Κυριακή, Σεπτεμβρίου 07, 2008

«Καλό είναι. Μπορείς και καλύτερα.».


Γιατί να είσαι τόσο τσαπατσούλης; Γιατί να είσαι πάντα τόσο βιαστικός; Κλαίω καθώς σκίζω τα τετράδια με τα γραπτά μου και σπάω τα cds με τα κείμενα με τα τακούνια. Εκσφενδονίζω το laptop στον τοίχο και αυτό με έναν άθλιο κρότο αναπηδά και πέφτει στο πάτωμα.
Σε σκέφτομαι να διαβάζεις υπομονετικά τις νύχτες τα κείμενά μου και να χαμογελάς συγκαταβατικά και να μου λες «Καλό είναι. Μπορείς και καλύτερα.». Να με φιλάς στο μέτωπο και να σβήνεις το φως. Σκίζω τις εκτυπώσεις, τις πετάω στο τζάκι, πετάω οινόπνευμα και βάζω φωτιά. Λαμπαδιάζει ο τόπος. Τόσα χρόνια. Τόση σιωπή. Γιατί;
Εκείνο το καταραμένο τηλέφωνο. Σηκώθηκες και έφυγες βιαστικά από τον υπολογιστή σου αφήνοντάς τον ανοιχτό. Εγώ έγραφα στο άλλο δωμάτιο. Άργησες. Σε περίμενα. Στο ορκίζομαι. Μα άργησες τόσο. Έγραφα ξανά και ξανά την ίδια σελίδα, να την κάνω καλύτερη. Να μη με φιλήσεις στο μέτωπο αυτή τη νύχτα. Στο στόμα να με φιλήσεις και να μου κάνεις έρωτα όλη τη νύχτα. Μα άργησες.
Πήγα στον υπολογιστή σου. Δεν πρόλαβες να κλείσεις τα παράθυρα. Διάβασα εκείνα που έγραφες. Έφυγε η γη κάτω από τα πόδια μου. Κάθισα και άρχισα να ανοίγω ένα-ένα όλα σου τα αρχεία με χέρια που τρέμανε. Εσύ! Έχω τα βιβλία σου στο κομοδίνο. Με ένα άλλο όνομα, μια άλλη φωτογραφία και ένα ψευδεπίγραφο βιογραφικό. Ποτέ δεν κάθισες να διαβάσεις κάποιο από αυτά. Έλεγες δεν έχεις χρόνο. Πως χρόνο έχεις μόνο για όσα αγαπάς και αυτά είναι τα δικά μου κείμενα. Μ’ έπαιρνες αγκαλιά και μου έλεγες «πες μου μια ιστορία για απόψε. Ζωγράφισε μου έναν κόσμο και κλείσε με μέσα, φυλάκισε με να μην φύγω ποτέ».
Κοιτάζω τη φωτογραφία μας πάνω στο τζάκι. Την αρπάζω και την πετάω μαζί με ολόκληρο το μπουκάλι με το οινόπνευμα. Σε κείνη τη φωτογραφία έγραψα γράμμα αλλά αυτό το ξέρεις, έτσι δεν είναι; Έγραψα πως είμαι ερωτευμένη, πως τον αγαπώ, πως θα άφηνα τα πάντα για να ζήσει κάτι μαζί μου και μετά να γράψει για αυτό. Και εκείνος μου απάντησε! Ένα ευγενικότατο δακτυλογραφημένο γράμμα, που έλεγε ότι δεν γράφει και τόσο καλά, πως είναι απλά ένας ενθουσιασμός, δήλωνε κολακευμένος αλλά πως δεν του άξιζαν όλα αυτά.
Παίρνω τα βιβλία σου να τα κάψω και αυτά. Αλλά δεν μπορώ. Τα αφήνω να πέσουν στο πάτωμα. Βλέπω το τελευταίο. Ο τίτλος, το εξώφυλλο. Ζαλίζομαι. Γονατίζω στο πάτωμα. Το ανοίγω και βλέπω την αφιέρωση. Πώς ήμουν τόσο τυφλή; Έγραψες ένα βιβλίο για μένα. Μου το αφιέρωσες και εγώ τυφλή, κουφή, ηλίθια δεν κατάλαβα τίποτα. Η ηρωίδα είμαι εγώ. Μικρή, ανόητη που θέλει με το στυλό της να κατακτήσει τον κόσμο.
Πετάω τα υπόλοιπα χαρτιά και το laptop στο τζάκι. Σου έγραψα ξανά. Σου έστειλα φωτογραφίες και σου έκλεισα ραντεβού. Περίμενα στο ξενοδοχείο τρεις μέρες. Δεν εμφανίστηκες ποτέ. Την τρίτη μέρα εμφανίστηκε ένας αντιπρόσωπος του εκδοτικού οίκου, που προθυμοποιήθηκε να εξετάσει το ενδεχόμενο, να εκδώσει κάποιο κείμενό μου σε μία συλλογή, που είχαν στα σκαριά. Τον έστειλα στο διάολο και γύρισα σπίτι. Δεν είπες τίποτα. Δεν ρώτησες πού ήμουν, μόνο έγραφες ασταμάτητα και έλεγες ότι είχες πολλές εκκρεμότητες από το γραφείο. Έφερνες δουλειά στο σπίτι και δούλευες μέχρι τα ξημερώματα. Σε λίγους μήνες κρατούσα στα χέρια μου ένα ακόμα βιβλίο σου. Έλεγε για μια γυναίκα, που έκλεισε ραντεβού σε έναν άγνωστο σε ένα ξενοδοχείο και περιμένοντάς τον έγραψε την καλύτερη ιστορία της ζωής της. Η καλύτερή σου ιστορία. Δεν το αποχωριζόμουν το βιβλίο και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί το μισούσες τόσο. Για εβδομάδες ολόκληρες ήταν στην κορυφή των πωλήσεων.
Σταμάτησα να γράφω. Διάβαζα τα βιβλία σου ασταμάτητα. Σταμάτησες να φέρνεις δουλειά στο σπίτι. Με ρώταγες χαμογελαστός αν έγραψα κάτι. Πώς θα μπορούσα να έχω γράψει; Σκοτείνιαζες και έβρισκες μια δικαιολογία να το σκάσεις. Ξεκίνησα να γράφω ξανά. «Δεν προσπάθησες καν» μου έλεγες και έσβηνες το φως. Κανένα φιλί. Ούτε καν στο μέτωπο. Άλλαξα χτένισμα, χρώμα μαλλιών, έβαλα φακούς επαφής και έστειλα ένα νέο γράμμα.
Και τότε χτύπησε το τηλέφωνό σου. Το είχες σχεδιάσει, έτσι δεν είναι; Πρέπει να το παραδεχτώ. Δεν μπορούσες καλύτερα. Τώρα τουλάχιστον ξέρουμε πώς θα ξεκινά το επόμενο βιβλίο σου γιατί εγώ δεν θα είμαι εδώ όταν τελειώσει. Καν’ το αυτή τη φορά να αξίζει τον κόπο. Φεύγω.
Να σε προσέχεις. Το φαγητό είναι σερβιρισμένο στο τραπέζι.

ΥΣ. Να καθαρίσεις το τζάκι.

4 σχόλια:

ria είπε...

καλό, πολύ καλό, πάρα πολύ καλό! μη σου πω το καλύτερο!

Ανώνυμος είπε...

Καλό είναι.. Μπορείς και καλύτερα...

Spark D' Ark είπε...

να υποθέσω ότι την πιάνω τη βάση. Θα προσκομίσω σύντομα νέα εργασία για αύξηση της βαθμολογίας! (αν είναι κάτω από 5 κόψτε με!!! *πάντα ήθελα να το γράψω αυτό στην εξεταστική*)

Ανώνυμος είπε...

σκατά γράφεις. Καλύτερα να το κλείσεις το μαγαζί και να βρεις κάτι καλύτερο να κάνεις. GET A LIFE!