Τρίτη, Σεπτεμβρίου 02, 2008

ΚΛΑΨΕ ΡΕ!!

Φοράω τα πράσινα μου και πλένομαι για την καισαρική ενώ πειράζω τις κοπέλες που είναι αγχωμένες γιατί η καισαρική είναι του διευθυντή που είναι εξαιρετικά εριστικός στο χειρουργείο. (Κάθε κοπέλα που πλένεται να βοηθήσει παίρνει 2ωρη και σχολάει νωρίτερα, αλλιώς δεν θα έμπαινε καμία).
Ετοιμάζομαι, έρχεται η γυναίκα και ετοιμάζουμε το πεδίο (πλύσιμο με Betadine, στρώσιμο αποστειρωμένων πανιών, αστεία για να ξεαγχωθεί). Έρχεται ο διευθυντής, έχει κέφια. Αποφασίζει να την κάνω εγώ την καισαρική. Παίρνω θέση και αυτός απέναντί μου να με κοιτά κατάματα. Δεν μιλάει καθόλου καθαρά και με την μάσκα είναι ας τα να πάνε. Αν δεν είσαι στο μυαλό του το έχασες το παιχνίδι. Δίνει νάρκωση ο αναισθησιολόγος και ξεκινάμε. Απέναντι ο διευθυντής και πιο πίσω το ρολόι. Η μάχη με τον χρόνο ξεκίνησε. Να είσαι γρήγορη, να είσαι ακριβής. ΜΑΛΑΚΙΕΣ ΔΕ ΧΩΡΑΝΕ ΕΔΩ ΠΕΡΑ. Κόβω δέρμα, κόβω μυς φτάνω στην μήτρα. Πάω να πατήσω να κόψω, κούφιο από κάτω. «Κάτι δεν πάει καλά εδώ πέρα» «Προχώρα» Μου λέει. Κόβω και μου πετάγεται πόδι. Ανοίγω τη μήτρα. «Δεν πειράζει. Προχώρα. θα το βγάλουμε ισχιακό» Πετάει χέρι. «Αλλάζουμε» μου λέει. Τραβιέται η εργαλειοδότρια, πετώντας αλλάζουμε θέσεις. Βάζει το χέρι στη μήτρα να το πιάσει. Πετάει πόδι. Το ξαναβάζει μέσα. 3 πόδια και 1 χέρι μέσα ξανά. Ο χρόνος. Αυτός ο γαμημένος χρόνος! Δεν ακούγεται ανάσα. «Δε μπορώ να βρω το κεφάλι! Πού είναι το κεφάλι;» Κάποιος ανοίγει την κοιλιά με βάλβες και εγώ κρατάω με τα χέρια τα τοιχώματα να ανοίξουμε όσο μπορώ «Τι θέση έχει; Δεν μπορώ να το βρω!» Ο χρόνος. «Υφηπατικά!» Φωνάζω. Την τύφλα μου ήξερα. Από ένστικτο φώναξα. Εκτός από την τομή που είχε η μήτρα κάνει και μία κάθετη. Έχουμε ανοίξει τη μήτρα σαν το χάρτινο παιδικό παιχνιδάκι που παίζαμε μικροί. Το κεφάλι είναι υφηπατικά. Το γυρίζει και το βγάζει. Το δίνει. Ο χρόνος. Ο γαμημένος χρόνος, που ποτέ δεν έχεις αρκετό. Το μωρό δεν κλαίει. Η γυναίκα έχει ξεματώσει. Δεν έχω χρόνο να γυρίσω να δω τους παιδιάτρους. Να δω το μωρό. Δεν μιλάμε. Ο διευθυντής δεν χειρουργεί, χορεύει και εγώ σαν ντάμα ακολουθώ το βήμα χωρίς να ξέρω τη χορογραφία. Δεν μιλάει, δεν με κοιτά και τα χέρια μου πετάνε. Ο χρόνος. Τον ακολουθώ ταχύτατα, προβλέπω τι θα χρειαστεί. Φτιάχνω πεδίο, ζητάω τα εργαλεία που θέλει πριν τα ζητήσει. Ακούμε τους παιδιάτρους να φωνάζουν. Βουτηγμένοι στα αίματα τρέχουμε. Ακούμε το μωρό να κλαίει. Όλα πάνε καλά. Ράβουμε, ράβουμε ενώ όλοι στάζουν από τον ιδρώτα μα δεν σταματούν ούτε για να τους σκουπίσουν. Τελειώσαμε. Κοιτάζω το ρολόι. Ο χρόνος; Ο μέσος χρόνος μιας καισαρικής.
Μεσημέρι. Τρώμε στην τραπεζαρία του νοσοκομείου, που μοιάζει περισσότερο με τουαλέτα, σκοτώνοντας τις κατσαρίδες, που περπατούν πάνω στο τραπέζι. Χτυπάει το τηλέφωνο. Μια βλακεία για τους παθολόγους. «Να περιμένει» Και συνεχίζουμε λέγοντας τι έχουμε βρει κατά καιρούς στο φαγητό (τρίχες αμφιβόλου ευθύτητας κ.τ.λ.) Ξαφνικά ακούω μια φωνή να φωνάζει το όνομά μου απεγνωσμένα. «Άκουσες κάτι;» ρωτάω τη συνάδελφο, που τρώμε μαζί. «Όχι» μου λέει. «Ιδέα μου θα είναι» σκέφτομαι και πάω να συνεχίσω το φαγητό μου. Την ώρα που πλησιάζω το πιρούνι στο στόμα μου ακούω τη φωνή πιο δυνατά να με φωνάζει. Πετάω το πιρούνι, αρπάζω τα ακουστικά και τρέχω πιο γρήγορα από ποτέ, στρίβοντας στους διαδρόμους για να φτάσω στα έκτακτα ενώ η φωνή συνεχίζει να με φωνάζει απεγνωσμένα. Εισβάλω στα έκτακτα και βλέπω έναν άντρα γύρω στο 30 και 1.90 μέσα στα αίματα. Πέφτω πάνω του. «Τι έγινε;» «Τον έφαγε η φρέζα. Τον φέραν σε αυτήν την κατάσταση με το αυτοκίνητο. Δεν ξέρουμε πόσην ώρα ήταν έτσι». Όλο το προσωπικό έχει πέσει πάνω του και προσπαθεί να βάλει φλεβοκαθετήρα. Αλλά έχει ξεματώσει και δεν βρίσκουμε φλέβα. Αρπάζω το ψαλίδι από την τσέπη της γονατισμένης νοσηλευτριας και κόβω τα ξεσκισμένα και ματωμένα του ρούχα. Έχει σφυγμό στη μηριαία. Παίρνω τη σύρριγα και παίρνω αίμα και το δίνω στο μαθητή που με κοιτάζει έντρομος. «Παρ’ τα και πήγαινε τα τώρα στο μικροβιολογικό και την αιμοδοσία. ΤΩΡΑ! Παραπεμπτικά μετά. Να γράψουν άγνωστος ασθενής. Να αρχίσουν να διασταυρώνουν ό,τι έχουν. Να μη γυρίσεις χωρίς αιματοκρίτη στο χέρι» Τσακίζεται. Η πρώτη φλέβα μπήκε. Θέλουμε και άλλες. Η ειδικευόμενη της παθολογίας μου λέει «Τι να κάνω;» «Φώναξε τον χειρουργό!» Πάει τον παίρνει τηλέφωνο. «Μου είπε να σας φωνάξω να ρθειτε ΤΩΡΑ. Δεν ξέρω τι γίνεται. Γεια σας» Και του το κλείνει. Επιστρέφει και φωνάζει έξω από την πόρτα. «Θες κανέναν άλλον;» «Τον αναισθησιολόγο» Παλεύω με κάτι μικρές γάζες. Τίποτα. Σαν να περιμένεις με το δάχτυλο να κλείσεις σουρωτήρι. Βρίζω από μέσα μου για τις κομπρέσες. Σε πέντε λεπτά οι κοπέλες του χειρουργείου μας έχουν κατεβάσει κομπρέσες. Οι πρώτοι οροί τρέχουν σαν καταρράκτης. Καμία αντίδραση. Το πόδι είναι κομμάτια. Τον πέρασε σαν μηχανή του κιμά. Γαμώ τα εργαλεία σας μέσα!
«Ποιον άλλον θες να φωνάξω;» «Τον ορθοπεδικό». Παλεύω να σταματήσω την αιμορραγία από τα λιωμένα αγγεία και να σφίξω, να σφίξω δυνατά τους επιδέσμους σ’ αυτό το κρέας που δεν είναι πόδι, δεν είναι κώλος, ένα πράγμα αλεσμένο είναι.
Έρχεται ο πρώτος αιματοκρίτης 18. Δεν πάμε καλά. Έρχεται το πρώτο αίμα και μπαίνει αμέσως. Και τι με νοιάζει εμένα ότι δεν πρόλαβε να ξεπαγώσει; Βάλτε τε το τώρα! Έρχεται ο χειρουργός και αρχίζουμε να ανοίγουμε ξανά τους επιδέσμους. Τα πράγματα είναι άσχημα. Μεγάλα αγγεία είναι λιωμένα. Προσπαθεί να πιάσει όσα μεγάλα μπορεί και τα δένει με ράμματα, που δεν τα κόβει να το καταλάβουν αυτοί που θα συνεχίσουν. Όσο παίρνει υγρά, τόσο ξεματώνει. Όσο ρίχνεις νερό στο σουρωτήρι τόσο αυτό τρέχει. Αυτή η σιωπή με ξεκουφαίνει. Έρχεται ο αναισθησιολόγος και τον διασωληνώνει. Γράφω το παραπεμπτικό για τη διακομιδή, τα παιδιά από το ΕΚΑΒ καταλάβανε το χαμό και είναι ήδη εκεί. Από το εργαστήριο φωνάζουν για τα στοιχεία και τα παραπεμπτικά από το τηλέφωνο. «Άντε και γαμηθείτε!!!» σκέφτομαι καθώς ετοιμάζω τα χαρτιά. Τους απαντώ ήρεμα ότι θα τους τα φτιάξω όταν τελειώσουμε και τους το κλείνω στα μούτρα. Ήρθε και ο ορθοπεδικός. Τα κόκαλα διαλυμένα. Βάζουμε έναν γυψονάρθηκα σε όλο το πόδι να τον κρατήσει μέχρι να φτάσει επάνω. Στο άλλο νοσοκομείο. Όλο το νοσοκομείο έχει μαζευτεί και ετοιμάζει αντιβιώσεις, ορούς, συνδέει αίματα, κανένας δε σταματά, κανένας δε σχολιάζει, μόνο υπακούει. Μέχρι και τον ουρολόγο φώναξα αλλά δεν χρειαζόταν. Περνάμε και τον ουροκαθετήρα και πάμε διακομιδή. 2 γιατροί μέσα και η εκαβίτισα πίσω να μας ετοιμάζει. Στα όρθια όλη τη διακομιδή. Να ελέγχουμε τους ορούς, τις φλέβες που δε δουλεύουν γιατί πέφτουν 2 οροί σε κάθε φλέβα και τα αίματα. 6 πράγματα που πρέπει να ελέγχουμε και 3 φλέβες δεν αντέχουν. Έχουμε τα αίματα σε μία παγοκύστη και τα αλλάζουμε στον δρόμο ενώ στις τσέπες μου έχω τις σύριγγες με τα φάρμακα της αναισθησίας που μου έδωσε ο αναισθησιολόγος μήπως ξυπνήσει στο δρόμο. Χτυπάει το τηλέφωνο. Μια έξαλλη φωνή μου λέει έναν κωδικό και μου φωνάζει «Το δώσατε αυτό; Τα ξαναδιασταύρωσα και είναι ασύμβατο!» Και πού θες να ξέρω; Παίρνουμε και βάζουμε. Ψάχνουμε μέσα στο φελιζόλ που τα κρατάμε. Το έχουμε συνδέσει με τη συσκευή αλλά δεν το έχουμε βάλει ακόμα. Το βγάζουμε και το βάζουμε στην άκρη. Άχρηστο. Αφού βάλαμε τη συσκευή είναι για πέταμα. Αλλά δεν με νοιάζει. Πόσην ώρα έχουμε ακόμα; Οι φλέβες δεν δουλεύουν. Προσπαθώ να πάρω την πίεση. Δεν μπορώ. Είναι χαμηλή, κουνάει το ασθενοφόρο, ακούω φασαρία. Πώς στο διάολο χωράει τόση φασαρία σ’ αυτή τη σιωπή; Οι άλλοι δυο δεν μιλούν, μόνο περιμένουν από μένα. Η εκαβίτισα κάνει εμετό από την ταχύτητα και τις στροφές. Φτάνουμε στο νοσοκομείο. Κατεβαίνουμε. Όλο το ασθενοφόρο είναι γεμάτο αίματα. Προσοχή μη γλυστρίσετε! Κατεβαίνουμε και βλέπω έναν ατάραχο γιατρό να βαριέται και να μου λέει ανοιξέ το να το δω. Γιατρέ μου θα σε βαρέσω. Του λέω «έχουμε βάλει 9 μονάδες αίμα σε 1,5 ώρα τι θες να δεις; Δες μας πως είμαστε και έλα να δεις το ασθενοφόρο. Να το ανοίξει επιμελητής! Θα γίνει χαμός εδώ πέρα.» Οι νοσηλευτές βάζουν έναν φουσκωτό επίδεσμο να σφίξει να σταματήσει την αιμορραγία. Ρισκάρεις να χάσεις το πόδι αλλά καλύτερα το πόδι παρά τον άνθρωπο. Είναι τόσο νέος και αυτός που έχω απέναντί μου τόσο μαλάκας. Όσο έκανα τη διακομιδή τόσο κάθομαι και το διαπραγματεύομαι μαζί του αν πρέπει να φωνάξει επιμελητή ή όχι. Βρίσκω έναν παλιό συνάδελφο. Μου λέει πώς είσαι έτσι; Πάει και μου παίρνει μια αλλαξιά ρούχα. Φόρα τα μου λέει να μην είσαι έτσι. Αλλάζω. Ο άλλος το ίδιο τροπάρι. Πριν του ορμήσω με μαζεύουν να φύγουμε. Έχουμε πάρει τη μονάδα και μπορεί να τη χρειαστούν. Δεν μπορούμε να την κρατάμε για να τσακώνομαι εγώ με το τρομπόνι. Φεύγω σιχτιρισμένη. Φτάνοντας μου είπαν ότι η άλλη κοπελα δεν είχε κλείσει καλά το τηλέφωνο και για αυτό φωνάζανε, ότι κολαψαρίστηκε και επειδή δεν βρίσκαν το παραπεμπτικό να στείλουν διασταύρωση πήρε η αιμοδοσία τους τη δικιά μας να ξέρουν τι να στείλουν αμέσως αδιασταύρωτο μέχρι το τρομπόνι να βγάλει άκρη. Δεν λέω τίποτα, μόνο ανάβω τσιγάρο.
Είχε πάει μόνος του στο κτήμα με τη φρέζα. Η φρέζα έπιασε ένα σύρμα και κατέβηκε να το βγάλει δίχως να κλείσει τη μηχανή και τον άρπαξε μαζί με το σύρμα. Αφού δεν επέστρεψε στην ώρα του, πήγαν να τον ψάξουν. Τον βρήκαν και τον βούτηξαν αμέσως. Αν περίμεναν ασθενοφόρο θα ήταν νεκρός. Τελικά πήρε άλλες 45 φιάλες αίμα, έκανε παρενέργειες από τις μεταγγίσεις, του έκοψαν κάποια δάχτυλα από το πόδι που νεκρώθηκαν, έκανε αποστήματα και συρίγγια αλλά στάθηκε στα πόδια του έστω και με πατερίτσες. Μήνες μετά που βγήκε ξεκίνησε τις αλλαγές σε μας. Ένας άντρας σαν τα κρύα τα νερά που πήγε να πεθάνει από μια βλακεία, μια λάθος απόφαση. Μια φορά τελειώνοντας την αλλαγή και δίνοντάς του κουράγιο με σταμάτησε ο πατέρας του. «Εσείς τον πήγατε στα Γιάννενα;» «Εγώ» «Σας ευχαριστώ» «Παρακαλώ. Γερό δυνατό να τον χαίρεστε πάντα» Και έφυγα.
Δεν πληρώνονται όλα. Δεν έχουν όλα την τιμή τους.
Όταν γεννάει μία γυναίκα ακούμε το μωρό συνέχεια καθώς τη συνδέουμε με το μηχάνημα. Όταν είμαι πολλές μέρες μέσα, φεύγω και νομίζω ότι ακούω ακόμα αυτό το «ντουπ, ντουπ» από το μηχάνημα. Το ακούμε όλη την ώρα εκτός από όταν η γυναίκα σπρώχνει για να γεννήσει και τότε προσπαθούμε να μαντέψουμε τι είδους «ντουπ ντουπ» κάνει. Μια φορά είχαμε τοκετό και βγάζω το κεφάλι, το στρίβω και δεν έβγαινε. Είχε κολλήσει. Και να ξανά ο χρόνος να με κοιτά κατάματα. «Φύγε» μου λέει ο επιμελητής και έρχεται αυτός ανάμεσα στα πόδια της. Ο χρόνος και η σιωπή. Δεν μιλάς. Μόνο με τα μάτια για να μην καταλάβει η γυναίκα γιατί δεν θα συνεργαστεί και το ‘χασες το παιχνίδι. Ο χρόνος και να κοιτάς το ίδιο πράγμα, ένα σφηνωμένο μωρό. Πέφτω γονατιστή και τράβαγε και αυτός, προσπαθούσα να του κάνω χώρο στον κόλπο ενώ η μαμή έσπρωχνε πάνω από την κοιλιά και έλεγε στη γυναίκα «Σφίξου. Σπρώξε» Και το μωρό δεν έπαιρνε ανάσα. Το μωρό εκείνη την ώρα ασφυκτιούσε και έκλεινε παροχές για να κρατήσει μόνο τον εγκέφαλο. Βλέπω τον έναν ώμο. «Βγάλ’ τον» Τραβάω. Δεν βγαίνω γαμώτο. Και αυτός ο σιωπηλός ιδρώτας να στάζει και να καίει τα πάντα. «Τράβα» Έλα να σε πιάσω από το χέρι. Έλα σκασμένο! Έλα! Φάνηκε λίγο και ο άλλος. Ο χρόνος με κοιτά και μου χαμογελά σαρκαστικά. Ποτέ δεν γίναμε φίλοι. Ποτέ δεν ήταν αρκετός. «Τράβα!!!» Το μωρό βγαίνει. Μαύρο. Δεν κουνιέται. Η μάνα ουρλιάζει «Γιατί δεν κλαίει; Γιατί δεν κλαίει γιατρέ το μωρό μου;» Το πάμε δίπλα, η νοσηλεύτρια φωνάζει τον παιδίατρο ενώ επιμελητής και μαμή προσπαθούν να δώσουν ανάσα στο μωρό. «Κλάψε ρε! ΚΛΑΨΕ!!!» Τελικά το ακούμε να κλαίει αδύναμα. «Το ακούς;» της λέω «Το μωρό σου είναι μια χαρά» και της χαμογελώ να ηρεμίσει γιατί δεν τελειώσαμε ακόμα. Βγάζω τον πλακούντα, ελέγχω για αιμορραγία, φωνάζω την νοσηλεύτρια να συνεχίσουμε να την καθαρίσουμε, να μην καταλάβει τίποτα, όχι ακόμα, όχι πριν τελειώσουμε. Ετοιμάζω και περιμένω τον επιμελητή να ράψει. «Ράψε εσύ» μου κάνει ενώ κλείνει τη μεταλλική πόρτα για να μην ακούγονται με τον παιδίατρο και την μαμή που προσπαθούν να συνεφέρουν το παιδί. Ράβω πειράζοντας τη μητέρα. Ο επιμελητής έχει έναν κωδικό με τις μαίες για να μην καταλαβαίνει η γυναίκα. Τις ρωτάει «Μου έχεις θυμώσει;» και εννοεί «Είναι καλά το παιδί;» Ράβω γρήγορα, προσεκτικά, όμορφα ενώ σκέφτομαι «ναι, σου έχω θυμώσει» Το μωρό συνέρχεται αλλά θα μείνει στην θερμοκοιτίδα για παρακολούθηση. Σου έχω θυμώσει ρε! Τι σκατοδουλειά είναι αυτή που κοιτάς τον χρόνο κατάματα και ουρλιάζεις μέσα σου «ΚΛΑΨΕ ΡΕ!!!» Αλλάζω και πάω για τσιγάρο. Στη δουλειά μας ή θα μιλάς ή θα καπνίζεις. Και εγώ προτιμώ να καπνίζω. Και καπνίζω. Σαν τον μαύρο, τον αράπη, τον ταμ ταμ ταμ.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Τα σέβη μου και τον απόλυτο θαυμασμό μου.
Είναι η πρώτη φορά που σού τα καταθέτω.
Παράλειψή μου...