Κυριακή, Σεπτεμβρίου 28, 2008

Το δέντρο που ψαρεύει…



Στις όχθες του ποταμού στέκει ένα δέντρο μονάχο. Μόνη του συντροφιά τα νερά του ποταμού και η βροχή. Άνθρωπος δεν περνάει από εκεί. Χωμένο όπως είναι στο γκρεμό νομίζεις πως το ‘κανε επίτηδες για να μη βλέπει τους ανθρώπους πια. Τα κλαδιά του μάκρυναν, βάρυναν από το χρόνο και πέφτουν μέσα στο νερό παγιδεύοντας τους θησαυρούς της λήθης.

Κάποτε ταξίδευε μονάχο στα σταυροδρόμια του κόσμου. Σιωπηλό άκουγε τις ιστορίες των πλασμάτων, που ξέχασαν να κοιτούν ψηλά. Ξένο, τις χάρασσε στο κορμί του για να πλαγιάζει η μνήμη. Ελεύθερο, δίχως χάρτη και πυξίδα, δε χάθηκε ποτέ, μήτε γύρισε στο ίδιο μέρος δεύτερη φορά. Γαλήνιο, άχρονο, όλο η αγάπη και για αυτό εξοστρακισμένο από αυτή.

Κάποιοι λένε πως οι κόρες της ανάγκης και της νύχτας το ακολουθούσαν. Έγνεθαν τους ανθρώπους σ’ ένα υποκειμενικό παρόν όμοια με ιστό αράχνης στα κλαδιά του, μοίραζαν στιγμές σ’ ένα μέλλον-μονόδρομο και στο πλήρωμα του χρόνου έκοβαν και σχεδίαζαν τον ιστό από την αρχή. Κλωθώ, Λάχεσις, Άτροπος.

Στα ραγίσματα του χρόνου ονειρεύονταν πως κολυμπούσε στη θάλασσα τις νύχτες της βροχής. Ταξίδευε στους ωκεανούς τραγουδώντας μέχρι τη στιγμή που τα κλαδιά του άγγιζαν την αντανάκλαση του φεγγαριού. Τότε οι ιστοί γίνονταν ατσάλι, το τύλιγαν και το τραβούσαν πίσω στην καταδίκη του, πίσω στο πεπρωμένο του. Σε μια έρημη γη, άνοιγε τα κλαδιά του και ξεκινούσε πειθήνια το ταξίδι του.

Το δέντρο κάποια στιγμή ξέχασε να ακούει, να μετρά, να μεγαλώνει. Στάθηκε σε τούτο το γκρεμό κοιτάζοντας το ποτάμι που κυλούσε, όπως οι ιστορίες των ανθρώπων στο κορμί του. Το ταξίδι είχε τελειώσει. Δεν είχε άλλα μέρη να πάει, άλλες ιστορίες να ακούσει, ούτε διάθεση να διηγηθεί. Έπεσε και στάθηκε στην άκρη του ποταμού. Αποφάσισε πως το μόνο που ήθελε πια ήταν να ψαρεύει.

Με τα κλαδιά μέσα στο νερό περιμένει υπομονετικά τις ψυχές και τις αλήθειες που επιπλέουν προς τον ωκεανό.

Κάποια στιγμή τα κλαδιά του έπιασαν αυτήν την ιστορία. Την ιστορία του. Και τότε κατάλαβε. Για πρώτη φορά στη ζωή του στράφηκε πίσω. Είδε τις κόρες του να το κόβουν. Το τελευταίο που αντίκρυσε. Σ’ αυτόν τον κόσμο.

Πριν ξεκινήσει το τελευταίο ταξίδι στον ωκεανό…





Δεν υπάρχουν σχόλια: