψυχιατρική κλινική «Η Γαλήνη». Μικρέ μου Πρίγκηπα, αν γίνω το μαύρο σου ρόδο θα ξεχωρίσεις ποια είναι η αλήθεια και ποιο είναι το ψέμα; Αυτόφωρο, έκτρωση, δολοφονία. Αν... αν ανακαλύψεις πως φυτρώνουν και αλλού μαύρα τριαντάφυλλα και καταφέρω να σε πείσω πως όλα είμαι εγώ θα ξεχωρίσεις τι από όλα αυτά είναι δικό μου και τι είναι δανεικό; Κόντρες, σπασμένα τζάμια, έρωτας με προφυλάξεις. Δε με νοιώθεις ν’ αναπνέω στο λαιμό σου και να σου ψιθυρίζω ονόματα ν’ αντιστοιχίσεις ζωές; Και ο Κύριος σε λίγο παίρνει ζωές και γραπτά. Madness, Alexhs, *Pink, Iwanna, Annoula, Spyros, Gatoulinos, Anastasia, The Crow... Παντρεμένη, χωρισμός, κέρατο. Περισσότερες της μιας απαντήσεις είναι σωστές. «Δεν είναι μπουγάδα τα σώψυχά μου να τ’ απλώσω στην ταράτσα» έκανε γκράφιτι ένα διαβολάκι στη ρεσεψιόν του Άγιου Πέτρου.

Αντέχεις να πετάει ο άλλος ένα πεντοχίλιαρο και ν’ αγοράζει τη ζωή σου; Ανέβηκε τόσο ο πληθωρισμός; Κάποτε πούλησαν Θεούς για 30 αργύρια! Αλλά και πάλι που να βρεις συκιές να κρεμαστείς με ένα πεντοχίλιαρο; Μονολογώ. Θα μέθυσα με το αίμα που κοινωνάω ξανά. Ποτέ δεν κατάλαβα πως το κρασί γίνεται σώμα και αίμα... το αίμα ξέρω καλά πως σε μεθάει... Εμμονές που δεν λέω ν’ αφήσω.

Σ’ έχω πάρει τηλέφωνο, το ξέρεις; Και λείπαν όλοι. Όπως πάντα. Μια αλήθεια δικιά μου, δώρο. Συνεχίζω. Βιασμός, αποβολές, οργασμός. Κόντεψα να τρακάρω με μια νταλίκα. Έπαιρνα τη στροφή αφηρημένη κοιτώντας την επιγραφή της: «Εκκολαπτήρια σιωπής». Φεύγω, αγαπάω, θέλω. Λιγότερα km μακριά. Δε γούσταρε λεωφορεία να ‘ρχεται. Ήθελε αεροπορικώς ή με BMW. Και δεν τσουλάει ο έρωτας σε ρόδες δανεικές. Ευτυχία, μοναξιά, πάλη. «Σ’ αγαπάω αλλά δεν τ’ αντέχω». Άνευ period. Δικής του. Η δικιά μου period κανονικά. Να μάθεις να μην αφήνεις εκκρεμότητες πίσω.

Όλα δανεικά είναι ζαβολιάρη που κοιτάζεις κιόλας τις απαντήσεις στο λυσσάρι.

Κανιβαλίζω ζωές μπας και βρω ή ξεφύγω απ’ τη δική μου. Δεν το χω βρει ακόμα. Δεν έχω να σου δώσω τραγούδια. Μόνο κλαρίνα και πλαστικές καρέκλες μέσα στο ποτάμι να παγώνουν τα πόδια σου και να κάνεις μπουρμπουλήθρες στο μπουκάλι με τ’ αναψυκτικό απολαμβάνοντας τον ήλιο. Αρνούμαι να μεγαλώσω όσο και αν με τραβάει από την κοτσίδα ο χρόνος. Μου την ξεχειλώνει κάθε μέρα. Δε με τράβαγε από τα πόδια εναλλάξ να ψήλωνα λιγάκι η μοντέλα;

Oops! Ξεχάστηκα. Φέρτε πατρόν. Να κόψω και να ράψω τη σοβαρότητά μου ξανά. Πήρες την Ανατολή. Θα πάρω τη Δύση. Πήρα τα ξύλινα σπαθιά και το καπέλο από εφημερίδα και πάω να πολιορκήσω τα Βατικανό του κόσμου. Θα σε βρω στα Βαλκάνια, στις όχθες του Αχέροντα, να ξεπροβοδίζουμε τους νεκρούς μας βάζοντάς τους ταληράκια στο στόμα. Θεέ μου πόσο γουστάρω που μου δωσες αυτό το φως να με δείχνεις καθώς με γδύνουν σε δανεικά κρεβάτια, τους ασφαλτοστρωμένους κατσικόδρομους να την βλέπω ράλι Ακρόπολις, αυτήν την παράδοση που όταν οι άλλοι δίνουν τυποποιημένα σοκολατάκια σε σχήμα καρδούλας και γιορτάζουν έναν παπά που πάντρευε στα μουλωχτά εγώ κρεμιέμαι στα καμπαναριά της θάλασσας και χτυπάω τις καμπάνες για τους άσωτους όλου του κόσμου και οι μόσχοι οι σιτευτοί είναι ήδη πανηγυρικώς σφαγμένοι ενώ οι σώφρονες κάνουν δίαιτα. Μην ανησυχείς μωρό μου. Εσένα δεν θα σε σφάξουν. Τους έχω πει τον μόσχο τον σιτευτό με τα γυαλιά την καράφλα και άνευ μουστακίου να τον αφήσουν απείραχτο.

Χαμογέλα μου. Πως το λέει το τραγούδι... «γέλα μου, όπως και χτες, γέλα μου στα μάτια σου δεν θέλω άλλα δάκρυα»; Ούτε φουρτούνες θέλω, δεν σ’ απειλώ. Δε σε φοβάμαι. Έλα να σε κεράσω μπεκρή μέσα στην καρδιά μου, που την λέγαν αγκινάρα. Αλλάζω πρόσωπα συνεχώς. Θα μπορούσα να πέσω πάνω σου στο δρόμο, να σε πατήσω αδέξια, και να με ξεχάσεις πριν καν προλάβω να χαθώ στη στροφή του δρόμου και να μην καταλάβεις ποτέ πως ήμουν εγώ. Και όμως σε συναντώ πάντα μικρέ μου οδοιπόρε στα σταυροδρόμια του κόσμου. Δε διάλεξα να σε λέω Αλέξη, μουλιασμένε dreamer in crisis. Διάλεξα να μου δείχνεις πόσο μικρή και ανόητη είμαι καθώς θα σμιλεύεις με λέξεις στην πέτρα των δύο διαστάσεων τα κορμιά που πλάγιασες, τους δαίμονες που σε κρατάνε άγρυπνο τις νύχτες, τ’ ανομολόγητα που σε κάνουν να πετάγεσαι ιδρωμένος το βράδυ.


One night stand. One life stand


"GEIA! ME LENE AMANDA. TI PAIZETAI EDW PERA?"







Ο ΜΥΑΝΘΟΣ

Ο μύανθος ή ποντικολούλουδο όπως είναι ευρύτερα γνωστός, είναι ένα μικρό λουλουδάκι με λεπτό ίσιο μίσχο και πέντε ή επτά πέταλα λευκού χρώματος. Εικάζεται πως το όνομά του το οφείλει στο σχήμα των πετάλων του που μοιάζουν με δόντια τρωκτικού.

Εξαιρετικά σπάνιο λουλούδι, φύεται σε υγρά και σκιερά μέρη. Μπορεί να το συναντήσει κανείς δίπλα σε νεκροταφεία, κάτω από γέφυρες και καμιά φορά στον ακάλυπτο χώρο πολυκατοικιών που δεν φωτίζονται πολύ από τον ήλιο. Ίσως μια άλλη εξήγηση για το όνομά του να είναι ότι ζει στα ίδια μέρη που ζουν τα τρωκτικά.

Στην αρχαιότητα πιστευόταν πως το άρωμά του είχε μαγικές ιδιότητες. Λέγεται μάλιστα πως αν κανείς έτρωγε γλυκό που είχε φτιάξει μια γυναίκα από μύανθο, δεν μπορούσε να την ξεχάσει ποτέ. Ακόμα και σήμερα σε κάποιες περιοχές της πατρίδας μας πιστεύεται πως αν μια γυναίκα δώσει μύανθο στον άντρα που την ενδιαφέρει, τότε αυτός θα γυρίσει κοντά της.

Οι αποικίες του είναι πολύ μικρές, σπάνια θα συναντήσει κανείς παραπάνω από δύο μύανθους στον ίδιο χώρο. Το συνηθέστερο είναι ένας μύανθος σε ακτίνα αρκετών χιλιομέτρων.

Όπως όλα τα αγριολούλουδα, ο μύανθος είναι ανθεκτικός στις καιρικές συνθήκες. Έχουν βρεθεί μύανθοι σε θερμοκρασίες πολύ χαμηλές, καθώς επίσης και σε υψηλές, παρόλο που δεν αντέχει πολύ στην απευθείας έκθεση στο ηλιακό φως.

Η περίοδος αναπαραγωγής του σε αντίθεση με τα περισσότερα λουλούδια είναι το φθινόπωρο. Παρόλο που η όψη του δεν είναι εντυπωσιακή, δεν διαθέτει δηλαδή έντονα χρώματα ή μεγάλα πέταλα φαίνεται πως τα έντομα το προτιμούν. Ίσως να είναι το άρωμά του, αλλά επειδή το άρωμά του είναι ανεπαίσθητο, αυτή η άποψη ελέγχεται ως ανακριβής.

Ένα άλλο παράδοξο είναι ότι συγγενεύει με το μαύρο τριαντάφυλλο. Παρόλο που είναι τελείως διαφορετικά τόσο στην όψη όσο και στις συνήθειες, θεωρείται πως μεγάλα τμήματα του γενετικού τους κώδικα είναι τα ίδια. Κι αυτό αποτελεί ένα σοβαρό σημείο σύγκρουσης των βοτανολόγων. Υπάρχουν οι μεν που υποστηρίζουν πως η σπανιότητα και των δύο είναι αυτό που τα κάνει παρόμοια, ενώ οι άλλοι λένε πως οι ελάχιστες διαφορές που έχουν είναι τελικά τόσο έντονες ώστε να τα διαφοροποιούν πλήρως. Υπάρχει και μια τρίτη άποψη που επιχειρεί να συγκεράσει τις δύο προηγούμενες λέγοντας πως στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένα νόημα να εξεταστούν οι διαφορές τους αφού έτσι κι αλλιώς είναι αφάνταστα δύσκολο να τα βρει κανείς ώστε να τις παρατηρήσει.

Ένα χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ψυχολογίας είναι η σχεδόν μανιώδης αναζήτηση του σπάνιου. Αυτή η αναζήτηση σε συνδυασμό με την άλλη μεγάλη ανοησία να ταξινομούμε το καθετί, προκαλεί καμιά φορά παράλογες συμπεριφορές. Ίσως σε αυτό να οφείλεται όλο αυτό το πρόσφατο ενδιαφέρον γι αυτό το παράξενο λουλούδι. Πρέπει να αναγνωρίσουμε λοιπόν πως ο ίδιος ο μύανθος δεν ευθύνεται καθόλου γι αυτό. Και μάλιστα το πιο πιθανό είναι να μη δίνει δεκάρα για τις δικές μας διαμάχες. Πολύ μετά την απαρχή της ύπαρξής του είδε να έρχεται ο άνθρωπος, βρήκε καταφύγιο στις πόλεις μας και το πιο πιθανό είναι να συνεχίσει να υπάρχει όταν εμείς θα έχουμε φύγει.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ψυχολογίας μας είναι η έφεση για μάθηση. Προσπαθούμε να διδαχτούμε από το καθετί και έχουμε αναγάγει σε ύψιστο ιδανικό τη μόρφωση και τη συνακόλουθη σοφία. Ψάχνουμε το νόημα της ύπαρξης του μύανθου και προσπαθούμε να εξηγήσουμε τα χαρακτηριστικά του. Νομίζουμε πως αν ανακαλύψουμε κάποια από τα μυστικά του θα μπορέσουμε να τα χρησιμοποιήσουμε στη δική μας ζωή. Βέβαια ούτε γι αυτό ευθύνεται ο μύανθος. Κι αν μπορούσε να μιλήσει ίσως να έλεγε κάτι σαν «Ακόμα και το όνομά μου δική σας εφεύρεση είναι, θα θελα να μάθετε απλώς να συμβιώνετε μαζί μου χωρίς να προσπαθείτε να με κάνετε χίλια κομμάτια κι από όλα αυτά να επιλέγετε ένα ή δύο που σας ελκύουν περισσότερο, στο κάτω - κάτω ένα απλό λουλούδι είμαι, και μάλιστα καθόλου εντυπωσιακό. Μη μου δίνετε διαστάσεις που δεν έχω, κι αν δεν μπορείτε να με δεχτείτε όπως είμαι, σας παρακαλώ αγνοείστε με».

Αλλά να και που ο συγγραφέας σας, όντας πολύ ανθρώπινος κι αυτός, υπέπεσε στο ίδιο σφάλμα και το παράκανε κιόλας. Όχι μόνο έβαλε τον μύανθο κάτω από τους φακούς του, τον κοίταξε από δω κι από κει, τον έκοψε κομματάκια και τον μέτρησε, αλλά τον έβαλε να μιλάει κιόλας. Παρακαλώ συγχωρείστε τον.

Τι σημαίνει η σιωπηλή απάντηση του μύανθου στις ερωτήσεις του παρελθόντος; Τι ξέρει το σοφό του κεφαλάκι που εμείς αγνοούμε;

(οι κακές συνήθειες δεν κόβονται εύκολα – το χέρι πάει μόνο του).


INTERMEZZO

ανάμεσα στους θυμωμένους στίχους της
και στις θλιμμένες νότες του•
γι αυτόν που τις νύχτες στο Τσιάνγκ Μάι,
θα πιστεύει πως θέλει να εγκαταλείψει
ποιήματα, τραγούδια, βροχές.

Η ειρήνη του προσώπου του είναι διάφανη...
μπορώ να δω τον πόλεμο... ενάντια στο πεπρωμένο του.
Το πεπρωμένο του είναι το άρρητο
μα αυτός αναμετράται με τις λέξεις.

[Μια αναμέτρηση που ακροβατεί στο σκοινί του παραλόγου,
ίσως να συναντήσει την ελευθερία...
Δεν ξέρω.]

Οι στιγμές του... μάχες με λέξεις•
ποτέ δεν έζησε το απόλυτο μιας ήττας ή το απόλυτο μιας νίκης•
ίσως γιατί πόθησε το Απόλυτο
με το ίδιο πάθος που αρνήθηκε να το πιστέψει.
Στο τέλος κάθε μάχης,
έμενε πάντα μόνος ανάμεσα σε πτώματα ν’ αναρωτιέται
... αν οι νεκροί του σαβανώθηκαν με λέξεις
ή αν οι νεκρές λέξεις σαβανώθηκαν με την ψυχή του.

Στις ανάπαυλες των μαχών, στις εκεχειρίες που κηρύσσει,
ακούει τη σιωπή της να τον καλεί,
ακούει την κραυγή της και φεύγει.

Περιμένει τις λέξεις του•
για να ορίσει το χαμό της, την επανεύρεσή της,
τη μορφή ενός ακόμα χαμού.
Όχι λέξεις•
αυτές τις κρατά για τις μάχες του.
Γι αυτήν, μια αχτίδα από το μαγικό του τόπο,
ένα όραμα να τη ζεστάνει,
καθώς θα βηματίζει άσκοπα
στον παγωμένο σκουπιδότοπό της.

... θα είναι γυμνός μέσα στο δρόμο του, το δρόμο της βροχής•
τα χέρια του θ’ αγγίζουν μια υποψία ουράνιου τόξου•
απ’ το χαμόγελό του θα κρέμεται η τελευταία νότα
μιας κέλτικης μελωδίας•
στα μάτια του θα αχνοφέγγει το φως
του πρώτου της νεκρού έρωτα που αναστήθηκε...

Έχει σημασία που η γύμνια του θα ματώσει;
Έχει σημασία που η αχτίδα θα σβηστεί
γιατί δε θα πιστεύει πια σε αναστάσεις;

Την επόμενη στιγμή, θ’ αλλάξει πίστη•
κανείς δε μπορεί να του στερήσει αυτήν την ελευθερία.
Όπως αυτός δεν μπορεί να στερήσει από τον εαυτό του
την πιθανότητα....
...αυτή, που αν την αφήσει θα σπάσει,
...να είναι μια αλήθεια αυθύπαρκτη
που δεν χτίστηκε μες το μυαλό του
από λέξεις
και γι αυτό, δεν μπορεί να την γκρεμίσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: