Αιμίλιος
Ένας μαύρος πελαργός ήρθε και στάθηκε δίπλα μου σιωπηλός. Κάποια παιδιά τα φέρνει ο άσπρος πελαργός. Μερικά όμως τα φέρνει ο μαύρος. Δεν φεύγει όμως. Κάθεται κάπου σιωπηλός και περιμένει. Βγάζω τον καπνό από την τσέπη μου. Στρίβω ένα τσιγάρο και σχεδιάζω μουσικές. Κοιτάζω τον πελαργό. Πάω να ανάψω τσιγάρο και τότε γυρίζει και με κοιτά.
Κάτι με πνίγει. Δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Προσπαθώ να σηκωθώ. Κάποιοι με κρατάνε. Όλα είναι θολά. Ξεχωρίζω αμυδρά κάποιες εικόνες. Είμαι στο νοσοκομείο. Κάποιος κάνει ερωτήσεις. Δεν θέλω να απαντήσω. Κλείνω τα μάτια και βλέπω τον μαύρο πελαργό να πετάει μακριά.
Μαρία
Να ‘μαι ακόμα μία φορά εδώ. Ξαπλώνω στο άβολο κρεβάτι. Κοιτάζω ψηλά το άσπρο ταβάνι. Σκεπάζουν την γύμνια μου. Η Αναστασία, ο Αιμίλιος, η Άννα. Μου βάζουν μια μάσκα στο πρόσωπο. Ένας ρόλος είναι και αυτός. Ακόμα μία φορά. Σκηνή. Προβολέας. Πόδια ανοιχτά. Πάμε.
Δεν πρόλαβα να στο πω Αιμίλιε. Πάντοτε βιαζόσουν. Σε κρατούσα από το χέρι και έλεγα θα σταματήσεις και θα στο πω. Σταμάτησα εγώ πρώτη. Κοίταξα το χέρι που κρατούσα και δεν ήταν το δικό σου. Επιστρέφεις εκεί που ανήκεις, υποταγμένος, σιωπηλός, ξένος.
Μου μιλούν. Σε λίγο θα έχουν τελειώσει όλα. Τα χέρια μου ανοίγουν. Ελευθερία. Αυτό δεν ήθελες πάντα; Πέτα μακριά μωρό μου. Πέτα, όσο εγώ θα κοιμάμαι, να μην σε βλέπω που φεύγεις.
Στην τσάντα μου έχω το συμβόλαιο για το σήριαλ. Πρωταγωνίστρια.
Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε έξω από τον όροφο της εντατικής. Γινόταν φασαρία. Η Σπυριδούλα σέρνοντας τον Χρήστο κατευθύνθηκε προς την είσοδο της εντατικής. Το προσωπικό προσπαθούσε να επιβάλει την τάξη. Τα φλας αναβόσβηναν ενώ ένα φορείο τους προσπέρασε. Πλησιάζοντας είδαν μια γυναίκα που προσπαθούσε να ξεφύγει από τους φωτογράφους. Η Αναστασία. Την ανακάλυψαν και ζητούσαν δηλώσεις.
- There were 2 little piggies, then… there were none, είπε ο Χρήστος χαμογελώντας και πλησιάζοντας την ομήγυρη. Η Μαρία δεν φαίνεται πουθενά και από ότι φαίνεται και η Αναστασία είναι υποψήφια προς αποχώρηση.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό της Σπυριδούλας.
- Έλα. Έχεις κανένα νέο; Τον ξυπνήσανε; Ωραία. Εφημερεύεις
σήμερα; Δεν θα περάσω σήμερα από εκεί. Καταλαβαίνεις τι γίνεται εδώ πέρα…. Οκ, θα τα πούμε αύριο;… Ναι, θα του το πω. Φιλιά
- Και άλλος γκόμενος; Πού τον βρήκες;
- Κοίταξε πίσω σου διακριτικά. Διακριτικά, είπα. Μην
καρφώνεσαι! Εσύ να πας στο γραφείο του γιατρού που ήσουν χτες, ο Αιμίλιος ξύπνησε και δεν συμφωνεί με τη μεταφορά του αλλού και ο γιατρός θέλει να σας ενημερώσει. Εγώ έφυγα.
- Γιατί τον έντυσες στα μαύρα;
- Ποιόν; Α, το πανθηράκι μου λες; Εγώ επιμελούμαι το γδύσιμο
του μόνο. Το ντύσιμο είναι δικιά του υπόθεση. Έφυγα.
Ο Χρήστος πήγε στο γραφείο του γιατρού, χτύπησε την πόρτα και μπήκε μέσα. Ο Αιμίλιος ήταν καλά αλλά έπρεπε να παραμείνει για παρακολούθηση, δεν ήθελε να μεταφερθεί. Όταν έφευγαν οι δημοσιογράφοι θα του επέτρεπαν να τον δει. Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα η Αναστασία συνοδευόμενη από μία νοσοκόμα. Άκουσε ανέκφραστη τα νέα για τον Αιμίλιο και όταν ο γιατρός ολοκλήρωσε την ενημέρωση, έφυγε.
… and then there were none… none! O Χρήστος κοίταξε το ρολόι του, είχε χρόνο ακόμα μέχρι να μπορέσει να δει την Άννα. Τσιγάρο!
Άννα
Κοιτάζω τα χέρια μου. Τα νύχια μου μάκρυναν. Χαϊδεύω με τα νύχια το δέρμα μου. Ο Αιμίλιος ξύπνησε, το νοιώθω. Σε λίγο θα ‘ρθουν να μου το πουν. Δεν θα μπορούσα να δουλέψω με αυτά τα νύχια. Ούτε να παίξω πιάνο. Μπορώ μόνο να βλέπω τα χέρια μου, τα δάχτυλα πώς κουνιούνται. Σταμάτησαν τα όνειρα. Μόνο μαύρο και σιωπή. Μα δεν είναι ξεκούραση. Πονάω. Αλλά δεν με νοιάζει. Το μυαλό παίζει παράξενα παιχνίδια. Λέει στα νύχια μου να μεγαλώσουν, στο κορμί ότι πονά και βάζει για ύπνο την ψυχή μου. Ένας μετρονόμος, μετράει το χρόνο μου.
Τα μαλλιά μου είναι χάλια. Κοιτάζω τα ποτήρια με το τσάι, που είναι τοποθετημένα στο κομοδίνο. Ας σκεφτώ κάτι απλό. Ποιος είναι ο οπλισμός της Σι μείζονα; Κοιτάζω τα χέρια μου ξανά. Έχω κάνει κεφάλι με τα φάρμακα, που μου δίνουν.
Φα, -γιατί ξύπνησες;- Ντο, – γιατί είσαι τόσο θλιμμένος;- Ρε, - τι ψάχνεις με τα χέρια σου;- Λα, - μη μ’ αγγίζεις -, δίεση –μ’ άφησες πίσω, θυμάσαι;-
Πρέπει να κόψω τα νύχια. Δεν είναι σωστό να είναι έτσι και μάλιστα απεριποίητα. Ντο ύφεση μείζονα.
Σι –ανάβω τους προβολείς-, Μι – στη μαύρη σκηνή με το ξύλινο πάτωμα-, Λα – μουσική παρακαλώ, στη διαπασών-, Ρε – μια υπόκλιση-, Σολ – μοναξιά μπήγει τα νύχια της στις σάρκες μου-, Ντο – μη μ’ ακουμπάς-, Φα – έλα να χορέψουμε- Ύφεση –άσε με να πέφτω, ξανά και ξανά αφού μόνο αυτό ξέρω να κάνω καλά-.
Οι ελάσσονες έχουν πάντα μια δίεση μέσα, ακόμα και όταν πέφτουν με τις υφέσεις, κρύβουν πάντα μια δίεση, ένα σπασμένο φτερό να τις σηκώσει λίγο πιο ψηλά. Οπλισμός της… Δεν θυμάμαι. Η μνήμη μου σκορπίζει σε κομμάτια. Νομίζω πως θέλω να φωνάξω. Αλλά μετά θυμάμαι ότι είμαι στο νοσοκομείο. Θα ήταν μάλλον αγενές. Και αποφασίζω να το βουλώσω.
Γυρίζω στο πλάι. Νοιώθω την θλίψη σου. Την απώλεια. Υψώνει τείχη και με κλείνει απ’ έξω. Δεν μπορώ να τον γκρεμίσω. Γίνομαι ένα μ’ αυτόν. Θυμήσου μόνο να μου φυλάξεις ένα τελευταίο χειροκρότημα για την τελευταία φορά, που θα πέσω. Να χαρείς, μη με κρατήσεις όμως εκείνη τη φορά. Όχι τώρα που έμαθα να πετώ. Προς Θεού, όχι τώρα που έμαθες να αγαπάς.
Αιμίλιος
Γυρίζω στο πλάι να σε δω. Αλλά δεν είσαι εκεί. Έφυγες. Ένας ξένος λερώνει το κρεβάτι σου. Νοιώθω τα νύχια σου να σέρνονται στο κορμί μου. Ανατριχιάζω. Κλείνω τα μάτια μου. Χαϊδεύεις τα μαλλιά σου. Φυσάω απαλά να σε πειράξω. Μα δεν βλέπεις. Δεν ακούς.
Κλείνω τα χέρια. Ακούω το παραμιλητό σου. Ανοίγω τις παλάμες και μια μαύρη πεταλούδα ανοίγει τα φτερά της. Νοιώθω την ανάσα σου καυτή στο στήθος μου. Κοιτάζω την πεταλούδα. Πετάει πάνω από τις παλάμες μου δίχως να φεύγει. Μισοκλείνω τα μάτια. Νομίζω ότι σε κοιτάμε μαζί.
Ο ιδρώτας σου στάζει στα χείλη μου. Δεν με βλέπεις. Δεν με νοιώθεις. Μπαίνεις μέσα μου και με σκίζεις σαν ένα κομμάτι ύφασμα. Η σκηνή σου. Οι νότες σου να παίξεις. Η ψυχή μου να ξεχαστείς. Η πεταλούδα σ’ ακολουθεί. Γονατίζω καθώς ανοίγεις το στόμα σου σε μια τεράστια κραυγή. Όσο εγώ γέρνω ολοένα και πιο πολύ, τόσο εσύ σηκώνεσαι και πιο ψηλά. Η μουσική χώνεται μέσα στην κραυγή σου. Ανοίγεις τα χέρια και η πεταλούδα μπαίνει μέσα σου. Λίγο φως να σ’ αρπάξω καθώς χάνεσαι.
Σε νοιώθω που πετάς ψηλά και μετά πέφτεις και με κλείνεις μέσα σου.
Σπάω σε κομμάτια να χωθώ μέσα σου. Σκορπίζομαι με ταχύτητα φωτός. Όσο πιο βαθιά μπορώ. Να μείνω εκεί. Να γραπωθώ πάνω σου. Χιλιάδες άγκυρες επάνω στο κορμί σου. Δεν πάω πουθενά. Πάρε με! Δεν μ’ ακούς ανόητη; Δικός σου είμαι.
Σάββατο σήμερα. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο του γραφείου το γκρίζο της πόλης και πίνω τον καφέ μου. Έχω βάλει τη μουσική δυνατά να τη νοιώθω να με διαπερνά. Δεν είναι κανείς άλλος εδώ. Κρατάω με το πόδι τον ρυθμό, με τα δόντια τη σκέψη μου να μην τρέξει ξοπίσω σου.
Βάζω ξανά και ξανά το ίδιο κομμάτι. Κοιτάζω τα μαύρα μου ρούχα. Με έμαθες να τα βγάζω και ύστερα έφυγες και έγιναν θηλιά που με πνίγει. Ανάβω τσιγάρο. Αυτό δεν θα προλάβεις να το πάρεις από το στόμα μου. Πάντα τα σάλιωνα λιγάκι στο φίλτρο να σου κλέβω ένα φιλί όταν το έβαζες στο στόμα σου.
Λέω πως ξέχασα το όνομά σου. Για να σε εκδικηθώ δεν ξαναφώναξα ποτέ γυναίκα με το όνομά της. Όχι άλλα ονόματα για μένα. Και όμως πάντα γυρίζεις σαν σαράκι να ζητήσεις και άλλο. Δεν έχω. Κοίτα. Ψάξε. Πάρε το σακάκι, το κράνος, εμένα αν το θες για τελευταία φορά.
Νοιώθω το ρυθμό και είναι σαν να με χτυπάς στο στήθος με τα χέρια σου. Θυμάσαι; Με χτύπαγες και εγώ δεν έκανα τίποτα. Μόνο δάκρυζα και σε άφηνα να ξεσπάσεις. Μου έμαθες πώς κάνουν έρωτα για να μετρά το κορμί μου καλύτερα τους τρόπους που μου λείπεις.
Δυναμώνω τη μουσική για να μην ακούω τη σκέψη μου. Κλειδώνω την πόρτα και βγάζω το ουίσκι. Κοιτάζω τη μηχανή στο δρόμο. Κλείνω το κινητό. Βγάζω το βύσμα από το σταθερό. Δεν θέλω να μαθαίνω νέα σου. Δεν θέλω να περνάς καλά μακριά μου. Μου στέλνεις emails και φωτογραφίες από τις διακοπές σου. Δεν είμαι εδώ. Είμαι κακός και μικρόψυχος. Σε μισώ, μα πιο πολύ μισώ εμένα και κείνη τη στιγμή που έπεσα επάνω σου τυχαία. Τη γαμημένη στιγμή που σήκωσες το κεφάλι σου και με είδες. Να μην είχε χτυπήσει το ξυπνητήρι εκείνη τη μέρα, να είχα ξεχάσει κάτι να γύριζα πίσω, να μην βρεθώ εκείνη την καταραμένη στιγμή στο δρόμο σου.
Γελάς και η σαρκοβόρα ανάσα σου με διαμελίζει. Παίρνω τη μηχανή και τρέχω στους δρόμους, γίνομαι πίτα, χαρακώνομαι, μουλιάζω στο παγωμένο νερό αλλά δεν μπορώ, δεν μπορώ να σε βγάλω από μέσα μου. Ένας πετυχημένος μαλάκας είμαι.
Όλα γυρίζουν στο κεφάλι μου. Νοιώθω το φιλί σου στα χείλη μου. Πετάω το μπουκάλι στον τοίχο. Βλέπω το ουίσκι να τρέχει στον τοίχο όπως έτρεχε το νερό στο γυμνό κορμί σου. Πλησιάζω το σπασμένο μπουκάλι, σκύβω, σηκώνω το χέρι και το κατεβάζω με δύναμη πάνω στα σπασμένα γυαλιά. Ο πόνος είναι η λύτρωσή μου.
Μου έμαθες τις κόντρες, θυμάσαι; Ποιος θα φωνάξει, ποιος θα κλάψει, ποιος θα πονέσει τον άλλον πιο πολύ. Και έπειτα έφυγες. Τόσο απλά, που θέλω να ουρλιάξω έτσι όπως είμαι πεσμένος στη μοκέτα. Ό,τι και να σκεφτόμουν, είχες ήδη σκεφτεί το επόμενο. Άσχημος αριθμός το 1. Γελάω και κοπανάω και το άλλο μου χέρι στα σπασμένα γυαλιά. Σηκώνομαι και κάθομαι στην καρέκλα μου. Τη γυρίζω να κοιτάζω την πόλη. Αδειάζω με την μία όσο ουίσκι έχει απομείνει στο ποτήρι.
Τις νύχτες βγάζω το γαλάζιο πουλόβερ, που μου είχες χαρίσει και το κρατάω αγκαλιά. Δεν το φοράω πια. Δεν χαμογελώ, Δεν ξυρίζομαι καθημερινά. Δεν κοιμάμαι. Δεν θέλω να γυρνώ στο σπίτι. Ψάχνω τα χέρια μου, μα τα άφησα πάνω στο κορμί σου την τελευταία φορά και από τότε δεν τα ξανάδα.
Δουλεύω σαν μανιακός. Όλες τις ώρες, όλες τις μέρες, όλο το χρόνο. Μέχρι να γονατίσω από την εξάντληση και αποκοιμηθώ και τότε τρυπώνεις ύπουλα στα όνειρα και πετάγομαι να σ’ αρπάξω, να μείνεις εδώ. Μα προλαβαίνεις πάντα να φύγεις.
Σπίτια, αυτοκίνητα, μηχανές, γυναίκες τα στοιβάζω και τα καταθέτω να ξοφλήσω το δάνειο σου, καταραμένε τοκογλύφε. Γνωστοί, πάρτι, φωτογραφίες γεμάτες ανόητα χαμόγελα, μια ζωή λαμπερή, φωτεινή, γραββατομένη. Ξύπνησα ένα πρωί και είχα γκριζάρει. Δεν με γνωρίζω πια στον καθρέφτη και έτσι συνεχίζω να με προσπερνώ.
Βγάζω και το άλλο μπουκάλι ουίσκι και γεμίζω το ποτήρι. Πίνω και αρχίζω να βγάζω τα γυαλιά από τα χέρια μου. Παιδιαρίσματα. Δεν μπορείς να κάνεις καλή δουλειά στις παλάμες. Ξεκλειδώνω την πόρτα, ανοίγω το τηλέφωνο, καλώ ταξί.
Ήρθα απλά να σου πω ότι γνώρισα μια πιτσιρίκα. Με πλησίασε στο bar, με κέρασε ποτό και ξέρεις πώς με αποκάλεσε; «Πανθηράκι» Όπως με φώναζες μόνο εσύ. Ήπια το ποτό, τη βούτηξα και πήγαμε βόλτα με τη μηχανή. Δεν την ρώτησα το όνομα της. Δεν με νοιάζει. Μα με περιμένει. Ήρθε το ταξί. Βάζω τα γάντια, κλείνω τη μουσική, κλειδώνω και φεύγω. Πρώτα στον Νίκο να μου βάλει κανέναν επίδεσμο χωρίς πολλές ερωτήσεις και μετά πίσω να πάρω τη μηχανή. Η μικρή περιμένει και δεν πρέπει να την αφήσω να μεγαλώσει.
Τα χέρια είναι έτοιμα. Μία παυσίπονη ένεση, τους επιδέσμους και επιστρέφω στη μηχανή. Δοκιμάζω τα χέρια μου αλλά δεν μπορούν να την κρατήσουν. Την αφήνω και γυρίζω στο ταξί. Ακούω την βραχνή σου φωνή, νοιώθω την ανάσα σου. Πάω στο νοσοκομείο να βρω την μικρή. Φωνές, πανικός, λέω να φύγω αλλά την τελευταία στιγμή τη βλέπω. Μου κάνει νόημα να την περιμένω. Δεν τα γουστάρω τα νοσοκομεία. Σταμάτησα να σπάω πόρτες για να βρω ανθρώπους. Πάω να φύγω και τότε με προλαβαίνει. Με φιλά χαμογελώντας και φεύγουμε.
Κατεβαίνουμε, φοράω τα γυαλιά και παίρνουμε ταξί.
- Πού θα πάμε; Με ρωτά
- Σπίτι σου, της απαντώ.
Γελώντας δίνει την διεύθυνση στον ταξιτζή. Φτάνουμε στο σπίτι
της, κατεβαίνει και κλείνω την πόρτα πίσω της. Απορημένη με κοιτά. Ανοίγω το παράθυρο.
- Σου υποσχέθηκα ότι θα έρθω να σε βρω. Τίποτε άλλο.
Είπα στον ταξιτζή να φύγει, επέστρεψα στο γραφείο και πήρα τη
μηχανή. Τα χέρια μου με πονάνε αλλά όχι αρκετά για να σταματήσω να σε σκέφτομαι. Ξεχύνομαι στους δρόμους. Βγαίνω στην παραλιακή μηχανικά. Σταματάω δίπλα στη θάλασσα. Κάνω ένα τσιγάρο και επιστρέφω πίσω στο σπίτι. Ανοίγω τον υπολογιστή και βγάζω τους επιδέσμους μέχρι να συνδεθεί. Βάζω ένα ποτό και κάθομαι να σε ψάξω. Δεν έχω όρεξη για πλάκα απόψε. Βάζω μουσική και βγαίνω στο παράθυρο να κάνω τσιγάρο.
Ευτυχώς η γειτόνισσα λείπει. Κάθομαι στην πολυθρόνα και βλέπω τους απέναντι. Πάλι βγάζουν τα μάτια τους στο μπαλκόνι. Εκτιμώ βαθύτατα τους ανθρώπους με συνεχή προσφορά στο κοινωνικό σύνολο αλλά απόψε δεν νοιώθω ιδιαίτερα φιλότεχνός. Ξαπλώνω στον καναπέ του σαλονιού με τα πόδια στο τραπέζι. Κοιτάζω τις κορνίζες με τις φωτογραφίες απέναντι. Λείπει μία. Λείπουν περισσότερα από όσα αντέχω. Απλώνω το χέρι και μηχανικά ξεκινώ να παίζω με τον διακόπτη για το φως. Lights on… Lights off… Wax on… Wax off…
Νοιώθω κάτι ζεστό στα χέρια μου. Κάποια ράμματα έσπασαν και ματώνουν ξανά. Πετάω τα ρούχα και πηγαίνω στο ντους. Ανοίγω το νερό και μένω από κάτω. Κλείνω τα μάτια και θυμάμαι που χορεύαμε στην παραλία. Κάθε βράδυ πηγαίναμε εκεί για να χορέψουμε με τη μουσική που ερχόταν από τη διπλανή βίλα. Λέγαμε «σ’ αγαπώ» και άλλα ψέματα και ξεχυνόμασταν στους δρόμους. Η βροχή, το σπιτάκι στο δάσος λίγο πριν χαθείς. Τα ταξίδια. Τα μαύρα μου ρούχα που έβγαζες και πέταγες στην εθνική ένα – ένα καθώς τρέχαμε με την μηχανή. Τα πονηρά τηλέφωνα όταν ήμουν σε meeting για να με πειράξεις που δεν μπορούσα να σου απαντήσω.
Μια μέρα ξύπνησα και δεν ήθελα να σηκωθώ να πάω στη δουλειά. Τηλεφώνησα και τους είπα ότι δεν θα πάω. Τους το ‘κλεισα τη στιγμή που άρχισαν να ωρύονται. Έκανα καφέ. Σκέτο. Σαν τη ζωή μου. Αυτό είναι. Πνιγόμουν. Εξαρτιόμουν πια από σένα. Τρελάθηκα. Εκείνη τη στιγμή μπήκες στο σπίτι. Με το κλειδί σου. Σαν να έμπαινες στο σπίτι σου. Τρομοκρατήθηκα. Είχες λουλούδια, κεριά, και ένα δώρο. Ξαφνιάστηκες που με είδες αλλά έπεσες αμέσως στα πόδια μου… και με ζήτησες σε γάμο. Το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει. Φώναξα όχι και σηκώθηκα και έφυγα. Όταν γύρισα είχες πάρει τα πράγματα και είχες φύγει. Το ίδιο βράδυ κοιμήθηκα με την κολλητή μου. Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται. Η καλή η φίλη όμως σε πολύ περισσότερα.
Βγαίνω από το μπάνιο, βάζω από μια βρεγμένη πετσέτα στο κάθε χέρι και επιστρέφω στη βεράντα. Το κινητό χτυπά, εναλλάξ με το σταθερό. Δεν το σηκώνω. Σηκώθηκε αέρας. Οι ανάσες σου ξεχυθήκανε στους δρόμους και ψαχουλεύουν την ψυχή μου. 11 σήμερα. 1 + 1 δεν κάνουν δύο. Ποτέ δεν έκαναν σε τούτα τα σκοτάδια. Πάντα 11 ήταν. Το 1 απλώνει χέρι στο άλλο και προχωρούν, μέχρι που το 11 σπάει και γίνεται ξανά 1. Έφυγες και εμφανίστηκες ξαφνικά αργότερα για να γίνεις και εσύ μία κολλητή. Να γυρίζεις το μαχαίρι, κάθε φορά που βαριέσαι και θες παιχνιδάκια. Οι ημερομηνίες γίνονται μια ρουλέτα στο μυαλό μου που γυρίζει, γυρίζει και εγώ σαν μπάλα τρέχω ασταμάτητα πάνω τους.
Χτυπάει το κουδούνι. Δεν σηκώνομαι να ανοίξω. Σε λίγο χτυπά η πόρτα. Μόνο μία το κάνει αυτό συστηματικά και είναι αποφασισμένη να κακοποιεί την πόρτα.
- Μωρό, άνοιξέ μου. Το ξέρω ότι είσαι μέσα!
Είμαι καταδικασμένος. Σηκώνομαι να της ανοίξω.
- Δεν ήξερα ότι πέφτεις για ύπνο από τόσο νωρίς, μου είπε
χαμογελώντας και εισβάλοντας στο σπίτι. Έκλεισα την πόρτα πίσω της και συνειδητοποίησα ότι ήμουν ακόμα γυμνός με τις πετσέτες στα χέρια.
Άννα
Κρατάω το περιοδικό στα χέρια μου. Το δανείστηκα από την διπλανή για να περάσει η ώρα. Είδα την φωτογραφία σου, την πρόταση γάμου στη Μαρία, την εγκυμοσύνη της και την φωτογραφία της γυναίκας σου. Όσα δεν λέμε, δεν είναι ψέματα, έτσι δεν είναι; Νοιώθω ένα βουητό στα αυτιά μου, που ολοένα και δυναμώνει. Σταμάτησες μια μέρα μπροστά μου με την μηχανή και μου είπες ανέβα. Και εγώ ανέβηκα. Και δεν είπαμε ψέματα ποτέ. Ούτε αλήθειες είπαμε όμως. Είναι κακό αυτό;
Ένα ταξίδι, χωρίς όρους, χωρίς τεμπέλες και προπάντων χωρίς υποσχέσεις. Πάμε και όσο κρατήσει. Σε δανείστηκα από κάποια που σε είχε ήδη δανεικό. Δεν διάλεξες λέξεις για μένα, δεν ζήτησα τίποτα παρά μόνο τη στιγμή. Σ’ αγάπησα σαν άγγελος, σε μίσησα σαν δαίμονας. Όλες αυτές οι εικόνες τριγυρνούν στο μυαλό μου. Όχι, δεν υπήρξαν ποτέ. Μαστούρα από τα φάρμακα ήταν. Κρατώ το περιοδικό σφιχτά στα χέρια μου και η βουή δυναμώνει, δυναμώνει συνεχώς.
Στάθηκα μπροστά σου γυμνή χωρίς να ζητήσω κάτι. Χτύπησα την πόρτα σου. «Ποιος είναι;» Ρώτησες από μέσα. «Εγώ», απάντησα. Δεν άνοιξες. Την επομένη ήρθα ξανά. Χτύπησα. «Ποιος είναι;» Ρώτησες ξανά. «Εσύ», απάντησα μα δεν άνοιξες ούτε και εκεί. Ήρθα και την τρίτη ημέρα. Χτύπησα και φώναξα «εμείς» αλλά είχες ήδη φύγει.
…
Αιμίλιος
Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Τίποτα. Μία μέρα ήρθες και πήρες τις στιγμές, τις ανακάτεψες σαν τραπουλόχαρτα και τις μοίρασες από την αρχή. Η μάνα είναι καταδικασμένη να κερδίζει, πάντα. Έπαιρνα τη μηχανή, να ξεφύγω από όλες σας. Μια βόλτα στη θάλασσα, ένα τσιγάρο για μένα, ένα ταξίδι για όλες εσάς, που χαμηλώνατε για λίγο τα αστέρια.
Μη μου ζητάς να απολογηθώ, προς Θεού μη μου ζητήσεις λέξεις. Όχι εσύ. Τα πιο σημαντικά είναι αυτά που δεν είπαμε. Ήξερες να ακούς τη σιωπή. Δε μετανιώνω για τη ζωή μου, εγώ τη διάλεξα και εγώ την ταξίδεψα. Δε σε κρατώ. Δε σου λέω να φύγεις. Είσαι ελεύθερη να διαλέξεις. Χωρίς υποσχέσεις μωρό μου. Δύσκολη Ιθάκη γύρεψες και δεν έχω τίποτα να σου δώσω. Όχι σε τούτον τον κόσμο.
Αυτός ο χρόνος δεν είναι δικός σου. Ποτέ δεν ήταν και το ξέραμε και οι δυο. Τι σημασία έχουν τα ονόματα και οι αριθμοί; Η αλήθεια είναι απλά μια υπερεκτιμημένη λέξη, μια δικαιολογία να αλυσοδένουμε τις ψυχές μας για να μη ζήσουν όλα εκείνα που μπορούν. Μη ρωτήσεις τίποτα, μπορεί να σου απαντήσω και δε θέλω να σε πληγώσω.
Ίσως σε ξαναδώ, ίσως και πάλι όχι. Θα βγούμε από αυτό το νοσοκομείο και ίσως μια μέρα εκεί που κάθεσαι να νοιώσεις μια ζέστη, μια ανατριχίλα, να γυρίσεις και με δεις να περνάω δίπλα σου και να σου χαμογελώ. Ίσως όχι. Μπορείς να ζήσεις μια ζωή στο ίσως; Μπορείς να με περιμένεις γνωρίζοντας ότι ρισκάρεις να μην έρθω ποτέ; Μπορείς να αγαπάς μ’ αυτόν τον τρόπο; Θα ανέβεις στην εκτίμησή μου αλλά δεν θα φτάσεις την αγάπη ποτέ.
Επιστρέφω πίσω στον κόσμο που με γνώρισες, που με έφτιαξε αυτό που αγάπησες και δεν γυρίζω να κοιτάξω πίσω. Μην μ’ ακολουθήσεις, μη δοκιμάσεις να σταθείς πλάι μου –θα είσαι η πρώτη που θα δαγκώσω σα λύκος σαν έρθει η ώρα-. Παίξε με τις λέξεις σου. Ταίριασε τις, ύψωσέ τις σαν πύργο από τραπουλόχαρτα και έπειτα φύσηξε σαν παιδί και σώριασε τις και ξεκίνα πάλι από την αρχή για να φτιάξεις τον επόμενο πύργο σου.
Πού ξέρεις; Ίσως μια μέρα όπως θα περνώ από ένα βιβλιοπωλείο να σταματήσω και να δω ένα δικό σου βιβλίο στην βιτρίνα. Να μπω μέσα και να το αγοράσω. Και πού ξέρεις; Ίσως εκείνο το βιβλίο να είναι η δική μας ιστορία. Όλα όσα σου έδωσα, δίχως να το ζητήσεις και τότε θα σκεφτώ ότι ίσως πως από κάπου μου χαμογελάς και εσύ.
Είχες δίκιο Αιμίλιε, σκέφτομαι καθώς κοιτάζω το γράμμα σου εκτυπωμένο.
Είχες δίκιο αγάπη μου.
Ορίστε το βιβλίο σου.
Αφιερωμένο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου