Νοσοκομείο. Προχτές. Ώρα δυσπροσδιόριστη. Κόσμος αποπροσανατολισμένος να ψάχνει γιατρό. Τους ίδιους ψάχνω και ‘γω μήπως με δουν που κάνω κοπάνα. Πλησιάζω στην έξοδο. Ο διάδρομος ανοίγει σαν δέλτα ποταμού, που χάνεται στην θάλασσα. Και άλλος κόσμος μπροστά μου. Σε σειρά αυτή τη φορά. Περιμένουν να σφραγίσουν βιβλιάρια. Μια γυναίκα πεσμένη κάτω κλαίει, φωνάζει. Στέκομαι. Είμαι κοντά στην πόρτα. Την βλέπω στο βάθος. Δεν καταλαβαίνω τι λέει η γυναίκα. Ξεχωρίζω με την άσπρη μου ποδιά πίσω από την πολύχρωμη σειρά. Κινδυνεύω. Εκείνη αθέατη κινείται ρυθμικά στο κρύο μάρμαρο σε μια περίεργη στάση. Ασφαλής σε μια αόρατη μήτρα. Γιατί δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει για να την βοηθήσω; Έμαθε κάτι; Έπαθε κάτι; Γιατί δεν φεύγω τώρα, που δεν με βλέπει κανείς; Τα ρούχα της φτωχικά. Τα πόδια μου καρφωμένα στη γη. Ούτε πάω να την βοηθήσω. Ούτε και προχωρώ προς την ελευθερία. Μια άσπρη ποδιά με πλησιάζει. Δίνουμε σημάδια αναγνώρισης. Της δείχνω την γυναίκα με το βλέμμα. Το χέρι δειλό μαζεμένο στο κορμί, φοβάται μήπως αν δείξει θα πρέπει να τεντωθεί λίγο ακόμα και να βοηθήσει. Την βλέπει. Και αμέσως σε μυστική συμφωνία κάνουμε ότι δεν υπάρχει.. Μπαίνει χειρουργεία τώρα. Χτες είδε να κόβουν ένα πόδι. Τώρα αυτό. Ευπειθώς αναφέρει. Αδιάφορα βάζει τις δικές της σφραγίδες στο βιβλιάριο εξάσκησής της. Φεύγει. Χάνεται στον κόσμο. Την κοιτάω. Προσπαθώ να καταλάβω πώς στέκεται. Η έσω μεριά των κνημών είναι παράλληλη με το πάτωμα. Εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Συνεχίζει να κλαίει. Δεν καταλαβαίνω αν είναι μοιρολόι, ή κάποια ακατάληπτη προσευχή. Εμποδίζω τον κόσμο να περάσει. Δεν φεύγω. Δεν την βοηθάω. Πού τα βρήκε τα ρούχα που φοράει; Είναι τόσο φτωχιά; Γιατί φοβάμαι την φτώχια της σαν να’ ναι μολυσματική; Κάποιος ήδη μολυσμένος με προσπερνάει και πάει προς το μέρος της. Ανασαίνω με ανακούφιση. Την χτυπάει με δύναμη στο κεφάλι. Ούτε αυτό είναι ικανό να με μετακινήσει από τα καρφιά μου. Της φωνάζει πιο δυνατά από ότι φωνάζει εκείνη. Είναι ένας γέρος. Φτωχός. Άγριος. Άσχημος. Εξοστρακισμένος. Την τραβάει. Την σηκώνει. Εκείνη φοράει 1 ζευγάρι τένις παλιές, ένα τζιν λιωμένο από τον χρόνο, μια πλεχτή παλιά μπλούζα, έχει αραιά ξανθά μαλλιά ως τους ώμους και είναι αδύνατη, πολύ αδύνατη. Εκείνος, ένα παλιό κουστούμι μάλλον καφέ, τραγιάσκα στο κεφάλι, στο ένα χέρι κρατάει μια πλαστική σακούλα με βιβλιάρια, στο άλλο τα χέρια της και την τραβάει προς την έξοδο. Με προσπερνούν βιαστικά. Θέλω να δω το πρόσωπό της. Αδύνατο. Ταλαιπωρημένο. Θέλω να δω τα μάτια της. Δεν υπάρχουν. Είναι μια σχεδόν ομοιόχρωμη γαλάζια μάζα. Ένας γκρεμοτσακισμένος ουρανός Αν ήταν πιο καθαρά μάλλον θα είχε συγκλίνων στραβισμό. Είναι τυφλή. Δεν με βλέπει. και χάνεται μαζί του. Ένας αποκλίνων άγγελος λες και κάποιος τον έσπρωξε και πέφτοντας έσπασαν τα φτερά, καταστράφηκαν τα μάτια. Μια παρθένος με β-χορειακή γοναδοτροφίνη μικρότερη του 20 και ο Ιωσήφ σκοτεινός. Ο Σαρλό δεν θα ήταν χαριτωμένος σε έγχρωμο. Η πόρτα είναι πάντα εκεί. Τρέχω προς τα εκεί φροντίζοντας να μην δίνω στόχο. Είμαι ελεύθερη. Πάω στο αυτοκίνητο. Έχω κιόλας ξεχάσει. Βάζω όπισθεν και φεύγω. Όλα είναι εντάξει. Δεν με είδε κανείς. Στο δρόμο οι άλλοι οδηγοί γυρίζουν και με κοιτάνε περίεργα. Κοιτάζω μήπως έχω λερωθεί πουθενά. Φοράω ακόμα την ποδιά…
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου